Στις 17 Απριλίου συμπληρώνονται 10 χρόνια από τον θάνατο ενός εκ των κορυφαίων συγγραφέων του 20ού αιώνα. Ο φίλος του ζωγράφος Δημήτρης Γέρος γράφει για τις συναντήσεις τους. Ο Δημήτρης Γέρος ήρθε για πρώτη φορά στο νησί το 1986 και από τότε συνεχίζει να περνάει εδώ εκεί όλα τα καλοκαίρια.
Ας σημειωθεί ότι οι φωτογραφίες του Δημήτρη Γέρου από τη Λέσβο έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχουν παρουσιαστεί σε διάφορες εκθέσεις με κυριότερες την ατομική του έκθεση το 1999 στο Στρασβούργο της Γαλλίας, που ήταν η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στους εορτασμούς των 50 χρόνων του συμβουλίου της Ευρώπης, και το 2020 στην περίφημη Throckmorton gallery της Νέας Υόρκης.
Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες: Ο φίλος του ζωγράφος Δημήτρης Γέρος γράφει για τις συναντήσεις τους στο Μεξικό και στην Κολομβία. (Δημοσιεύτηκε στην Athens Voice)
Πρώτα έφυγε ο Κάρλος Φουέντες, μετά ο Αλβάρο Μούτις και μετά ο τρίτος μιας διάσημης, ιστορικής και μοναδικής παρέας των γραμμάτων, ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες. Τους δύο τελευταίους τους συνέδεε στενή φιλία, ήταν συμπατριώτες από την Κολομβία, αλλά έμεναν στην Πόλη του Μεξικού, όπου και άφησαν την τελευταία τους πνοή. Είχα δε την τύχη να γνωρίσω, να συναναστραφώ, να φωτογραφήσω και τους τρεις.
Τον Μάρκες τον συνάντησα για πρώτη φορά στο Μεξικό, την άνοιξη του 2006, προκειμένου να τον φωτογραφήσω. Οι Μεξικανοί φίλοι που τον γνώριζαν, έτρεφαν για εκείνον μεγάλο σεβασμό και μου τον περιέγραφαν με τα θερμότερα λόγια. Κι εμένα μου φάνηκε άνθρωπος ευγενής, καλοπροαίρετος, χαμηλών τόνων, πράος και μετριόφρων. Μου αρέσουν οι άνθρωποι με αρχές και τάξη γιατί είναι υπεύθυνοι, συνεπείς και φερέγγυοι. Ο Μάρκες ήταν αναμφίβολα ο παγκόσμιας ακτινοβολίας μεγάλος σταρ, και αυτό το γνώριζε ο ίδιος πολύ καλά. Αλλά για τους φίλους του ήταν ο Γκάμπο, προσηνής, αδελφικός, ανοιχτόκαρδος, που σε έκανε εξ αρχής να νιώθεις ασφαλής μαζί του. Όταν σου έδινε τον λόγο του φαινόταν ότι θα τον κρατούσε, όταν σου έδινε το χέρι του ένιωθες τη θέρμη και την εγκαρδιότητά του, όταν σου χαμογέλαγε καταλάβαινες ότι το χαμόγελο ήταν γνήσιο και όταν σου αρνιόταν κάτι η άρνηση ήταν οριστική. Εκφραζόταν ελεύθερα, με αυτοπεποίθηση, χωρίς ενδοιασμούς, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις που αναγκαζόταν να επιστρατεύει το ανεξάντλητο χιούμορ του προκειμένου να αποφύγει κάποια όχι και τόσο ευχάριστη συζήτηση.
Το σπίτι του –που βρισκόταν σε ένα ακριβό και ασφαλές προάστιο του Μεξικού– ήταν διώροφο, αρκετά μεγάλο, επιπλωμένο με γούστο, χωρίς καμιά υπερβολή. Όλα εκεί ήταν καθαρά και τακτοποιημένα.
