Γράφει ο Dirk Schaelicke
Μια κριτική «εκ των έσω» γράφει ο ερασιτέχνης ηθοποιός και μέλος της ομάδας ΘΟΜ «Οι Άστεγοι» Dirk Schaelicke, μετά την πολύ καλή παράσταση που απολαύσαμε πριν μερικές ημέρες στο Δημοτικό θέατρο της πόλης.
Το «ΒΕΝΤ», του Martin Sherman μας άφησε όλους με μια πικρία για τον απάνθρωπο παραλογισμό της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα όμως μας άφησε και μια ελπίδα για το ότι η αγάπη ακόμη και αν καταλήγει στο θάνατο είναι πιο δυνατή και από τον χρόνο.
Ναι, σωστό. Το Bent δεν θα φύγει τόσο εύκολα από τη ζωή μας. Με την διπλή έννοια.
Ωστόσο, ακόμη και αν είχα σκοπό να το κάνω, ας μου επιτρέψετε τώρα να σας προσφέρω κάποιες σκέψεις μήπως και καταφέρω να κλείσω έστω και προσωρινά ένα κεφάλαιο στη ζωή μου προκειμένου να αποκτήσω ξανά την ηρεμία μέσα μου. Βερολίνο 1934, η παγκόσμια πόλη των ομοφυλοφίλων. Ένα ζευγάρι δύο αντρών. Η λάμψη της εποχής ξεκινάει να πέφτει με την έναρξη της παράστασης, μία λάμψη που στη συνέχεια κυριολεκτικά καταπατιέται. Το θεατρικό χωρίζεται σε δύο μέρη – την έντονη ζωή στο Βερολίνο μέχρι την σύλληψη και μεταφορά στο Dachau και του χρόνου της απώλειας της ταυτότητας του κεντρικού Ήρωα στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης.
«Οι μόνοι μη φυσιολογικοί άνθρωποι είναι εκείνοι που δεν αγαπούν κανέναν»
Rita Mae Brown.
Η θέληση για ζωή υπερκαλύπτει τον ίδιο τον εαυτό. Ωστόσο, η συνάντηση με έναν άλλον άνθρωπο, που αντέχει την ταπείνωση με υπερηφάνεια και πείσμα, τον φέρνει πίσω στην ανθρωπιά και τη στοργή. Τον κάνει να νιώσει τι σημαίνει να αγαπήσεις έναν άλλον άνθρωπο. Μία αγάπη μέσα στο πιο απάνθρωπο μέρος. Εκεί που οι Ναζί συγκέντρωναν τα αποβράσματα της κοινωνίας, αυτούς στους οποίους είχαν στερήσει το δικαίωμα της ύπαρξης. Θα ήταν τόσο απλό να πούμε ότι ο συγγραφέας ήθελε να αποτυπώσει την τύχη των ομοφυλοφίλων κάτω από την ναζιστική δικτατορία.
Και για να το κάνει αυτό, μας μεταφέρει στο πλέον σκληρό περιβάλλον που μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους – στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας. Όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ντοκιμαντέρ που μας δείχνει πως ο Ναζισμός έπραξε συστηματικά εγκλήματα ενάντια σε μία ορισμένη ομάδα ανθρώπων. Διότι ξανά και ξανά στην μεταπολεμική ιστορία, οι κοινωνίες στις οποίες γίνονται διακρίσεις, που δεν είναι ανοιχτές στην διαφορετικότητα, εξελίσσονται σε απόλυτα συστήματα. Και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μπορεί μία μάζα ανθρώπων -όπως ο καθένας που δεν υποκύπτει και λυγίζει- να σπρώχνεται στο περιθώριο, να διώκεται, και στην πιο ακραία έκδοση να σκοτώνεται. Είναι για τους ομοφυλόφιλους. Ναι, αυτό είναι το προφανές. Είναι όμως πολύ παραπάνω. Είναι για όλους εκείνους τους περιφερειακούς που παλεύουν καθημερινά να νιώθουν μέλη της υπαρκτής κοινωνίας. Είναι για εκείνους που κάθε πρωί κάνουν την υπέρβαση να φέρονται σαν κάτι το οποίο δεν είναι. Είναι για τους bent ανθρώπους. Που φτάνουν μέχρι το σημείο άρνησης του εαυτού τους. Αναγκασμένοι από τις εξωτερικές συνθήκες που τους επιβάλλουν οι συνάνθρωποι γύρω τους.
