Search

«Θεόφιλε Χατζημιχαήλ, ακούς; Το πνεύμα σου ακτινοβολεί ακόμη»

Της Ιωάννας Σωτήρχου για τις Νησίδες της Εφ Συν,

Η παράσταση που σε κείμενο του ιδιοσυγκρασιακού, σπουδαίου ποιητή Σαμσών Ρακά και σκηνοθεσία Ολιας Λαζαρίδου ξεκινά να παίζεται από απόψε στο θέατρο της ΑΣΚΤ μας έδωσε την αφορμή να ανακαλύψουμε τα πολλαπλά πρόσωπα του σύγχρονου Θεόφιλου και άλλες ιστορίες ξεχωριστών ανθρώπων.

Ολα ξεκίνησαν από την πρόσκληση στο Κέντρο Τεχνών Φουγάρο στο Ναύπλιο, αυτή την κυψέλη πολιτισμού στην Αργολίδα, το πραγματοποιημένο όνειρο της Φλωρίκας Κυριακοπούλου. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την πρεμιέρα της παράστασης «Θεόφιλος sold», σε μια εμπνευσμένη σκηνοθεσία της Ολιας Λαζαρίδου, που θα ανέβει και στην Αθήνα για εννέα παραστάσεις από απόψε (13/4) έως τις 28 Απριλίου στο θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.

Εκεί ανακαλύψαμε πολλούς ακόμη«Θεόφιλους»: Αυτόν του ποιητή Σαμσών Ρακά, που έγραψε το κείμενο της παράστασης και μας αποκάλυψε γιατί νιώθει και ο ίδιος λίγο Θεόφιλος. Ή το πνεύμα του Θεόφιλου στην τέχνη του Βρετανού αυτοδίδακτου ζωγράφου και πολιτογραφημένου Ελληνα David Webber, ο οποίος ζει και εργάζεται πάνω από μισό αιώνα στην Ελλάδα και κυρίως στις Σπέτσες, δημιουργώντας ένα προσωπικό ιδίωμα με έντονο χρώμα, λαϊκά μοτίβα και στοιχεία της φύσης. Η έκθεση του Webber με ζωγραφιές και κατασκευές εγκαινιάστηκε το ίδιο διάστημα στο Φουγάρο όπως και η έκθεση της εικαστικού Αιμιλίας Τσεκούρα «homeland landscapes 2», που βρίσκεται πίσω από τα δημιουργικά εργαστήρια των παιδιών στον ίδιο χώρο, σε ένα έργο στο οποίο συναντήσαμε ακόμη έναν άγουρο «Θεόφιλο».

Ομως αυτό το κομμάτι, πέρα από τα πολλαπλά πρόσωπα του σύγχρονου Θεόφιλου, αφορά πολύ περισσότερα στοιχεία, καθώς μας φανερώθηκαν πτυχές ξεχωριστών ανθρώπων:

Μετά την πρεμιέρα του «Θεόφιλος sold» η Αιμιλιανή Σταυριανίδου, που αποδίδει απολαυστικά τον ρόλο του αλαφροΐσκιωτου αυτοδίδακτου λαϊκού ζωγράφου, παρέα με την επίσης πολυτάλαντη ηθοποιό Αριάδνη Κωνσταντακοπούλου μας εξήγησαν για το πώς, με αφορμή την παράσταση, μελέτησαν την περίπτωση του Θεόφιλου.

«Και πώς γνωριστήκατε με την Ολια Λαζαρίδου;» ρωτήσαμε τις δύο νέους ηθοποιούς, αφού μάλιστα αυτή είναι η πρώτη τους παράσταση.

«Είχαμε δει ότι διαβάζει στη “Γαλιλαία” (σ.σ. τη μοναδική στη χώρα μας δωρεάν μονάδα ανακουφιστικής φροντίδας για ασθενείς με καρκίνο και ασθενείς με νόσο του κινητικού νευρώνα – ALS) και ήρθαμε σε επαφή μαζί της για να συνεισφέρουμε στην ομάδα που έχει δημιουργήσει με την Αμαλία Μουτούση για να στηρίξουν “Το αναγνωστικό της Γαλιλαίας” (https://toanagnostikotisgalilaias.gr/poioi-eimaste/). Μας έκανε εντύπωση ότι μας απάντησε στο μήνυμα που της στείλαμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι έτσι ήρθαμε σε επαφή και ξεκίνησαν όλα…».

Η σκηνοθέτρια που μας προέτρεψε να μιλήσουμε με τις πρωταγωνίστριές της αρκέστηκε να μας αναφέρει ότι την είχαν πλησιάσει «για κάποιον άσχετο λόγο» και έτσι προέκυψε η συνεργασία. Και όχι μόνον: την επόμενη μέρα είχε να διδάξει στο θεατρικό εργαστήριο που κάνει στο πλαίσιο συνεργασίας με έναν φορέα απεξάρτησης και δεν ήθελε να λείψει γιατί είχε καλέσει έναν ράπερ με παρόμοια εμπειρία να συμπράξει στο εργαστήριο για να ενδυναμώσει τους μαθητές της στην προσπάθειά τους.