Ο μεγάλος κήπος τού θύμιζε το σπίτι του παππού του στην Αρακατάκα της Κολομβίας όπου μεγάλωσε. Ήταν πολύ φροντισμένος και καλαίσθητος, όλος καλυμμένος με γκαζόν, χωρίς να παρεμβάλλονται λουλούδια. Μια ανθισμένη, λευκή μανόλια, μια κινέζικη μανταρινιά με τους μικροσκοπικούς καρπούς της ακόμη πάνω στα κλαριά, τρία τέσσερα δέντρα και μερικοί μεγάλοι φίκοι ήταν με περίσκεψη φυτεμένα στον κήπο. Το μεγαλύτερο μέρος των υψηλών τοίχων της περίφραξης ήταν σκεπασμένο από πολύχρωμες βουκαμβίλιες.
Στην άκρη του κήπου, ξεχωριστά από το σπίτι, βρισκόταν το ευρύχωρο γραφείο του. Στην εξωτερική γωνία του τοίχου του γραφείου ήταν τοποθετημένο ένα μετρίου μεγέθους πέτρινο άγαλμα του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Κι εκεί επικρατούσε επίσης απόλυτη τάξη. Παρατηρώντας το θα νόμιζε κανείς ότι ο Μάρκες αφιέρωνε όλο του τον χρόνο για να διατηρεί τα πράγματα στην ακριβή τους θέση, ώστε να μπορεί εύκολα να τα βρίσκει.
Σχεδόν όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με βιβλία. Υπήρχαν πολλοί πίνακες ζωγραφικής, οι περισσότεροι άνευ ενδιαφέροντος, κορνιζωμένες φωτογραφίες του συγγραφέα και των αγαπημένων του προσώπων στα έπιπλα και απέναντι από το γραφείο του κρεμόταν ένα αξιοπρεπές, αλλά όχι ιδιαίτερο, πορτραίτο του που πρέπει να είχε γίνει τα τελευταία χρόνια.
Αρκετά αντικείμενα αρχαίας και σύγχρονης τέχνης, όχι μόνο μεξικάνικης αλλά γενικότερα της Νοτίου Αμερικής, υπήρχαν σε διάφορα δωμάτια. Δύο τρεις βυζαντινές εικόνες και ένα μικρό, παραστατικότατο, αρχαίο πέος, εν στήσει, από πηλό, που είχε τοποθετηθεί προσεκτικά μέσα σε γυάλινη βιτρίνα φανέρωνε ότι ο συγγραφέας αποδεχόταν κάθε είδους τέχνη.
Από το τηλέφωνο μου είχε ζητήσει να μείνω μαζί του τουλάχιστον δύο ώρες γιατί, εκτός από τη φωτογράφιση, ήθελε να κουβεντιάσουμε επειδή, καθώς είπε, ήξερε αρκετά για μένα και εκτιμούσε τη ζωγραφική μου, η οποία «εμπεριείχε στοιχεία μαγικού ρεαλισμού» που του άρεσαν. «Θα μπορούσαν» μου είχε πει, «μερικοί από τους πίνακές σου να ήταν ο διάκοσμος, το περιβάλλον, των ιστοριών μου». Η διαφορά, νομίζω, μεταξύ της ζωγραφικής μου και των βιβλίων του έγκειται στο ότι τα θέματα της δουλειάς μου προέρχονται από τον κόσμο της φαντασίας ενώ εκείνος, με αξεπέραστα μοναδικό τρόπο, στα βιβλία του απλώς περιγράφει τους τόπους, τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους που σε εμάς φαίνονται μαγικές. Το μαγικό όμως είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους, κυρίως όπως το έχω ζήσει στις πόλεις και τα χωριά της Λατινικής Αμερικής. Απόδειξη πως όταν αργότερα είχαν αρχίσει να γίνονται έντονα τα σημάδια της άνοιας από την οποία υπέφερε, μια καλλιεργημένη κυρία από το επταμελές προσωπικό που απασχολούσε ο Μάρκες, μου είχε εκμυστηρευτεί ότι πήγαινε, εν αγνοία του, σε ένα μέντιουμ και ζητούσε τη βοήθεια ενός πνεύματος, επονομαζόμενου Red Eagle, προκειμένου να θεραπεύσει τον μεγάλο συγγραφέα. Αυτό δεν ξέρω αν το γνώριζε η γυναίκα του, Μερσέντες, που ήταν πολύ θρησκευόμενη.
