Η Όλγα Χαραμή και ο Δημήτρης Τοσίδης βρέθηκαν στην Αγιάσο της Λέσβου και… άγιασε το στόμα τους! Και αν καταλάβαμε καλά αγαλίασε η ψυχή τους.
“Ανάθεμα τον αίτιο κι ας το ’χει αμαρτία, να χωριστούμε, αγάπη μου, χωρίς καμιά αιτία». Η βαθιά ζεστή φωνή της Μυρσίνης Κουτσκουδή αντιλαλεί στα σοκάκια, κάνοντας τους περαστικούς να σταματούν. Πόσο συγκινητικό να ακούς στον τόπο του αυτό το λατρεμένο τραγούδι, που λέγεται ότι γράφτηκε το 1930 από τον ΑγιασώτηΧριστόφα Κανιμά για το θεατρικό έργο Τι να τα κάνω τα καλά, το οποίο πρωτοπαίχτηκε στο Αναγνωστήριο Αγιάσου. Η Μυρσίνη έμαθε να τραγουδά και να παίζει μαντολίνο, κιθάρα και σαντούρι επίσης στο Αναγνωστήριο Αγιάσου, όπως σχεδόν όλα τα παιδιά του οικισμού (και όχι μόνο). Το διαχρονικό αυτό πολιτιστικό κύτταρο είναι η ψυχή του, κι αν δεν υπήρχε, ίσως να μιλούσαμε τώρα για ένα άλλο χωριό.
Μιλάμε όμως για την Αγιάσο του πνεύματος, του θεάτρου, του σαντουριού, του αδραμυτιανού αργού ζεϊμπέκικου και της ντοπιολαλιάς, που μιλιέται ακόμη με πάθος. Για την Αγιάσο της πλούσιας φύσης και του όρους Ολυμπος, των ανθρώπων με την καλλιτεχνική, παιχνιδιάρικη αλλά και «επαναστατική» φύση, που σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται, που όλοι ανεξαιρέτως σε προσφωνούν «μωρέλι μ’» και που οι περισσότερες λέξεις (όταν δεν είναι άγνωστες) καταλήγουν σε -έλι, όπως σε όλη τη Λέσβο βέβαια, λες και στάζουν τα πάντα μέλι.
Καρυδιές, καστανιές, κερασιές, μηλιές, αχλαδιές, πεύκα και μαυρόπευκα, ελιές και πλατάνια περιβάλλουν το χωριό των 2.500 κατοίκων. Μια οργιαστική βλάστηση στα πόδια του δεύτερου ψηλότερου βουνού της Λέσβου, του Ολύμπου (967 μ. υψόμετρο), που βέβαια στην κορυφή του φιλοξενεί κεραίες κινητής τηλεφωνίας. Κάθε εποχή, η Αγιάσος έχει κάτι να μαζέψει από τα δέντρα, κι εσύ μαζί που τριγυρνάς σε ένα παραμυθένιο σκηνικό κόβοντας αγιασώτικα αγριοκέρασα (μικρότερα αλλά πιο γλυκά), μήλα και κάστανα δίχως να σε εμποδίσει κανείς – μέχρι και βύσσινα βάλαμε στις τσέπες μας. Ρεματιές την περικυκλώνουν και τη δροσίζουν και ασκούν τα τελευταία χρόνια γοητεία στους περιπατητές. Μάλιστα, υπάρχει πλέον οργανωμένο πεζοπορικό δίκτυο και διοργανώνονται αγώνες ορεινού τρεξίματος και ποδηλάτου, ενώ έρχονται και πολλοί φυσιοδίφες, αφού γύρω από το χωριό ευδοκιμούν πολλά ενδημικά φυτά και σπάνιες ορχιδέες.
