“Σέρρα – Η Ψυχή του Πόντου”
Πριν διαβάσω τη “Σέρρα”, έδωσα το βιβλίο σε έναν δικό μου άνθρωπο, την Καλλιόπη, Πόντια στην ψυχή και στην καταγωγή. “Πως σου φάνηκε” τη ρώτησα. “Γράφει αλήθειες”, μου απάντησε. “Συγκινήθηκα, θυμήθηκα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ιστορίες που είχα ακούσει από τους γονείς για τον διωγμό”. Η Καλλιόπη κουβαλά μες την ψυχή της τις μνήμες του πατέρα της, του Ακρίτα που ήρθε διωγμένος απ΄ την Τραπεζούντα και της μάνας, της Σταματίας, που ήταν γέννημα του Γέροντα, στη Μικρασία. Ρίζωσε στης Μακεδονίας τη φιλόξενη γη ο Ακρίτας, αλλά την πατρίδα δεν την ξέχασε. Έγινε μνήμη που τη μεταστάλαξε στους απογόνους. Έτσι η Καλλιόπη ξέρει τι είναι η Σέρα, έχει μάθει από μωρό να ακούει την ψυχή του Πόντου. Θα αρκούσε αυτή η ολιγόλογη απάντηση της Καλλιόπης για να αντιληφθεί κάποιος πως ο συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος κατάφερε να μιλήσει στην ψυχή των Πόντιων.
Με φόντο τις διώξεις του Ποντιακού Ελληνισμού, ο Γιάννης Καλπούζος ξεδιπλώνει στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο “Σέρρα – Η Ψυχή του Πόντου” (εκδόσεις Ψυχογιός) – την ιστορία του Γαληνού Φιλονίδη, ο οποίος επιβιώνει από τη γενοκτονία των Ποντίων από τους Νεότουρκους και από τις διώξεις που υφίστανται από το σταλινικό καθεστώς. Ο συγγραφέας αναπλάθει με ακρίβεια το ιστορικό περιβάλλον , αποτέλεσμα προφανώς επίπονης έρευνας.
Ο συγγραφέας βρέθηκε στη Μυτιλήνη για να παρουσιάσει το βιβλίο του στο φιλόξενο βιβλιοπωλείο Book and Arts. Ήταν η ευκαιρία για μια σύντομη συνέντευξη με τον Γιάννη Καλπούζο.
Η “Σέρρα” είναι ένας χορός που περικλείει την ψυχή του Πόντου, όπως αναφέρεται και στον τίτλο του βιβλίου σας. Μπορείτε να σκιαγραφήσετε την ψυχή αυτού του κόσμου, στον οποίο εκτυλίσσεται και το μυθιστόρημα, τον ρωτώ.
“Θα πρέπει κανείς να διαβάσει το βιβλίο. Μακάρι να μπορούσα να συνθέσω με λίγες λέξεις όσα αναλύονται σε εκατοντάδες σελίδες. Ωστόσο, το απόσπασμα που σας παραθέτω συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό την ψυχή του μυθιστορήματος και του κόσμου στον οποίο διαδραματίζεται:
Ταίριαζαν οι βηματισμοί τους με το άγριο των βουνών, το άγριο της ζωής τους και με τα πολεμικά τεχνάσματα που παρίστανε ο αρχαίος Πυρρίχιος χορός. Επίθεση, άμυνα, παραφύλαξη, απειλή, οπισθοχώρηση, ελιγμό, κάλυψη, όλα τα περιέκλειε ο χορός τους. Όμως δεν ήταν μόνο τούτα. Έσφιγγαν τα χέρια τους, καθώς δένουν τα κλωνάρια στον κορμό, σ’ ένα αντάμωμα συντρόφων, ζωντανών και αποθαμένων. Κι έσκαβαν με τις μπότες τη γης, θαρρείς κράζοντάς της ότι την πατούν και συγχρόνως σάμπως ν’ αφουγκράζονται όσους τους φώναζαν από κάτω, γενιές και γενιές πρωτύτερες.
Χόρευαν κι έδειχναν να υπερίπτανται του κόσμου. Να κάθεται ο Θεός μέσα στον άνθρωπο κι ο άνθρωπος ν’ αρπάζεται απ’ τον Θεό. Το φέγγος και η σκοτεινιά να εναλλάσσονται στα πρόσωπά τους, φωτοσκότεινοι, ίδιο το στάλαμα της ζωής. Να ζυμώνεται το κορμί, να τσακίζει, να λύνεται και να ξαναδένεται. Ν’ αναπαύεται η ψυχή κάπου στα σύγνεφα, να λυτρώνεται κι ευθύς να τρομάζει. Τη μια να τους τραβά το χώμα, την άλλη να υψώνονται όπως ο Ανταίος. Να πυρακτώνεται ο νους και να βογκά ο τόπος απ’ τους γδούπους, να τρέμει απ’ την παλικαριά και την αποκοτιά τους. Να χτυπούν τα γόνατα καταγής και πάλι να στυλώνονται ορθοί. Να κατέχουν ότι παρέκει καρτερά ο θάνατος και να τον περιγελούν.