Σ’ εκείνο το πρώτο τηλεφώνημα με είχε ρωτήσει τι ρούχα θα ήθελα να φοράει. Επειδή από τις δημοσιευμένες φωτογραφίες του ήξερα πως ντυνόταν κομψά, συνήθως με κοστούμια, νόμισα ότι κάπως έτσι θα είχε ντυθεί και για εμένα, γι’ αυτό του απάντησα πως ας φορούσε ό,τι θα του άρεσε. Έτσι, όταν έφτασα στο σπίτι του με περίμενε η πρώτη έκπληξη. Φορούσε ένα αρκετά εφαρμοστό, φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο από μπλε τζιν, στο τσεπάκι του οποίου υπήρχαν δύο μαρκαδόροι, που καθώς διαπίστωσα στις επόμενες συναντήσεις μας έφερε πάντοτε μαζί του, ίδιο μπλε τζίν παντελόνι και εντυπωσιακά μποτάκια από γαλάζιο δέρμα! Τουλάχιστον δεν ήταν ντυμένος α λα «χαβάνα», με κραυγαλέα πολύχρωμα ρούχα, όπως συνήθιζε στα νιάτα του.
Σ’ εκείνη την επίσκεψη μου είχε πει, μεταξύ άλλων: «Είμαι μοναχικός τύπος, Δημήτρη, εξάλλου φοβάμαι τους συγγραφείς γιατί είναι ανταγωνιστικοί και ζηλόφθονες, προτιμώ να κάνω παρέα και να συζητώ με ανθρώπους άλλων ειδικοτήτων και καλλιτέχνες όπως εσύ!» «Ο Όμηρος είναι ο φίλος μου» συνέχισε χαμογελώντας, «αλλά και εγώ είμαι πολύ φίλος των Ελλήνων». Πίστευε ότι ο Όμηρος είναι ο μεγαλύτερος συγγραφέας όλων των εποχών και μου είπε πως όταν ήθελε να ξεκουράσει το μυαλό του κατέφευγε στους Αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τους οποίους γνώριζε εξαιρετικά καλά, είχε μάλιστα ταξιδέψει στην Ελλάδα 4 φορές.
Είναι γεγονός ότι έχω αντιμετωπίσει πολλές και διαφορετικές δυσκολίες προσπαθώντας να φωτογραφίσω διάσημους ανθρώπους, ακόμη και με εκείνους με τους οποίους συνδεόμουν φιλικά. Όλοι πάντως ήταν άνετοι με τον φακό και πόζαραν με φυσικότητα. Η περίπτωση του Μάρκες όμως ήταν μοναδική αφού έμοιαζε σαν να φωτογραφιζόταν για πρώτη φορά – γεγονός, νομίζω, που οφειλόταν στη σεμνότητα που του είχε προσθέσει ο χρόνος.