Χαίρονται οι ντόπιοι για όλα αυτά, αλλά εκείνων τα μυαλά είναι προσανατολισμένα στον πολιτισμό. Για τη μουσική τους μιλάνε, για τις εκδόσεις, τα θεατρικά που γράφονται ακόμη στο αγιασώτικο ιδίωμα και για το περίφημο καρναβάλι τους. Για το Αναγνωστήριο Αγιάσου «Η Ανάπτυξη», δηλαδή, που είναι πανταχού παρόν. Με αδιάλειπτη δράση εδώ και 130 χρόνια, κρατάει ακόμη ψηλά το πνευματικό επίπεδο του χωριού. Με μια σπουδαία βιβλιοθήκη που αριθμεί 25.000 τόμους, οι οποίοι περιλαμβάνουν από παμπάλαιες φιλολογικές εκδόσεις μέχρι θεατρική βιβλιοθήκη του 19ου αιώνα και εκδόσεις Αγιασωτών και Λέσβιων συγγραφέων, με φημισμένη, διαχρονικά υπερδραστήρια θεατρική σκηνή, τρία τμήματα υποκριτικής αλλά και θέατρο 300 θέσεων με βεστιάριο και ηλεκτροκινούμενη αυλαία, το οποίο από τη δεκαετία του 1960 ανέβαζε οπερέτες (δυστυχώς, έχει παροπλιστεί από το 2017 λόγω κατάρρευσης της οροφής του από το χιόνι και αναμένεται η επισκευή του). Το Αναγνωστήριο έχει επίσης τμήμα παραδοσιακών χορών, όπου χορεύουν μαζί πιτσιρίκια και οι 80χρονοι παππούδες τους, και μουσικό τμήμα όπου διδάσκονται αυτή τη στιγμή κιθάρα, τζουράς, μπαγλαμάς και κυρίως σαντούρι. Τα Αγιασώτικα Σαντούρια φημίζονται σαν σχήμα, αφού εδώ και είκοσι χρόνια η εκάστοτε ομάδα μαθητών παίζει οργανωμένα σε ποικίλες εκδηλώσεις της Λέσβου και της Ελλάδας, ενώ παράλληλα αποτελεί μοναδικό φαινόμενο να ακούς δέκα σαντούρια συγχρονισμένα στον ίδιο σκοπό.
Δάσκαλός τους ο θρυλικός μουσικός Κώστας Ζαφειρίου, γνωστός ως Καζίνο. Ονομαστή αγιασώτικη μουσική οικογένεια τα Καζίνα, όπως και οι Ροδανοί και οι Σουσαμλήδες, διατήρησαν ζωντανή και χωρίς προσμείξεις τη μουσική παράδοση του χωριού, που αντλεί τις καταβολές της από τη Μικρασία. Μάλιστα, το Αναγνωστήριο, τις δεκαετίες 1950-60, ηχογράφησε τους παλιούς σκοπούς σε μπομπίνες, οι οποίες χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα από τους ερευνητές.
Γνώση διαμοιράζει ανέκαθεν το Αναγνωστήριο και με αυτόν τον σκοπό ιδρύθηκε το 1894, όταν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο οξύνους οπλοποιός Ηρακλής Νταρέλης πήρε την πρωτοβουλία να μορφώσει και να ακονίσει τα μυαλά των Αγιασωτών, στο πλαίσιο του οράματος της απελευθέρωσης. Τόσο μπροστά! Εξίσου μπροστά βρέθηκε βέβαια το Αναγνωστήριο και στα χρόνια της προσφυγικής κρίσης, όταν σύσσωμη η ομάδα με τα σαντούρια έπαιζε μουσική στα camp, ενώ στο πλούσιο μουσείο και στη βιβλιοθήκη του περνούσαν τις ώρες τους οι πρόσφυγες και κυρίως τα ασυνόδευτα ανήλικα, που κατοικούσαν σε κτίριο του χωριού.
«Ω Παναγιά Αγιασώτισσα»
Παλιά καλντερίμια (ντουσεμέδες), ζωηρές πλατείες, πολύχρωμες γλάστρες στους δρόμους, φροντισμένα χαμηλά σπίτια αλλά και γοητευτικά αρχοντικά με μικρασιατικές επιρροές. Το χωριό είναι πράγματι πανέμορφο. Παραδοσιακός οικισμός από το 1978, με στενομέτωπα οικήματα, κολλητά το ένα με το άλλο, φτιαγμένα από πέτρα και ξύλο, με σαχνισιά, οροφογραφίες, αρκετά παράθυρα και μπαλκόνια, ελλείψει αυλών.
Ολη η Αγιάσος είναι χτισμένη ακτινωτά και ελαφρώς αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 400-500 μ. «Φαντάσου ένα αρχαίο θέατρο. Στην ορχήστρα βρίσκεται η Παναγία και γύρω όλα τα άλλα», μας λέει ο πρόεδρος του Αναγνωστηρίου, Κλεάνθης Κορομηλάς. Χάρη σε αυτήν υπάρχει το χωριό και από εκείνη πήρε την ονομασία του – παραφθορά της Αγίας Σιών. «Ω Παναγιά Αγιασώτισσα, και Παναγιά απ’ τη Λιότα, και Παναγιά Πετριγιανή, και ποια να κράξω πρώτα», μας τραγουδά ο Παναγιώτης Σκορδάς, αντιπρόεδρος του Αναγνωστηρίου, καθώς μας ξεναγεί στο χωριό και στο σπίτι του, ένα υπέροχο αρχοντικό του 1895, το οποίο αποτύπωσε σε πίνακά του το 1925 ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς. «Την εικόνα της Αγίας Σιών έφερε στη Λέσβο ο Αγάθων ο Εφέσιος τον 8ο αιώνα και κρύφτηκε μαζί της, λόγω Εικονομαχίας, στην πυκνή βλάστηση του Ολύμπου. Κόσμος άρχισε να επισκέπτεται τη σκήτη και σιγά σιγά δημιουργήθηκε μοναστήρι. Στους επόμενους αιώνες, το σημείο εξελίχθηκε σε μεγάλο προσκύνημα», διευκρινίζει ο Σκορδάς.
