Μια γιορτινή ιστορία
Την έβλεπε κάθε φορά, που πήγαινε στο σπίτι της μάνας της, σχεδόν πάντα στην ίδια θέση, πίσω από τη μισοτραβηγμένη κουρτίνα στο παράθυρο του ισογείου. Στο στενό δρομάκι της Κουλμπάρας, εκεί που τα παλιά σπίτια παρέμεναν πεισματικά κολλημένα σαν σιαμαία αδελφάκια το ένα δίπλα στο άλλο και από τις δυο πλευρές του πλακόστρωτου. Εδώ που η γειτονιά κάποτε ήταν αξία και οι γείτονες, ανάσαιναν, μοχθούσαν και αγκομαχούσαν παρέα, εδώ που όλοι κάποτε τους ήξεραν όλους και τώρα κανείς σχεδόν δεν γνωρίζει κανέναν.
Αν και αυτό ήταν το πατρικό της, δεν την γνώριζε τη γριά γειτόνισσα. Στο σπίτι αυτό έμεναν άλλοι παλιά, το είχε φαίνεται νοικιασμένο κι ήρθε μετέπειτα σαν γέρασε να μείνει, στο παλιό διώροφο που γερνούσε γρηγορότερα και από εκείνη.
Εκεί λοιπόν στην ίδια πάντα θέση, πίσω από την κουρτίνα, πρωί και απόγευμα, εκεί πακτωμένη θα την έβρισκες ανελλιπώς. Λες και δεν καταλάβαινε ή δεν ήθελε να καταλάβει πως την έβλεπαν κι οι απέξω, την περίεργη και κουτσομπόλα, να κοιτά με τα εξεταστικά γέρικα μάτια της, τους περαστικούς, τους γείτονες, όλους τέλος πάντων.
Δεν της ήταν εύκολο να παρατηρήσει το πρόσωπο και το βλέμμα της, αλλά μια φορά που φαίνεται ξεχάστηκε και φάνηκε η μούρη της λιγάκι παραπάνω της φάνηκε περισσότερο αντιπαθητική. Μια άλλη πάλι φορά που την πέτυχε στην πόρτα κι έκανε δήθεν τυχαία να πλησιάσει, μάλλον θα την πήρε είδηση, γιατί βιάστηκε και την έκλεισε πίσω της με πάταγο, αχώνευτος άνθρωπος.
Ρώτησε τη μάνα της να της πει, ποια είναι, από που κρατάει η σκούφια της; Η πόλη είναι μικρή και οι γειτονιές μικρότερες όλο και κάτι θα είχε ακούσει, αν κι εκείνη ήταν κλεισμένη χρόνια στο σπίτι με κινητικά προβλήματα. Δυστυχώς δεν ήξερε πολλά, ελάχιστες πληροφορίες. Δεν είχε καιρό που ήρθε από το εξωτερικό, Αμερική, Αυστραλία ποιος ξέρει; Λιγομίλητη και μοναχική, σπάνια ή σχεδόν ποτέ δεν έβγαινε από το σπίτι, ακόμα και τα ψώνια της τα έφερναν, ένα μυστήριο.
Εν πάση περιπτώσει, ότι ήθελε ας ήταν για τον εαυτό της, λογαριασμό δεν ήταν υποχρεωμένη να δώσει σε κανέναν, αλλά δεν ήταν απαραίτητο και να ξεροσταλιάζει πίσω από την κουρτίνα και να παρατηρεί εξονυχιστικά τους διερχόμενους ανθρώπους.
Εντάξει, δεν είναι να πεις πως θα την απασχολούσε κιόλας μια περίεργη παλιόγρια στη γειτονιά του πατρικού της, εκείνη είχε ένα σωρό άλλα σπουδαία να ασχοληθεί. Μονάχα κάθε φορά που πήγαινε την ξανάβλεπε, το θυμόταν και αισθανόταν μια ανεξήγητη απέχθεια, για αυτό και της γυρνούσε επιδεικτικά την πλάτη. Ίσως επειδή την ενοχλούσαν πολύ οι άνθρωποι αυτοί που δεν κοιτούν τη δουλειά τους, τον εαυτό τους, το σπίτι τους, αλλά τους αρέσει και το κάνουν σχεδόν τρόπο ζωής, να ασχολούνται με το τι κάνουν οι άλλοι, να κουτσομπολεύουν, να σχολιάζουν με κακία, χωρίς μάλιστα συνήθως να γνωρίζουν.
