Search

Η τρυφερή ιστορία της G, το success story του Hamza Nabil και η κυρία Ιωάννα

Τη χρονιά που μας πέρασε σταθήκαμε σε κάποιες ιστορίες επιτυχίας ή σε κάποια γεγονότα που μας έδωσαν ελπίδα. Ανάμεσά τους αυτές όπου πρόσφυγες και μετανάστες που ήρθαν στην χώρα μας αναζητώντας μια καλύτερη τύχη από εκείνη της φτώχειας και του πολέμου κατάφεραν να πετύχουν τους στόχους τους και μέσα από την ανθρωπιά τους και τη ζεστασιά τους έκαναν τον κόσμο μας καλύτερο. Η ιστορία της Shaimaa που άνοιξε το δικό της εστιατόριο στη Θεσσαλονίκη, του Ματίν από το Αφγανιστάν που ονειρεύεται να γίνει γιατρός, ο Χάμζα που άνοιξε τη δική του επιχείρηση στην Ελλάδα αλλά και αυτή της κυρίας Ιωάννας που χωρίς τη δική της αγάπη και φροντίδα δεν θα γύριζε ο τροχός. Ο τροχός της αγάπης και της αλληλεγγύης που δίνει ελπίδα και δύναμη ώστε αυτοί οι άνθρωποι να κάνουν το ακατόρθωτο.

Η ιστορία της G.

«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήθελα έναν σκύλο. Δυστυχώς, η ζωή μου δεν μου επέτρεπε να τον αποκτήσω. Έχασα τον πατέρα μου από καρκίνο. Λίγες μέρες αργότερα, καθόμουν στο σπίτι με τη μητέρα μου όταν χτύπησε η πόρτα. Ένας κύριος έφερε στην πόρτα μας ένα κουτάβι μέσα σε ένα χαρτόκουτο. Ξαφνιάστηκα. Η μητέρα μου έτρεξε στην πόρτα, με κοίταξε με δακρυσμένα μάτια και μου είπε ότι το κουτάβι είναι το τελευταίο δώρο του πατέρα μου.

Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τη σκυλίτσα μου. Δεν μπορώ να ζήσω μακριά της. Μέσα στα μάτια της βλέπω τον ίδιο τον πατέρα μου. Είναι πάντοτε εκεί, η παρηγοριά μου, η συντροφιά μου, η δύναμή μου».

Η G. αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα της τη Συρία εν μέσω πολέμου, αλλά δεν σκέφτηκε λεπτό να κάνει το ταξίδι του ξεριζωμού χωρίς την καλύτερή της φίλη. Όταν τη συναντήσαμε λίγες μέρες αφού είχε περάσει στην Ελλάδα αναζητώντας ασφάλεια, μας εξήγησε ότι η μικρή της συνοδοιπόρος υπήρξε το πιο φωτεινό χρώμα σε μία σκοτεινή περίοδο της ζωής της.

Μπορούν οι πρόσφυγες να γίνουν επιχειρηματίες στην Ελλάδα; Στην προσπάθειά τους να ξαναχτίσουν τη ζωή τους, οι άνθρωποι που έφτασαν στην Ελλάδα αναζητώντας ασφάλεια, προσπαθούν να βρουν μια αξιοπρεπή εργασία ή ακόμα και να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση αξιοποιώντας τις γνώσεις και τα ταλέντα τους. Ωστόσο, τα εμπόδια που συναντούν είναι πολλά.  

Ο Hamza Nabil γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ιράκ. Ζούσε μια ήσυχη ζωή, που ανατράπηκε, όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 2014. Ήταν μόλις 17 ετών, όταν πήρε την απόφαση να φύγει από το Ιράκ για να αναζητήσει ασφάλεια. Τον Οκτώβριο του 2017 έφτασε στη Χίο και δέκα μήνες αργότερα, αναγνωρισμένος πρόσφυγας πλέον, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα.  

Σήμερα ο Hamza με την κατάλληλη υποστήριξη του προγράμματος επιχειρηματικότητας για πρόσφυγες «Ready4Business», που υλοποιεί η ΜΕΤΑδραση σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία, έχει δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση στην Ελλάδα. Ο πρώτος καιρός ήταν γεμάτος προκλήσεις. Ο Hamza ήταν μόνος σε μια μεγαλούπολη, χωρίς φίλους και συγγενείς και χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα. Για να νιώσει καλύτερα, άρχισε να δημιουργεί περιεχόμενο στα social media για θέματα ομορφιάς. Με το πάθος και την αγάπη του γι’ αυτό που κάνει, κατάφερε να κατακτήσει το κοινό και πλέον έχει σχεδόν μισό εκατομμύριο ακόλουθους παγκοσμίως.  