Ο πρώτος ναός χτίστηκε το 1170, ο δεύτερος το 1812, αλλά κάηκε ολοσχερώς και μαζί του υπέστη μεγάλη καταστροφή η εικόνα. Οπως μας ενημερώνει ο πατέρας Νικόλαος Φραντζής, η σημερινή εκκλησία χτίστηκε το 1815 σε πολύ μεγαλύτερο μέγεθος από την προηγούμενη (κάτι που απαγορευόταν επί Τουρκοκρατίας) χάρη σε τέχνασμα των πονηρών Αγιασωτών: «Διοργάνωσαν πανηγύρι, μέθυσαν τους Τούρκους και πήγαν και τράβηξαν τα σκοινιά που όριζαν την έκτασή της. Ο σουλτάνος το κατάλαβε αφού χτίστηκε, αλλά δεν τους τιμώρησε, καθώς η Παναγία είχε σώσει την κόρη του από ασθένεια. Γι’ αυτό και είχε ήδη απαλλάξει το μοναστήρι από φόρους και μαζί όσα σπίτια ή μαγαζιά ήταν χτισμένα πέριξ του ναού». Για τον ίδιο λόγο η Αγιάσος είναι χτισμένη στριμωχτά γύρω από τον ναό και συγκέντρωσε από τον 18ο αιώνα τεχνίτες όλων των ειδικοτήτων, για να εξελιχθεί σε μεγάλο οικονομικό και βιοτεχνικό κέντρο του νησιού. Βυρσοδεψεία, σαμαράδικα, σαπουνάδικα, αγγειοπλαστεία, μαχαιράδικα, δεκάδες υλοτόμοι και κυρίως εργαστήρια ελαιόπανων που τροφοδοτούσαν όλη την Ελλάδα απολάμβαναν της φοροαπαλλαγής του σουλτάνου και παρέμειναν στο χωριό και μετά την απελευθέρωση. Η εμπορική κίνηση συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1980, παρότι ήδη από το 1950-60 οι Αγιασώτες πήραν τον δρόμο της μετανάστευσης. «Οσοι έμειναν ασχολήθηκαν με τα δέντρα. Βγάζαμε τα πάντα, μέχρι τη Θεσσαλία τροφοδοτούσαμε με αχλάδια και κάστανα, έφευγαν τα καΐκια φορτωμένα», θυμάται ο Κορομηλάς.
Σήμερα, τις τέχνες εκπροσωπούν ο ξυλογλύπτης Μπάμπης Καμαρός, που συνεχίζει το έργο του ομότεχνου πατέρα του (την υπογραφή του οποίου φέρει ο ξύλινος πολυέλαιος στην Παναγία), δημιουργώντας έπιπλα και καλόγουστα διακοσμητικά αντικείμενα, και ο κεραμίστας Δημήτρης Χατζηγιάννης, τέταρτη γενιά αγγειοπλάστης με καταγωγή από το Τσανάκαλε. Οι Χατζηγιάννηδες εγκαταστάθηκαν το 1911 στην Αγιάσο, εξελίσσοντας μια ολοδική τους τεχνοτροπία, που τους κάνει να ξεχωρίζουν στον χώρο της κεραμικής και τους ανάγει συνάμα σε γλύπτες και ζωγράφους.
Αρκετά μαγαζάκια θα βρείτε ακόμη για ψώνια, και καλόγουστα και κιτς, ωστόσο σίγουρα την προσοχή σας θα τραβήξει η Στρατούλα Τούρβαλη, με το κατάστημα δώρων στην είσοδο του χωριού. Πετάει αγιασώτικα «στιχέλια» στους περαστικούς, που ειδικά όταν είναι ξένοι γελάνε αμήχανα: «Ποιος αγέρας σι χτινίζ’, αγιασώτκου κουπιλούδ’/ ποιος ζουγράφους σι πλουμίζ’ σα τ’ αμύριστου λουλούδ’;».
