Γράφει ο Χατζηχαραλάμπους Δημήτρης-Ταξίαρχος ε.α – Συγγραφέας
Δευτέρα πρωί,λίγο μετά τις 9, τέλη Αυγούστου και το θερμόμετρο ήδη στους 34οC. Αποφασίζω με περίσσιο θάρρος, άγνοια κινδύνου και αποκοτιά να κατέβω με το αυτοκίνητο στην προκυμαία. Εγχείρημα παράτολμο ακόμα και για καλά εκπαιδευμένους κασκαντέρ, για ανθρώπους με ατσάλινα νεύρα που έχουν φάει τα νιάτα τους σε διαλογισμούς και ασκήσεις ηρεμίας και ενσυναίσθησης. Μη με ρωτήσετε το λόγο που καβάλησα το αυτοκίνητο. Μη διανοηθείτε να μου πείτε πως θα μπορούσα να πάρω λεωφορείο ή να περπατήσω. Ποιος; Εγώ που παραγγέλνω από το μπαλκόνι στο Καφέ απέναντι και πάω να παραλάβω με το τζιπ;
Αν δεν ήταν Αύγουστος, αν ήταν π.χ. Γενάρης, ένας βέρος Μυτιληνιός σαν εμένα θα μπορούσε να διασχίσει ταχύτατα τους δρόμους της πόλης, σαν τον Χάμιλτον που γλιστρά με τη McLarenτου με 300Km/hστην πίστα του ΆμπουΝτάμπι. Ένας αυτόχθων ιθαγενής σαν του λόγου μου, γνωρίζει τέλεια και τις παραμικρές λεπτομέρειες της πίστας Χρυσομαλλούσα – Πλατεία Σαπφούς και οδηγεί μηχανικά ενώ ταυτόχρονα ψάχνει καλό σταθμό στο ραδιόφωνο, ρουφά καφέ ή μιλά στο κινητό του.
Πρωτίστως συναντάς το φανάρι της Θεοπίστης, το μόνο στο νησί που αρνείται να λειτουργήσει όπως όλα τα παραδοσιακά φανάρια. Εδώ γκαζώνουμε με μια ανάσα (breathlessστα Μυτιληνιά), αμέσως μόλις ανάψει κάτι σαν πράσινο με πορτοκαλί που αναβοσβήνει.Ταυτόχρονα κορνάρουμε με ότι μας βρίσκεται ελεύθερο (χέρι ή κοιλιά) για να ξυπνήσουν οι μπροστινοί που πάνε με το πάσο τους και να τρομάξουν οι απέναντι γιατί το κόκκινο ανάβει απότομα σαν «Ξαφνικός Θάνατος».
Στο ύψος της Μαρίνας πάμε πάντα δεξιά, για να αποφύγουμε τους καψερούς που θέλουν να στρίψουν για γήπεδο, σφήνα στο αντίθετο ρεύμα, και αμέσως μετά χωνόμαστε αριστερά και σπριντάρουμε σαν να μην υπάρχει αύριο ποιος θα περάσει ποιον μέχρι και την αρχή του πάρκινγκ.
Φροντίζουμε πάντα να έχουμε ένα χέρι ελεύθερο και προτεταγμένο για την απαραίτητη μούντζα σε όσους τολμήσουν να χωθούν πριν την είσοδο στην Ελευθερίου Βενιζέλου. Δρόμος διπλής κατεύθυνσης (εδώ γελάμε) αλλά όλοι οι ιθαγενείς γνωρίζουν ότι στο ύψος του 6ου Δημοτικού οφείλουμε να κινούμαστε στη δεξιά λωρίδα ανεξαρτήτως τελικού προορισμού. Διότι αριστερά, όλη την εκπαιδευτική χρονιά, είναι σταματημένοι οι φιλόστοργοι γονείς με αναμμένα ταalarm και παρατημένα τα ΙΧ τους. Βλέπετε είναι απαραίτητο να συνοδέψουν τα βλαστάρια τους ως την πόρτα της σχολικής αίθουσας, να βάλουν το μπουφάν στην πλάτη της καρέκλας, να δώσουν τις τελευταίες συμβουλές και ενίοτε να ξεκλέψουν ελάχιστα δευτερόλεπτα για να ρωτήσουνγια την πρόοδο του τέκνου τους.