Όταν λοιπόν ξεκινήσαμε τη φωτογράφηση από κάποιο μέρος του κήπου, εκείνος στάθηκε όρθιος, ευθυτενής, με τα χέρια σε θέση προσοχής, άκαμπτος, ακίνητος, αγέλαστος, σχεδόν σαν τρομαγμένος. Η αγωνία μου για το αν θα κατάφερνα υπό αυτές τις συνθήκες να επιτύχω μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία ήταν μεγάλη και τον παρακάλεσα να χαλαρώσει λίγο. «Μα πώς να χαλαρώσω», μου είπε διστακτικά με μια δόση τρυφερού παράπονου, «όταν με σημαδεύεις με τη μηχανή σου;» Του υπενθύμισα ότι δεν ήμουν παπαράτσο, αλλά ένας θαυμαστής του έργου του που τον επισκέφθηκε ως φίλος και επεδίωκε να κάνει μια «καλλιτεχνική» φωτογραφία η οποία δεν θα τον αδικούσε και δεν θα τον παρουσίαζε διαφορετικά από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. «Δημήτρη, ξέρω πολύ καλά ποιος είσαι», μου είπε τονίζοντας τις λέξεις, «γι’ αυτό και θέλησα να συναντηθούμε. Πριν σου τηλεφωνήσω είχα μπροστά μου την “αξονική” σου (!). Πρέπει να σου πω ότι γνωρίζω από πριν τους ανθρώπους, ποιος κάνει για φίλος μου και ποιος όχι», συνέχισε με υπονοούμενο το οποίο ακόμη δεν έχω ερμηνεύσει! Δεν αποκλείω πάντως την πιθανή εξήγηση να είχε κληρονομήσει τις προαισθητικές ικανότητες τις γιαγιάς του, που τις έχει περιγράψει στα βιβλία του και τις οποίες υποθέτω πως εμπιστευόταν.
Ο Μάρκες θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να χαμογελάει πάντα, αυτή ήταν η καλύτερή του εικόνα, η πιο πιστή, αυτός ήταν ο Μάρκες όταν τον γνώρισα. Ένας καλός, ευγενικός, εγκάρδιος, ντροπαλός και τρυφερός άνθρωπος. Και αυτή την εικόνα νομίζω ότι κατάφερα, εν τέλει, να απαθανατίσω.
Του Μάρκες και της Μερσέντες φαίνεται πως τους άρεσε ένας από τους πίνακές μου, που τον είχαν δει σε κάποιο βιβλίο, γι’ αυτό όταν αργότερα του ζήτησα να βγούμε από το σπίτι, στον δρόμο, για να τον φωτογραφήσω, μου έθεσε πλαγίως και δήθεν αστειευόμενος την επιθυμία του «Α, αυτό θα σου στοιχίσει αρκετά, αλλά μπορώ να συμβιβαστώ με έναν πίνακά σου!» Συμφωνήσαμε σφίγγοντας τα χέρια. Άλλωστε ήταν τιμή μου να έχει ένα έργο μου στο σπίτι του.
Το διάστημα που ακολούθησε ανταλλάξαμε με τη γραμματέα του αρκετά e-mails, σε ένα εκ των οποίων μου έγραφε ποιες από τις φωτογραφίες τού άρεσαν περισσότερο. Σε μια από αυτές, στον κήπο, διακρινόταν πίσω του ένα κλουβί με έναν παπαγάλο που, παρότι ήταν θηλυκός, τον φώναζαν Πεπίτο και τον αγαπούσαν πολύ. Σ’ ένα από εκείνα τα e-mails μου έγραψε και ποιον πίνακα ήθελε να του χαρίσω.
Την επόμενη χρονιά, το 2007, πάλι άνοιξη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κολομβία, γιόρτασαν με τυμπανοκρουσίες τα 80στά γενέθλιά του. Ο Μάρκες και η γυναίκα του πήραν από την Καρταχένα το τρένο, που επαναλειτούργησε μετά από πολλά χρόνια για χάρη τους, και έφτασαν ύστερα από ένα κουραστικό ταξίδι, συνοδεία μεγάλου αριθμού αστυνομικών, στη γενέθλια πόλη του, την Αρακατάκα. Εκεί, τους περίμενε πολυπληθές κοινό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αμφιβάλλω αν είχε διαβάσει ποτέ κάποιο από τα βιβλία του. Από τον σταθμό του τρένου, οι Μάρκες αναγκάστηκαν να πάνε με μόνιππο στην πλατεία, δυσανασχετώντας από το πλήθος που τους έσπρωχνε καθώς προσπαθούσε να τους πλησιάσει και ο δήμαρχος τους ανέβασε σε πλαστικές καρέκλες ώστε να είναι ορατοί στον κόσμο, ενώ εκείνος θα εκφωνούσε το πανηγυρικό λογύδριό του. Αυτά μου τα περιέγραψε ο ίδιος σαν έναν απρόβλεπτο εφιάλτη, όταν λίγες ημέρες αργότερα τον συνάντησα στην Καρταχένα. Σκεπτόμουν μάλιστα να πήγαινα κι εγώ στην Αρακατάκα για χάρη του, αλλά όλοι με απέτρεψαν αφού λόγω της μεγάλης εγκληματικότητας που είχε ακόμα τότε η περιοχή –η οποία είναι κατοικημένη στην πλειοψηφία της από φτωχούς μαύρους– ήταν αμφίβολο αν θα επέστρεφα ποτέ ζωντανός.