Μια εσωτερική πάλη για περηφάνια, ηθική και αγάπη. Που φτάνει μέχρι και την απλή επιβίωση. Το μόνο και ουσιαστικό της ύπαρξης – να ζεις την ζωή που σου έχει δοθεί. Τι πιο απλό. Να είσαι ο εαυτός σου. «Κάναμε έρωτα. Δεν μπορούν να μας σκοτώσουν πια. Είμαστε άνθρωποι!». Στρατόπεδο συγκέντρωσης ως απεικόνιση του σήμερα;Ο συγγραφέας στο έργο του Bent τολμάει την μεταφορά επίκαιρης πραγματικότητας σε συνθήκες extreme. Ένα κείμενο, που σε πολλά σημεία περπατάει επάνω σε λεπτές ισορροπίες. Ένα κείμενο που χρησιμοποιεί γνωστά κλισέ, λακωνικούς διαλόγους και σοκαριστικά εφέ. Ένα δύσκολο αντικείμενο ως έργο, που χρειάζεται, προκειμένου να μην έρθει σε σημείο κινδύνου να γλιστρήσει σε ελαφρό-κωμικές καταστάσεις, ένα απαιτητικό κοινό και δυνατές ερμηνείες. Η παραγωγή των «Αστέγων» σε τούτη την χρονική στιγμή στο νησί της Λέσβου γεννάει επίσης εύλογα το ερώτημα: Οι πρόσφυγες ως Εβραίοι και Ομοφυλόφιλοι του σήμερα; Προσωπικά δεν θα ήθελα να προσπαθήσω να τραβήξω παράλληλες μεταξύ των Ναζιστικών Στρατοπέδων και του πόνου των χιλιάδων μεταναστών σήμερα. Όπως λέει και ο ίδιος o Sherman «Τίποτε δεν είναι ποτέ ακριβώς το ίδιο.» Είναι ιστορική υποχρέωση ενάντια στη λήθη: όσο κακό μας φαίνεται η σημερινή επικαιρότητα και εκείνα που συμβαίνουν γύρω μας, το να προσπαθείς να μεταφέρεις στο σήμερα τον παραλογισμό, την φρίκη και το ανθρώπινο αδιέξοδο των ναζιστικών στρατοπέδων – είναι κάτι ανέφικτο. Αυτός ο κόσμος του 1934 και ο σημερινός κόσμος, είναι αντίθεση κόσμων όπως μεταξύ κόλασης και σωτηρίας, μεταξύ θανάτου και ζωής.
Και ας μου επιτραπεί κάτι προσωπικό σε αυτό το σημείο. Αισθάνομαι πάντα, ως απόγονος αυτών των μορφωμάτων που διέπραξαν αυτά τα …. εγκλήματα ενάντια της ανθρωπότητας, ότι κουβαλάω ένα ιδιαίτερο βάρος λόγω της καταγωγής μου. Και αυτό είναι καλό έτσι! Είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ο γερμανικός λαός του σήμερα θα διαφυλάξει κάτι πολύτιμο που απέκτησε η Γερμανία μετά το 1945: και αυτό είναι η κουλτούρα της ανάμνησης. Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ με λεπτομέρεια στην παράσταση,στους συντελεστές ή ηθοποιούς της . Και αυτό διότι έζησα τις παραστάσεις «από μέσα». Αλλά, κάνοντας μία σύντομη αναφορά στους τρεις κεντρικούς ήρωες Χορστ, Ρούντυ, και Μαξ, και στην ενσάρκωση από τους αντίστοιχους ηθοποιούς, μόνο λίγες λέξεις θα ήθελα να προσθέσω . Περιμένω ανυπόμονα μία νέα ερμηνεία από τον Σταμάτη Γιαννάκη, ο οποίος πράγματι άφησε το στίγμα του στο έργο. Και κάτι τελευταίο και σημαντικό. Δεν νιώθω να είναι υπερβολή να ευχαριστήσω εκ μέρος όλης της ομάδας την Αφροδίτη Καντσά. Το «Ευχαριστώ» για την ψυχή που έδωσε για να γίνει αυτή η παράσταση στην Μυτιλήνη. Ένα «Ευχαριστώ» για την ευκαιρία που έδωσε σε όλους τους συντελεστές – να συμμετέχουμε στο μεγάλο ταξίδι της. Στην μεγάλη προσπάθεια της. Και νιώθω πως δικαιώθηκε για αυτήν.