Οι Αμερικανοί συνηθίζουν να λένε «πρώτα τράβα, μετά ρώτα» (shoot first, ask later). Ο Άρης Μεσσήνης από τη Λιβύη μέχρι τη Λέσβο δεν χρειάστκε να ρωτήσει τίποτα. Σε όσα είδε πίσω και μπροστά από το φωτογραφικό του φακό δεν χωρούσαν επεξηγήσεις.
Δεν ήταν το πρώτο του βραβείο. Σίγουρα δεν θα είναι το τελευταίο. Ο φωτογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου «(AFP) Άρης Μεσσήνης κέρδισε στις αρχές Σεπτεμβρίου το βραβείο “Visa d’ or News” του διεθνούς Φεστιβάλ φωτοειδησεογραφίας, Visa pour Image, στο Περπινιάν της νότιας Γαλλίας, για τη δουλειά του με θέμα τη μαζική άφιξη μεταναστών στη Λέσβο. Μια εβδομάδα μετά, στα γραφεία του Γαλλικού Πρακτορείου, στον οδό Μέρλιν, στο Κολωνάκι κάθεται στο γραφείο του. Δεν κρατάει φωτογραφική μηχανή, δεν είναι σκονισμένος, μουσκεμένος όπως στις φωτογραφίες του από τα σημεία των μαχών. Ωστόσο, κάτι στο βλέμμα του παραμένει σκοτεινό. Μοιάζει με βετεράνο πολέμου που έχει δει πολλά, και είναι μόνο 39 ετών.
«Έχεις δει τις φωτογραφίες που βραβεύτηκαν;» ρωτά με έναν τρόπο που με κάνει να αισθανθώ άβολα. Οι φωτογραφίες του υπάρχουν σε όλα σχεδόν τα sites που δημοσίευσαν την είδηση της βράβευσης του. Όμως όχι, δεν είναι αυτές. Στην αναρχία του παγκόσμιου ιστού, όπου η αντιγραφή και η αναπαραγωγή είναι η βασική δημοσιογραφική αρχή, καμία από τις βραβευμένες φωτογραφίες, δεν έχει θέση. «Δεν τις ζήτησε κανείς» προλαβαίνει την ερώτηση ο Άρης.
Το slideshow ξεκινάει για να βαρύνει την ατμόσφαιρα. Οι εικόνες του σε κάνουν να θες να κλείσεις τα μάτια και να αναρωτηθείς γιατί δεν τις έχεις δει ξανά. «Το τι προβάλουν τα media εξαρτάται από τη γραμμή, την αισθητική τους. Πολλές φωτογραφίες έχουν «αδικηθεί». Ξέρεις πόσα παιδιά έχουν ξεβραστεί νεκρά και οι εικόνες αυτές δεν έχουν παίξει πουθενά; Τα μόνα παιδιά που έχει δει η κοινή γνώμη νεκρά είναι ο Αϊλάν και κάνα δυο παιδιά που ξεβράστηκαν στην Τουρκία. Το γιατί είναι μια μεγάλη απορία». Ίσως επειδή ο κόσμος δεν αντέχει τόση δυστυχία. Του θυμίζω την ιστορία του Richard Drew και της φωτογραφίας το «The Falling man» την 11η Σεπτεμβρίου. Η εικόνα απεικόνιζε έναν άνδρα να πέφτει από το βορινό πύργο. Έμοιαζε γαλήνιος, σαν να αιωρείται. Κι, όμως, αυτή η φωτογραφία προκάλεσε τόσες αντιδράσεις διαμαρτυρίας, που χρειάστηκαν έξι χρόνια για να δημοσιευθεί ξανά. Ο κόσμος δεν άντεχε τη σκέψη πως οι εγκλωβισμένοι στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης έπεφταν στο κενό για μια τελευταία καθαρή ανάσα. «Πολύς κόσμος δεν θέλει να βλέπει την αλήθεια, γιατί πονάει. Εγώ, όμως, είμαι εκεί για να μεταδώσω την είδηση, γι’ αυτό τραβάω τα πάντα. Ότι είναι αληθινό. Ότι συμβαίνει. Σκληρό ή όχι. Αν δεν τραβάω, πως θα μάθουμε τι γίνεται, πως θα αρχίσει ο κόσμος να πιέζει κάτι να αλλάξει; Γιατί πρέπει κάτι επιτέλους να αλλάξει και η εικόνα έχει τη δύναμη να το κάνει».