Έχοντας την πεποίθηση ότι όλοι αξίζουν πρόσβαση στην αυτοφροντίδα ο Hamza προχώρησε στην επόμενη ιδέα: να φτιάξει τη δική του σειρά φυσικών προϊόντων περιποίησης.  

«Όλα τα εμπόδια και οι δυσκολίες που αντιμετώπισα στο ταξίδι μου με έχουν διαμορφώσει στον άνθρωπο που είμαι σήμερα και συνδέονται με τη φιλοσοφία της επιχείρησής μου.  Τα προϊόντα μου απευθύνονται σε άνδρες και γυναίκες που αγαπούν να φροντίζουν τον εαυτό τους. Είναι vegan, χωρίς χημικά και άρωμα και δεν έχουν δοκιμαστεί σε ζώα. Παραπέμπουν στη φυσική ομορφιά», εξηγεί ο Hamza.  

Η αρχή έγινε με μια δοκιμαστική παρτίδα προϊόντων περιποίησης προσώπου στο Ιράκ, η οποία είχε τεράστια αποδοχή. Αυτό οδήγησε τον Hamza στην απόφαση να ιδρύσει την εταιρεία του «Hamza Skin by Hamza Nabil» με έδρα στην Ελλάδα και στόχο να αποκτήσει πελάτες σε όλο τον κόσμο.  

Η γραφειοκρατία, οι διακρίσεις, η αδυναμία κατανόησης της ελληνικής γλώσσας, η έλλειψη ενημέρωσης ήταν λίγες μόνο από τις προκλήσεις που βρήκε μπροστά του.  Όταν το δάνειο που ζήτησε από τράπεζα δεν εγκρίθηκε, απογοητεύτηκε, αλλά και πείσμωσε την ίδια στιγμή.  

Θέλω τα παιδιά να νιώσουν χαρά με τα χρώματα των κασκόλ μου», λέει η κυρία Ιωάννα Ματσούκα, 93 ετών, από το διαμέρισμά της στην Αθήνα όπου τα πολύχρωμα πλεκτά και οι χειροτεχνίες της γεμίζουν κάθε γωνιά.

Από τότε που ήταν μικρή, μεγαλώνοντας στους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας, η κυρία Ιωάννα είχε μια κλίση στην προσφορά και τη δημιουργία. Νέα κοπέλα ακόμα, ήταν αρχηγός στα «πουλάκια», τα μικρά σε ηλικία μέλη των Προσκόπων και υπήρξε ένας από τους ανθρώπους που έφεραν το κίνημα του προσκοπισμού στους Γαργαλιάνους. Όταν πια μετακόμισε στην Αθήνα με τον σύζυγό της και έκανε οικογένεια, παρέμεινε ένας πολύ δυναμικός άνθρωπος που διαρκώς με κάτι καταπιανόταν και πρόσφερε στη γειτονιά.

«Γενικά η μαμά μου ήταν πάντα άνθρωπος της προσφοράς, δεν πέταγε ποτέ τίποτα, προσπαθούσε με όλα κάτι να κάνει», λέει η κόρη της, η Χρυσάνθη. «Είχαμε κάτω από το σπίτι ένα μαγαζί που έφτιαχνε ρούχα και τους μένανε τα υφάσματα στο τέλος. Τα έπαιρνε η μαμά μου, τα έφτιαχνε λωρίδες, και έφτιαχνε χαλάκια. Όταν ήταν νεότερη έκανε τα πάντα, τσάντες, κολιέ, χειροτεχνίες, κεντήματα, κουβέρτες, βοηθούσε για τις εκδηλώσεις στο σχολείο των εγγονών της».

Η κυρία Ιωάννα δεν βλέπει πλέον καλά, αλλά συνεχίζει να πλέκει καθημερινά, όλη τη μέρα. Τα χέρια της κινούνται μηχανικά, μετρά πόντους και χρώματα με το μυαλό, και όχι με τα μάτια. Από το πρωί που θα ξυπνήσει, ντύνεται, περιποιείται τον εαυτό της και ξεκινά να πλέκει μέχρι το μεσημέρι. Μετά το μεσημεριανό της διάλειμμα συνεχίζει ως αργά το βράδυ. Tο χειμώνα που μας πέρασε, δεκάδες από τα πολύχρωμα κασκόλ της θα φτάσουν με τη μεσολάβηση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες σε παιδιά πρόσφυγες που ζουν σε δομές φιλοξενίας της Αττικής.