David Webber, ένας Βρετανός πολιτογραφημένος Ελληνας … Θεόφιλος

● Είστε όμως δημιουργός πολύτιμων καταστάσεων: είχατε την ιδέα να υποκινήσετε τον Γιάννη Αγγελάκα στην απόδοση της υποβλητικής Νέκυιας από την Οδύσσεια του Ομήρου. Τώρα εμπλέκετε κι έναν διαφορετικό ποιητή σε ένα κείμενο εμπνευσμένο από τη ζωή του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του αυτοδίδακτου ζωγράφου που δημιουργούσε για ένα πιάτο φαΐ, κι αναγνωρίστηκε μετά θάνατον ως πρωτοπόρος της λαϊκής τέχνης…

«Ακριβώς γι’ αυτό σκέφτηκα τον Σαμσών που είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα εκτός εμπορικού πλαισίου και πίστεψα ότι θα του ταίριαζε να ασχοληθεί με τον Θεόφιλο, που ήταν και αυτός γενικά εκτός… Είχα διαβάσει μια ποιητική του συλλογή και μου είχε μείνει ο στίχος “γεμίσαμε λευκά κελιά ή το ‘στρωσε στα βλέφαρά μας;”. Δεν είναι καταπληκτικός; Μετά είχε δημιουργήσει και τις Εκδόσεις Υποκείμενο και μου πρότεινε να εκδώσω εκεί την ποιητική μου συλλογή. Εντάξει, είμαι πια και σε μια ηλικία που σκέφτομαι ότι πρέπει να στρώσουμε την πίστα και για τους επόμενους. Να βάλει και κανένας άλλος γκολ… Θα σου διαβάσω κάτι που μου είχε στείλει ο ποιητής για τον λαϊκό ζωγράφο:

Σα να χαλάει ο κόσμος. Το σπίτι της τέχνης τρίζει. Το ακούς; Πέφτουν τα δοκάρια. Κι εγώ ψάχνω να κρατηθώ από κάπου. Να μη χάσω την πίστη μου. Θεόφιλε Χατζημιχαήλ, ακούς; Εσύ με θεμελιώνεις. Με κάνεις να χαμογελώ στο δειλινό. Το πνεύμα σου ακτινοβολεί ακόμη. Η αλήθεια του παραμυθιού σου αγκαλιάζει τους φόβους μου. Η απλότητά σου διδάσκει σαν δροσερό χάδι την αγάπη. Το πείσμα σου για δημιουργία γίνεται υπόσχεση και οδηγός μας. Θεόφιλε, ακούς; Ασ’ τους να λένε! Βάλε την περικεφαλαία σου. Πιάσε το ξίφος στο δεξί. Στ’ αριστερό σου το πινέλο. Κι ανέβα στο άλογό σου. Ενα νέο ταξίδι ξεκινά. Πάμε να βρεθούμε εκεί που οι πραγματικότητες ζητιανεύουνε γονατιστές τα όνειρά μας».

Η παράσταση

H παράσταση δανείζεται στοιχεία λαϊκού θεάματος και τσίρκου, για να παρουσιάσει τον ταπεινής καταγωγής περιπλανώμενο λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο (Λέσβος, 1870-1934), που ό,τι έλεγε κι έκανε φαινόταν παράξενο στα μάτια του κόσμου. Κι εκείνος, με την αστείρευτη δημιουργικότητά του, αντιμετώπιζε τη χλεύη χωρίς να δειλιάσει παρά μόνο ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα, καθώς η ζωγραφική ήταν το μυστικό του όπλο, όπως λέει και στο έργο.

Η κοσμοπολίτικη και μορφωμένη Ελλάδα στα πρόσωπα των συμπατριωτών του, Τεριάντ, Ελύτη, αλλά και του Εμπειρίκου και του Σεφέρη, ανακαλύπτει τα έργα και την αξία του, το μεγαλείο ενός ανθρώπου του οποίου η μόρφωση ήταν η βιωμένη αγραμματοσύνη του. Στα έργα του βρήκαν την αυθεντικότητα και τη μαρτυρία μιας Ελλάδας ταπεινής, τόσο όσο ταπεινός ήταν και ο ίδιος που ζούσε για την τέχνη του και την άφηνε να ανθίσει σε όποια επιφάνεια έβρισκε πρόσφορη. Και γι’ αυτό του αρκούσε ένα πιάτο φαΐ. Στο έργο τον παρακολουθούμε σε διάφορες περιπέτειες αλλά και στις αντιφάσεις της ζωής του, και τον βλέπουμε να θρηνεί όταν αντιλαμβάνεται πως οι «χρωματιστές προσευχές του», οι πίνακές του, ετοιμάζονται να δοξαστούν και να μπουν στον κόσμο του εμπορίου, επειδή νιώθει την εμπορευματοποίηση να απειλεί την αθωότητά του, τη μοναδική του πατρίδα τελικά, την παιδικότητα.