Αντιθέτως στην Καρταχένα το ιστορικό κέντρο της όμορφης πόλης ήταν απολύτως ασφαλές. Είναι δε τόσο μικρό που σε λίγες ώρες μπορεί κανείς να περπατήσει όλα τα δρομάκια του και να θαυμάσει τα παλιά οικοδομήματα που έχτισαν οι Ισπανοί κατακτητές. Οι στενοί δρόμοι έχουν παράξενα και ποιητικά ονόματα όπως «Οδός των άστρων», «Οδός της μοναξιάς», «Οδός των κυριών». Ο δρόμος όπου βρισκόταν το μεγάλο και μάλλον μοντέρνο σπίτι του άθεου Γκάμπο, με θέα στον ωκεανό, ονομάζεται «Οδός των ιερέων»!
Εξαιτίας των πανηγυρισμών για τα γενέθλιά του δεν καταφέραμε να βρεθούμε παρά μόνον την τελευταία ημέρα πριν συνεχίσω το ταξίδι μου για το Μεξικό. Ήρθε στο ξενοδοχείο που έμενα με ένα μεγάλο τζιπ με σκούρα τζάμια και συνοδευόμενος από έναν ένοπλο αστυνομικό.
Όταν πέρασε ευθυτενής και χαμογελαστός την πόρτα και έγινε αντιληπτός από τους ανθρώπους, έτρεξαν κατ’ επάνω μας με φωτογραφικές μηχανές και κινητά τηλέφωνα κι άρχισαν αλαφιασμένοι να βγάζουν φωτογραφίες. Πριν προλάβω να τον καλωσορίσω με τράβηξε από το χέρι και μου είπε: «Πάμε γρήγορα στο δωμάτιό σου», ενώ ο αστυνομικός, με προτεταμένο το μακρύκαννο όπλο, προσπαθούσε να κρατήσει σε απόσταση τους ένθερμους θαυμαστές του.
Ήξερα από την πρώτη μας συνάντηση πως τον τρόμαζε ο κόσμος γιατί πολλοί, κυρίως γυναίκες, τον σταματούσαν στον δρόμο και του έλεγαν πόσο τα βιβλία του έχουν αλλάξει τη ζωή τους. Εκείνος όμως φοβόταν μήπως η ζωή τους είχε αλλάξει προς το χειρότερο και του επιτεθούν. Νομίζω πως αυτές τις φοβίες πρέπει να τις απέκτησε λόγω ηλικίας, τα τελευταία χρόνια.
Μαζί μου είχα φέρει και του πρόσφερα τον πίνακα που επιθυμούσε. Τον ρώτησα αν θα ήθελε να τον πάρω μαζί μου και να του τον δώσω στο Μεξικό, αλλά μου απάντησε χωρίς να το πολυσκεφτεί «όχι, όχι, μου αρέσει να τον έχω εδώ, στο σπίτι της Καρταχένα».
Κάποια στιγμή, εντελώς αναπάντεχα, ίσως θέλοντας να μου ανταποδώσει το δώρο, με ρώτησε «Θέλεις να με φωτογραφήσεις;»
Ήταν μια πολύ ζεστή, υγρή και ελαφρώς συννεφιασμένη ημέρα. Παρότι δεν ήθελα να τον κουράσω, δεν μπορούσα να χάσω αυτή τη γενναιόδωρη προσφορά. Επειδή στο δωμάτιο δεν υπήρχε αρκετό φώς, τον ρώτησα αν θα μπορούσα να τον φωτογραφήσω στη μεγάλη βεράντα του ξενοδοχείου με την υπέροχη θέα της πόλης. Βέβαια ανησυχούσα μήπως η ζέστη ήταν και για εκείνον το ίδιο αφόρητη.