Αντάρα και καταχνιά να θολώνει το βλέμμα τους, μα και να σκιρτά στα λοξοκοιτάγματά τους γλυκάδα αντρίκεια. Ν’ αποζητούν στων γυναικών τα μάτια το λίγωμα, το παίνεμα, της σάρκας και της καρδιάς το φούντωμα.
Δαιμονική δύναμη, αφιονισμένη, φαινόταν να ρίχνεται καταπάνω τους ή να εφορμά από μέσα τους. Έβγαζαν και κραυγές άναρθρες απ’ τα στόματά τους και πότε πότε φώναζαν «Όι!» «Όι!», σαν να νογούσαν ότι δεν τους βοηθά η γλώσσα να τα παραστήσουν όλα τούτα με λόγια κι επιστράτευαν το κορμί να τα συλλαβίσει.”
Στη συνέχεια τον ρωτώ ποιο είναι το στοιχείο που τον ώθησε να τοποθετήσει τη δράση του μυθιστορήματος στον Πόντο και τον Ποντιακό Ελληνισμό.
“Το ενδιαφέρον μου για τον ελληνισμό στα απόμακρα γεωγραφικά του σημεία έχει εκδηλωθεί και από τα προηγούμενα μυθιστορήματά μου· “Ιμαρέτ”, “Άγιοι και δαίμονες”, “Ουρανόπετρα”. Ο Πόντος υπήρχε στους γενικότερους σχεδιασμούς μου και άρχισε να με κατακτά ολοκληρωτικά όταν κατέγραψα τις πρώτες μαρτυρίες από Ποντίους πρόσφυγες στο χωριό Βίγλα της Άρτας το 2012. Βαπτίστηκα στο αίμα και στην Ιστορία του Πόντου και διαβλέποντας ότι θα μπορούσα μέσα από μια μυθοπλασία να αναπλάσω παραστατικά τα της γενοκτονίας και της ζωής των Ποντίων στην αρχέγονη πατρίδα τους και σε πολλά από τα μέρη όπου βρέθηκαν καταδιωκόμενοι, αλλά κι ότι προσφερόταν η πορεία τους για να αναδειχθεί ένας δρόμος προς την αυτογνωσία και τη γνώση του κόσμου, αποφάσισα να γράψω το “σέρρα”.”
Επισημαίνω στον Γιάννη Καλπούζο ότι η ιστορική μυθοπλασία φαίνεται πως τον συγκινεί ιδιαιτέρως και αναρωτιέμαι γιατί.
“Οι ζωές των ανθρώπων του παρελθόντος εμπεριέχουν μ’ έναν τρόπο το σήμερα. Επί της ουσίας, δηλαδή, γράφω για το σήμερα και για το πώς υφάνθηκε με πολλά από τα υλικά του χθες. Συνάμα με γοητεύει η περιπλάνηση σε αλλοτινές εποχές, γιατί εκεί συναντώ την παλιά Ελλάδα, τους προγόνους μας, παθογένειες και επιτεύγματα προς παραδειγματισμό και αξίες τις οποίες εξοστρακίσαμε. Πέραν αυτών, αισθάνομαι να μετέχω στο αέναο της ζωής μέσα από τις ιστορικές περιπέτειες”.
Στην παρατήρησή μου ότι παρουσιάζει τη “Σέρρα” σε ένα κοινό που κουβαλάει, όπως και οι Πόντιοι, το ιστορικό βάρος της προσφυγιάς, ο Γιάννης Καλπούζος επισημαίνει ότι “παντού οι αναγνώστες οι οποίοι έχουν ανάλογες μνήμες μέσα από μαρτυρίες του οικογενειακού τους κύκλου εκδηλώνουν πιο έντονα και με πιο συγκινητικό τρόπο το ενδιαφέρον τους. Μένει βεβαίως, όπως ισχύει για όλους τους αναγνώστες, να τους κερδίσει το βιβλίο. Να μιλήσει στην ψυχή και στον λογισμό τους”.
Πριν τον αποχαιρετίσω, ρωτώ τον Γιάννη Καλπούζο τι μας ετοιμάζει, δεδομένου ότι η “Σέρρα” έχει πάρει πλέον τον δρόμο της ως λογοτεχνικό έργο και μάλιστα είναι ήδη ευπώλητο βιβλίο.
“Έχω ξεκινήσει την έρευνα για ένα νέο ιστορικό μυθιστόρημα, όμως είναι πολύ νωρίς να αναφερθώ σε λεπτομέρειες. Μπορεί και ο δαίμονας της έμπνευσης να με ξεστρατίσει προς άλλους δρόμους”.