Search

Τελικά, θέλουμε τουρισμό σ’ αυτόν τον τόπο ή όχι;

Το ζήτημα που κυριαρχεί σ’ αυτήν την περίοδο κρίσης που διανύει η Ελλάδα, είναι σαφώς το ζήτημα της ανάπτυξης και της προόδου για τη χώρα μας. Ο τουρισμός, κατά κοινή ομολογία,  είναι ένα από τα βασικότερα αναπτυξιακά κίνητρα που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στην εισροή εσόδων της χώρας. Πόσο μάλλον σε ένα νησί όπως η Λέσβος, που ως νησί θα έπρεπε η βασική πηγή εσόδων να είναι ο τουρισμός.

Ωραία τα λέμε, ωραία τα ακούμε, αλλά επί της ουσίας εμείς οι Μυτιληνιοί, κοιμόμαστε με τα «τσαρούχια»!

Πριν από λίγες μέρες, το δεύτερο για φέτος κρουαζιερόπλοιο έφτασε  στη Μυτιλήνη ανήμερα της Κυριακής  του Πάσχα. Όπως ήταν αναμενόμενο, πέραν του φυσικού κάλους της πόλης που αντίκρισαν οι επισκέπτες κι αν έκαναν και έναν περίπατο στην παραλία και στους δρόμους της αγοράς, δεν άφησαν ούτε 1 ευρώ, ή για να μην είμαστε και υπερβολικοί, άφησαν ελάχιστα χρήματα στην πόλη μας.

Ο λόγος φυσικά ήταν ότι όλα τα μαγαζιά παρέμεναν κλειστά. Και για να μην βιαστούν κάποιοι να μας στήσουν στον τοίχο, συμφωνούμε ότι η συγκεκριμένη μέρα ήταν ιδιαίτερη αφού ήταν Κυριακή του Πάσχα.

Οι νοήμονες όμως άνθρωποι και γενικά οι άνθρωποι που επενδύουν με επαγγελματισμό, θέληση και υπευθυνότητα για το καλό του τόπου τους και έχουν στόχο και όραμα, δεν κοιτούν αυτό που τους βολεύει. Απλά ξέρουν ότι σε δύσκολους καιρούς σαν τους σημερινούς πρέπει  να δουλέψουν. Κι αν ακόμα ήταν ανέφικτο να είναι ανοιχτή όλη η αγορά, τουλάχιστον κάποια μαγαζιά που απευθύνονται περισσότερο σε τουρίστες θα έπρεπε να ήταν ανοιχτά.

Δεν μπορεί από τη μια πλευρά να λες ότι επιδιώκεις τον τουρισμό και την ίδια στιγμή να κλείνεις την πόρτα στους τουρίστες. Δεν είναι λογικό από τη μια να έχεις ανάγκη έστω και τα λιγοστά ευρώ ή δολάρια ή λίρες ή όποιο άλλο νόμισμα έχει τη διάθεση και τη δυνατότητα να ξοδέψει κάποιος στο νησί σου κι από την άλλη να μην υπάρχει ένα ανταλλακτήριο συναλλάγματος στην προκυμαία. Τη στιγμή μάλιστα που στην απέναντι γειτονική χώρα ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετηθεί με τέτοιου είδους παροχές ανά πάσα ώρα και στιγμή και μάλιστα κάνουν τούμπες για να σε εξυπηρετήσουν.

Εμείς σε αντίθεση τι κάνουμε; Τα κλείνουμε όλα, γιατί έτσι μας βολεύει, και αφήνουμε τους τουρίστες να βρουν μόνοι τους λύσεις, αν βρουν. Και στην προκειμένη περίπτωση βέβαια τη λύση τη βρήκαν, αφού γνωστός «γείτονας» ταξιδιωτικός πράκτορας που δραστηριοποιείται στην πόλη μας και που ήταν ανοιχτός την Κυριακή του Πάσχα, αφού είναι αλλόθρησκος, φρόντισε να τους προμηθεύσει με συνάλλαγμα ή με χαρτονομίσματα μικρότερης αξίας προκειμένου να αγοράσουν έναν καφέ ή ένα αναψυκτικό.

Και εδώ τίθενται τα εξής ερωτήματα: Πώς μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη όταν εμείς οι ίδιοι ως έλληνες δεν ενδιαφερόμαστε για τον τόπο μας; Είναι σωστό οι Τούρκοι επιχειρηματίες να υποκαθιστούν τις υποδομές για τον τουρισμό κι εμείς οι Έλληνες είτε ως ιδιώτες είτε ως φορείς να κωφεύουμε ή να κοιμόμαστε; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει έστω ένα ανταλλακτήριο στην προκυμαία;  Δεν θα έπρεπε αυτοί οι άνθρωποι που μας επισκέφτηκαν να φύγουν έστω με ένα σουβενίρ από το νησί;

Τελικά απ’ ότι φαίνεται δεν είναι στραβός ο γιαλός, αλλά στραβά αρμενίζουμε. Κι ας μην είμαστε πάντα τόσο ευρηματικοί στο να βρίσκουμε ποιος φταίει για το κατάντημά μας και να φορτώνουμε όλες τις ευθύνες σε τρίτους. Λίγη εσωτερική αναζήτηση και λίγη αυτοκριτική δεν βλάπτει. Κι ας αποφασίσουμε τελικά τι θέλουμε σ’ αυτόν τον τόπο γιατί με τα κλαψουρίσματα και τη μεμψιμοιρία δουλειά δεν γίνεται. Όποιος θέλει να προκόψει, στρώνεται στη δουλειά. Αλλιώς το σχέδιο της ανάπτυξης στο νησί έχει ναυαγήσει από χέρι.

Σ. Μ.