«Όχι» μου απάντησε, «να βγούμε έξω. Μου αρέσει η ζέστη».
Φορούσε ένα λινό, ριγέ, άσπρο μπλε πουκάμισο και μπλε λινό παντελόνι. Ήταν και πάλι αμήχανος, όπως την πρώτη φορά στο Μεξικό, και περίμενε από εμένα να τον καθοδηγώ και να σκηνοθετώ τις πόζες.
Για να μην τον κρατάω όρθιο του πήγα μια καρέκλα και ένα λευκό τραπέζι στο οποίο ακούμπησε τα χέρια του και άρχισε να χτυπάει τα δάχτυλά του παριστάνοντας τον πιανίστα, ενώ ταυτόχρονα μουρμούριζε παιχνιδιάρικα μια μελωδία. Ένα ποτήρι παγωμένο νερό που έβαλα στο τραπέζι πρόσθεσε λίγη δροσιά στην εικόνα, αλλά δεν βοήθησε τόσο ώστε να κάνω περισσότερες από 2-3 καλές λήψεις.
Ήταν πια μεσημέρι όταν με αποχαιρέτησε με έναν ζεστό εναγκαλισμό ανανεώνοντας το ραντεβού μας που θα γινόταν στο Μεξικό την επόμενη χρονιά.
Πράγματι, έναν χρόνο μετά, πάλι άνοιξη, το 2008, τον επισκέφτηκα τη συνηθισμένη ώρα, στις 12. Μια μέρα πριν, προς το απόγευμα, επέστρεφα στο ξενοδοχείο μου από το σπίτι του σπουδαίου συγγραφέα Αλβάρο Μούτις, αγαπημένου φίλου του Μάρκες. Στο κεντρικό σαλόνι του ξενοδοχείου βλέπω ξαφνικά τον Γκάμπο και τη γυναίκα του, με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου με τον οποίον ήταν φίλοι. Η Μερσέντες με αναγνώρισε και με χαιρέτησε με χαρά και θέρμη, ενώ ο Μάρκες σηκώθηκε και δίνοντάς μου το χέρι με ευγένεια, με κοιτούσε με απορία προσπαθώντας να καταλάβει ποιος ήμουν. Η άνοια δυστυχώς έδειχνε τα πρώτα της σημάδια. Τώρα φαινόταν περισσότερο καταβεβλημένος και πιο αδύνατος.
Η Μερσέντες στην προσπάθειά της να τον βοηθήσει του είπε: «Ο Δημήτρης είναι, ο φίλος μας ο ζωγράφος» και ταυτόχρονα ο ξενοδόχος του είπε: «Ο φίλος σου ο φωτογράφος είναι» και νομίζω ότι οι δύο διαφορετικές ιδιότητες με τις οποίες με επανασύστησαν τον μπέρδεψαν ακόμη περισσότερο.
Στα χέρια μου κρατούσα έναν μεγάλο φάκελο με μερικές από τις φωτογραφίες που του είχα κάνει στο παρελθόν. Ο ξενοδόχος που μάντεψε το περιεχόμενο του φακέλου, με παρακάλεσε να του τις δείξω. Όταν ο Μάρκες, που εν τω μεταξύ με είχε θυμηθεί, είδε μία που του είχα κάνει τον προηγούμενο χρόνο μου είπε, ξαφνιάζοντας όλους μας για την επιλεκτική μνήμη του: «Το αναγνωρίζω αυτό το μέρος, είναι στην Καρταχένα, όταν είχα έρθει στο ξενοδοχείο σου».