Πρωί παραμονής Χριστουγέννων. Σηκώθηκε νωρίς κι ήπιε καφέ με την ησυχία της. Ντύθηκε και στολίστηκε όπως αρμόζει η μέρα κι ύστερα πετάχτηκε στο κοντινό ζαχαροπλαστείο της αγοράς. Αγόρασε μισό κιλό φοινίκια και κουραμπιέδες σε μια όμορφη πιατέλα. Έτσι έκανε κάθε χρόνο, ήταν πια συνήθεια ετών να πηγαίνει με γλυκά στο πατρικό, ακόμα κι όταν ζούσε ο πατέρας.
Σαν κόντευε στην πόρτα, ψάχνοντας τα κλειδιά, το μάτι της έπεσε άλλη μια φορά στη γνωστή κουρτίνα του ισογείου. Η φιγούρα και πάλι εκεί, αμετακίνητη σαν άγαλμα, ριζωμένη βαθιά κι απόκοσμα. Δεν μπορεί να καταλάβει τι ήταν αυτό που την ώθησε, ήταν το πνεύμα της μέρας, η αυξημένη της περιέργεια ή μήπως αυτή η ρημάδα η κατάθλιψη κι η μοναξιά που της χτυπούσαν την πόρτα τα τελευταία βράδια.
Χτύπησε λοιπόν κι αυτή την πόρτα του ξένου σπιτιού σαν σε όνειρο, κι όταν το μετάνιωσε ήταν πια αργά, ακούγονταν τα βήματα της γριάς να πλησιάζουν.
- Ποιος είναι;
- Είμαι η Ελένη, η κόρη της γειτόνισσάς σας, της κυρίας Μαρίας. Είπα να σας φέρω μερικά φοινίκια, μέρα που είναι για το καλό.
Τι το ‘θέλε τώρα; Ανάγκη ήταν; Ανάθεμα τις ηλίθιες παρορμήσεις της και τις παλαβές της σκέψεις. Η ξύλινη πόρτα άνοιξε και η γριά γυναίκα στάθηκε βαστώντας ένα μπαστούνι.
- Πέρασε κορούλα μου, έλα να σε κεράσω, σε ευχαριστώ.
Μπήκε επιφυλακτικά, άφησε το δίσκο πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και συμμαζεύτηκε στην άκρη του καναπέ παρατηρώντας.
Κι ύστερα η γριά της συστήθηκε, της είπε πως τη λένε Μαίρη, πως μεγάλωσε από μικρή στον Καναδά, πως εκεί δούλεψε κι εκεί πήρε σύνταξη, πως ποτέ της δεν είχε σκοπό να γυρίσει και να μείνει στον τόπο καταγωγής της τη Μυτιλήνη, ειδικότερα σ’ αυτό το σπίτι που είχε κληρονομήσει χωρίς να το θέλει από το θείο της που έμεινε άκληρος. Όμως πριν από τρία χρόνια, τέτοιες μέρες, Χριστούγεννα έχασε το γιο της, μοναχοπαίδι, σε αυτοκινητιστικό στο Τορόντο και η χώρα δεν τη σήκωνε άλλο, δεν μπορούσε να μείνει, δεν ήθελε να θυμάται. Έτσι κατέληξε εκεί, μόνη, χωρίς συγγενείς, κολλημένη σε ένα παράθυρο, να κοιτά χωρίς να βλέπει πραγματικά, να θέλει να ξεχάσει αλλά να θυμάται. Και κατέληξε:
- Κόρη μου, όλη μέρα τη βγάζω σε αυτή την καρέκλα, δε βλέπω σχεδόν καθόλου μακριά αλλά τουλάχιστον έχει φως, το μισώ το σκοτάδι. Σε έπρηξα με τη φλυαρία, να με συγχωρείς, είναι που έχω μήνες να μιλήσω με άνθρωπο. Σε ευχαριστώ πολύ Χαρούμενα Χριστούγεννα.
- Χαρούμενα Χριστούγεννα κυρία Μαίρη.
Έφυγε να προλάβει, να πάρει άλλο δίσκο φοινίκια και κουραμπιέδες για τη μάνα της και στο δρόμο τα μάτια της έτρεχαν αναίτια, χαζοί συναισθηματισμοί χρονιάρες μέρες. Σκεφτόταν κι ήθελε να σταματήσει να το σκέφτεται αλλά της ήταν αδύνατο, πόσες ακόμα πόρτες θα μείνουν αχτύπητες αυτές τις γιορτές. Ήθελε να τις μάθει και να της χτυπήσει όλες, αλλά ήξερε πως δεν μπορούσε και για αυτό τα μάτια της έτρεχαν.
Για όλες αυτές τις πόρτες που κανείς δεν θα τις χτυπήσει αυτά τα Χριστούγεννα ας κυλήσει ένα μονάχα δάκρυ μήπως και ο κόσμος μας γίνει καλύτερος.