Αγνωστες λέξεις
Πιτσιρίκια παίζουν στους δρόμους –πάνω από 200 παιδιά έχει το χωριό–, τουρίστες χαζεύουν με θαυμασμό τα σπίτια, καταστηματάρχες πειράζουν ο ένας τον άλλον. Στα ωραία καφενεία μάς σερβίρουν το τοπικό καϊνάρι, ένα ιδιαίτερο ρόφημα με 15 μπαχαρικά, μας δείχνουν παλιές φωτογραφίες, μας παρακινούν να δοκιμάσουμε τον αγιασώτικο χαλβά σε μπουκίτσες που πωλούν οι πλανόδιοι και την πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα που φτιάχνει ο φούρνος όλο τον χρόνο και περιέχει μυζήθρα και μπαχαρικά. Κάποια στιγμή ξεχνιούνται και αρχίζουν να μιλούν μεταξύ τους. Τότε καταλαβαίνουμε ότι ούτε το αγιασώτικο λεξικό 550 σελίδων που μας χάρισαν από το Αναγνωστήριο δεν μας σώζει. «Το αγιασώτικο ιδίωμα ανήκει στη λεσβιακή διάλεκτο, αλλά εμφανίζει ιδιαιτερότητες, οι οποίες όμως το πιθανότερο είναι ότι απλώς έχουν εξαφανιστεί από τα άλλα μέρη του νησιού, όχι ότι δεν υπήρξαν ποτέ. Αντίστοιχες ιδιαιτερότητες εμφανίζει και το ιδίωμα του Πλωμαρίου, του Μεσότοπου, της Αγρας και της Ερεσού. Τυχαίνει βέβαια κάποιες λέξεις να μην είναι κατανοητές από χωριό σε χωριό», μας λέει η Αγγελική Ράλλη, ομότιμη καθηγήτρια γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών και μέλος της Ακαδημίας της Ευρώπης, με καταγωγή από τη Λέσβο. Η ίδια έχει συγγράψει και τον «Διαλεκτικό Άτλαντα Λέσβου», τον οποίο αξίζει να εξερευνήσετε διαδικτυακά (angelaralli.gr).
Οι διαφορές στο ιδίωμα της Αγιάσου είναι φωνολογικές, μορφολογικές και στο λεξιλόγιο, ωστόσο δεν φαίνεται τελικά να είναι μοναδικές στη Λέσβο, η διάλεκτος της οποίας έχει έτσι κι αλλιώς αρχαϊκά, ιταλορωμανικά (από την εποχή των Γενοβέζων) και τουρκικά στοιχεία. «Αν κάτι διαφοροποιεί πιο έντονα την Αγιάσο, είναι η έλλειψη του οριστικού άρθρου μπροστά από τα κύρια ονόματα. Σε άλλα χωριά του νησιού βάζουν μεν άρθρο αλλά μόνο θηλυκό, ακόμα και στα αντρικά ονόματα», λέει η γλωσσολόγος και μας εξηγεί ότι αυτό που στην πραγματικότητα κάνει το αγιασώτικο ιδίωμα να ξεχωρίζει πλέον είναι ότι παραμένει ζωντανό και μιλιέται ακόμη και από τις νέες γενιές, και μάλιστα με περηφάνια. Το βλέπουμε γύρω μας. Ακόμα και νέοι ή και παιδιά ξεστομίζουν αγιασώτικες λέξεις όπως «γιαγνίς» (με τουρκική προέλευση, σημαίνει λάθος), «έγιουσους» (με μεσαιωνική προέλευση, σημαίνει τόσο ή όσο), «δανά» (με ελληνιστική προέλευση, σημαίνει τώρα) και μας κάνουν να κοιτάμε καχύποπτα – είναι και πειραχτήρια οι Αγιασώτες, μήπως μας κοροϊδεύουν;
Θα μας λύσουν όλες τις απορίες οι κυράδες που βγαίνουν τα απογεύματα στο δρομάκι, στο καφενείο τους όπως λένε, μέχρι να αρχίσει η «Γη της ελιάς», κι έπειτα θα μας στείλουν στο Σταυρί, λίγο παραπάνω. Στο ψηλότερο σημείο του χωριού, το σταυροδρόμι όπου χωρίζονταν οι δρόμοι των χωριανών όταν έφευγαν τα πρωινά για τα χωράφια. Γεμάτο καφενεία κάποτε, με το ονομαστό «Παπέλ’» να έχει απομείνει μόνο πια, σε μια προνομιακή θέση σαν μεγάλη αγκαλιά. Με τον άξιο Βασίλη Βίγλατζη να φέρνει πεντανόστιμους μεζέδες, ούζα και γλυκά χαμόγελα, τα παππούδια να κάνουν τους διερμηνείς των πινακίδων που είναι αναρτημένες σε ντοπιολαλιά, τις παρέες να συνομιλούν μεταξύ τους από τα διπλανά τραπέζια σαν να γνωρίζονται χρόνια και τα χείλη να σιγοψιθυρίζουν τι άλλο; Αγιασώτικο τραγούδι: «Στου Σταυρί, στου Σταυρί θ’ ανταμωθούμι, τα παρά, τα παράπονα να πούμι».