Την επομένη, μπήκα στο σπίτι του με τον βοηθό μου που κρατούσε τις μεγάλες τσάντες με τα φωτογραφικά μου. Κι εκείνος, με το χαρακτηριστικό και ανεξάντλητο ακόμη τότε χιούμορ του σχολίασε «Τι είναι αυτά; El laboratorio?» Για να αισθάνεται πιο άνετα ζήτησα από τον βοηθό μου να καθίσει έξω, κοντά στην είσοδο του κήπου. Μείναμε οι δυο μας και, σε απόσταση, η γραμματέας του η οποία όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο έμοιαζε να του είναι απαραίτητη.
Εκείνη την ημέρα φορούσε μια ολόσωμη φόρμα, σαν αυτές που φορούν οι μπογιατζήδες, σε σκούρο πράσινο χρώμα, αγορασμένη από ακριβό μαγαζί.
Είχα φέρει μαζί μου από την Ελλάδα και του χάρισα ένα γλυπτό ψαράκι από ασήμι για να του θυμίζει αυτά που έφτιαχνε ο παππούς του από χρυσό στην Αρακατάκα. Μετά του έδωσα και μια πολύχρωμη μεταξοτυπία, δικό μου έργο, την οποία είχα υπογράψει «Με αγάπη» για τη γυναίκα του. Καθώς την κοίταζε μου είπε: «Α, τι ωραία, όλα είναι ανθισμένα» και ξανά αστειευόμενος: «Αυτή η αγάπη που λες εδώ είναι καλλιτεχνική ή το πας παραπέρα; Για να πάρω την πιστόλα μου».
Σ’ εκείνη τη συνάντηση μου είπε πως κόντευε να τελειώσει ένα καινούργιο μυθιστόρημα και με παρακάλεσε αυτή η πληροφορία να μείνει μεταξύ μας. Η γραμματέας του μου επιβεβαίωσε ότι πράγματι έγραφε πρωί κι απόγευμα και πως εκείνη τον βοηθούσε να συνδέει τα κεφάλαια επειδή η μνήμη του ήταν «κάπως εξασθενημένη». Πιθανόν να εννοούσαν το «Τα λέμε τον Αύγουστο» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός, παρ’ ότι εκείνος είχε ζητήσει από τα παιδιά του να μην εκδοθεί.
Είπαμε διάφορα τότε, για τον Ομπάμα, που ήταν ο πρόεδρός του, τον Κλίντον, πως είχε περιορίσει τις εξόδους που άρεσαν στη γυναίκα του αλλά όχι σε εκείνον. Πως όταν μπορούσε πήγαινε για τένις, μόνο που οι δυνάμεις του δεν του επέτρεπαν πλέον να παίζει για πολλή ώρα. Μου έδωσε και μια επετειακή έκδοση του βιβλίου «Εκατό χρόνια μοναξιάς» που τότε είχαν εκδώσει τα Ισπανόφωνα Πανεπιστήμια και μου είπε να το προσέξω γιατί ήταν συλλεκτικό, αφού είχε βγει μόνον σε 1.000.000 αντίτυπα!
Όταν σήκωσα τη μηχανή μου για να τον φωτογραφήσω άλλαξε αμέσως διάθεση. Μαγκώθηκε, κοκάλωσε, σαν να κάθισε ξαφνικά σε ηλεκτρική καρέκλα.
«Πάλι τα ίδια;» του είπα γελώντας, «γιατί με κοιτάζεις με τρόμο;» «Δεν φοβάμαι εσένα, Δημήτρη, αλλά τη μηχανή σου» μου απάντησε, όπως περίπου μου είχε απαντήσει και την πρώτη ημέρα της γνωριμίας μας.
Όταν κάποια στιγμή κάθισε στο μεγάλο, ξύλινο γραφείο του που ήταν ακόμη τόσο καθαρό και τακτοποιημένο σαν να βρισκόταν σε έκθεση επίπλων, ζήτησα από τη γραμματέα του και μου έδωσε μερικές λευκές κόλλες χαρτί που τις έβαλα μπροστά του παρακαλώντας τον να κάνει πως γράφει κάτι, έτσι ώστε να φωτογραφήσω τα χέρια του εν ώρα εργασίας. Τότε εκείνος φαίνεται πως θυμήθηκε τα νιάτα του, όταν στην Κολομβία έκανε καρικατούρες και τις πουλούσε, και με τον μαρκαδόρο του, με γρήγορες κινήσεις, σχεδίασε ένα κεφάλι σε προφίλ με μεγάλη στραβή μύτη και μουστάκι και μου το έδωσε. «Δικό σου, εις ανάμνηση. Είναι αυτοπροσωπογραφία» μου είπε.