Αμέσως μετά η λαϊκή σοφία προστάζει στροφή με αιφνιδιαστικό άναμμα φλας στην αριστερή λωρίδα μια και τώρα στα δεξιά έχουν σταματήσει όλοι αυτοί που θα «πεταχτούν» στο Δήμο, να πληρώσουν το νερό, ν’ αγοράσουν ηλεκτρικές συσκευές, όλα στο «ποδάρ’», το πολύ για κανένα μισάωρο. Είμαστε αριστερά λοιπόν και στο φανάρι του ΚΤΕΛ απότομα και χωρίς φλας πεταγόμαστε στα δεξιά και κοντεύουμε προκυμαία. Το φλας δεν είναι πλέον απαραίτητο διότι όσοι θα μας βρίσουν δεν μπορούν να μας φτάσουν, κι ως γνωστόν «βρίσιμο που δεν στο πετά στη μούρη ο υβριστής είναι άνοστο σαν πιτόγυρο χωρίς κρεμμύδι και τζατζίκι».
Σ’ αυτό το σημείο της πίστας, ακόμα κι οι πλέον βιρτουόζοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στους Αγίους της Λέσβου ώστε να μην ανάψει το πεζοφάναρο στο ύψος της Νομαρχίας. Κι επειδή ως γνωστόν οι Άγιοι έχουν σημαντικότερα θέματα ν’ ασχοληθούν, πάντα το φανάρι είναι αναμμένο. Ευκαιρία για τζούρα καφέ και τσιγάρο που οι μυημένοι γνωρίζουν πως δεν αγγίζουμε νωρίτερα αν δε θέλουμε να περιχυθούμε από τα σκαμπανεβάσματα σαμαράκι – λακκούβα της πρότερης διαδρομής.
Όλα όμορφα και τακτοποιημένα. Κι έρχονται Αύγουστο μήνα κάτι Τούρκοι, κάτι Ελλήνο – Καναδοί , Ελληνό- Αυστραλοί κ.τ.λ. που δε ξέρουν τα χούγια μας και πάνε να οδηγήσουν στην πίστα τηρώντας τους κανόνες του Κ.Ο.Κ. για να μας εκνευρίσουν. Που πας ρε φίλε; Ήρθα εγώ στο Γιοχάνεσμπουργκ να σου το παίξω μάγκας;
Ένας τέτοιος μου κορνάρισε σήμερα με αναίδεια σαν έκανα τα δικά μου τα Μυτιληνιά, στη δική μου τη διαδρομή, τη ντόπια. Τούρκος τουρίστας, με πινακίδα 10, από το Μπαλικεσίρ. Τους Τούρκους καθόλου δεν τους γουστάρω, γιατί είναι εχθροί μας προαιώνιοι και να μην τα ξαναλέμε αυτά, θυμήθηκα ένα σωρό λέξεις κοινές που έχουμε από τα 400 χρόνια συμβίωσης, όπως «μπουνταλά, γρουσουζλαμά, τσογλάν’» και άλλα τέτοια και ετοιμαζόμουν να του τα ξεφουρνίσω. Τελευταία στιγμή είδα στον καθρέφτη πως ήταν ο νοικάρης μου, σε ένα Airbnb που σκάρωσα, στο παλιό σπίτι της γιαγιάς στο Συνοικισμό, 100 ευρώ μαύρα η διανυκτέρευση και κρατήθηκα. Buyrun, hoşgeldinizefendim.Καλημέρα σας και άντε να περάσει ο Αύγουστος να μας αδειάσετε τον τόπο.
- *Ο Δημήτρης Χατζηχαραλάμπους γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1969. Είναι απόστρατος Ταξίαρχος του Στρατού με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κλινική Ψυχολογία, τη Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων και την Εκπαιδευτική Πολιτική. Έχει ζήσει, λόγω της δουλειάς του, σε πολλές πόλεις σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ήταν Στρατιωτικός Ακόλουθος της Ελλάδας στην Άγκυρα από το 2015 έως το 2018.
- Μετά την αποστρατεία του αποφάσισε να ασχοληθεί με πράγματα που τον γοήτευαν πάντα ξεκινώντας μια καινούργια και διαφορετική πορεία, εντελώς αταίριαστη ίσως στα κλισέ του στρατιωτικού επαγγέλματος: συμμετείχε και διακρίθηκε σε αρκετούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, αρθρογραφεί σε ιστοσελίδες με σκωπτικό ύφος για θέματα επικαιρότητας ενώ γράφει και χρονογραφήματα.