Εκείνη την ημέρα έκανα αρκετές φωτογραφίες του και φεύγοντας το μεσημέρι ανανεώσαμε το ραντεβού μας το οποίο όμως, δυστυχώς η αρρώστια του δεν επέτρεψε ποτέ να πραγματοποιηθεί.
Ξαναπήγα στο Μεξικό το 2010, δύο χρόνια αργότερα, πάλι άνοιξη που είναι νομίζω η καλύτερη εποχή της χώρας.”
Σ’ εκείνο το ταξίδι μίλησα μερικές φορές με τη γραμματέα του, η οποία μου είπε πόσο οι Μάρκες με αγαπούν και πως είμαι πάντα ευπρόσδεκτος στο σπίτι τους. Όμως με διάφορες δικαιολογίες δεν μου τον έδινε στο τηλέφωνο και δεν κατάφερα να τον συναντήσω. Τότε κατάλαβα πως η υγεία του δεν θα ήταν καλή και προσπαθούσαν να το κρύψουν.
Διάφοροι κοινοί μας φίλοι μου επιβεβαίωσαν αργότερα τις υποψίες λέγοντάς μου πως ήταν πια τόσο άρρωστος που δεν αναγνώριζε ούτε τα ίδια του τα παιδιά. Μου είπαν πως είχε πολλές φοβίες, έτρεμε το σκοτάδι και ήθελε πάντα κοντά του τη γραμματέα του ή τη Μερσέντες, για την οποία ανησυχούσε πολύ όταν έλειπε και την αναζητούσε απελπισμένα. Από τους ίδιους φίλους έμαθα πως τα τελευταία χρόνια οι Μάρκες είχαν μεγάλη θλίψη γιατί κατοικούσαν στο Μεξικό μόνοι τους, χωρίς συγγενείς, με μεγάλη ανασφάλεια αφού τα δύο παιδιά τους ζούσαν το ένα στο Παρίσι και το άλλο στο Λος Άντζελες.
Δυστυχώς η δόξα και το χρήμα, χωρίς τους δικούς σου ανθρώπους κοντά και με τους περισσότερους φίλους πεθαμένους δεν μπορούν να απαλύνουν την ανελέητη μοναξιά. Και ήταν ιδιαίτερα άδικο για έναν τόσο μεγάλο συγγραφέα που στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντί να ζει με γαλήνη, κατέληξε να ζει στον τρόμο και χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι.
Μετά τον θάνατό του, τα παιδιά του πούλησαν όλο το αρχείο του, ακόμη και τις γραφομηχανές, για περίπου 2.000.000 δολάρια στο πανεπιστήμιο του Τέξας, το σπίτι της Καρταχένας στον τραγουδιστή Ενρίκε Ιγκλέσιας και τον Απρίλιο του 2023 πουλούσαν το σπίτι του στη Μαγιόρκα αντί 1.300.000 δολαρίων. Το σπίτι του Μεξικού το έχουν ακόμη, όχι όμως και τα ρούχα του.
Οι φωτογραφίες που του έκανα βγήκαν το 2015 –έναν χρόνο μετά τον θάνατό του– σε πολυτελές βιβλίο-λεύκωμα από τις γερμανικές εκδόσεις Kerber, ενώ τον ίδιο χρόνο το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Μπαραγκίγια της Κολομβίας, όπου ο Μάρκες έζησε αρκετά χρόνια, και η γκαλερί Παμπλο Γκέμπελς του Μεξικού τις παρουσίασαν σε ατομικές μου εκθέσεις.