Πριν στην ουσία εγκατασταθεί στη Λέσβο, κάλυψε το οδοιπορικό δύο προσφύγων. «Ήταν ένα ζευγάρι Ιρακινών, νέων παιδιών 27-28 ετών, μ’ ένα μωρό παιδί. Με μια αραβόφωνη δημοσιογράφο συμφωνήσαμε να τους ακολουθήσουμε σε ότι κάνουν. Ξεκινήσαμε από Θεσσαλονίκη για Ειδομένη, από εκεί FYROM, Σερβία μέχρι τη Γερμανία, για δέκα μέρες. Περάσαμε με τα πόδια τα σύνορα, στοιβαχτήκαμε σε τρένα τόσο ασφυκτικά φορτωμένα που δεν μπορούσες να κουνήσεις ούτε τους ώμους σου, συνεχίσαμε και πάλι περπατώντας , περάσαμε τα σύνορα και μετά κι άλλα σύνορα. Κι όλα αυτά με ένα μωρό στο μάρσιπο και ώρες ορθοστασίας».
Το περασμένο καλοκαίρι, ωστόσο, ο Άρης Μεσσήνης έγινε ο ίδιος είδηση. Δυο φωτογραφίες τον απεικονίζουν να βοηθάει Σύριους πρόσφυγε να βρουν στεριά. Ήταν η πρώτη φορά που άφησε στην άκρη τη μηχανή; «Εκεί είναι η μηχανή. Στον ώμο. Δεν την έχω αφήσει στην άκρη. Με το ελεύθερο χέρι βοηθούσα» λέει σχεδόν θιγμένος για τη λάθος ερώτηση. Δεν είναι, όμως, αυτό που πραγματικά τον ενοχλεί. «Δεν αισθάνθηκα καθόλου ωραία που έγινα είδηση. Δεν είμαστε εκεί για να γίνουμε μέρος της είδησης. Το δέχομαι το ενδιαφέρον, γι’ αυτό και μιλάμε τώρα. Όμως ο κόσμος δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για εμάς. Εμείς είμαστε επαγγελματίες, που εθελοντικά βρισκόμαστε εκεί. Είναι επιλογή μας, είναι το επάγγελμά μας και ότι ώρα θέλουμε φεύγουμε». Ήταν όμως η αλήθεια της στιγμής. Ένας επαγγελματίας φωτογράφος που «έσπασε» και άρχισε να βγάζει ανθρώπους από το νερό. «Υπάρχουν στιγμές που λειτουργείς τελείως ενστικτωδώς. Απλώνεις το χέρι και πιάνεις ένα μωρό. Όμως, επιμένω, δεν μπορεί να είμαι είδηση εγώ, ούτε για πέντε λεπτά. Είδηση πρέπει να είναι εκείνοι».
Οπότε είναι ασφαλές να υποθέσουμε πως δεν έχει κατεβάσει ποτέ τη μηχανή του. «Ναι, ποτέ. Όλα πρέπει να είναι στο φως. Υπήρχαν φορές που τραβούσα με κλειστά μάτια, γιατί δεν άντεχα αυτά που έβλεπα, όπως τη μηχανή δεν την κατέβασα. Στη Συρία, το 2012, στο Χαλέπι, συνέβη αυτό. Όσο σκληρές και απάνθρωπες κι αν είναι οι εικόνες των προσφύγων στο Αιγαίο, δεν συγκρίνονται με όσα συμβαίνουν στη Συρία. Για αυτό, όσο κι αν υποφέρουν οι πρόσφυγες, κατά βάθος χαιρόμουν για αυτούς τους ανθρώπους που έφταναν στα ελληνικά παράλια. Γιατί ξέφυγαν από τη Συρία, ξέφυγαν από την Τουρκία, όπου οι συνθήκες είναι άθλιες. Εδώ τουλάχιστον δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν κι ας μην έχουν μέλλον, γιατί αυτή είναι η αλήθεια: μέλλον δεν έχουν. Όταν δεν είσαι ευπρόσδεκτος κάπου, τι μέλλον να έχεις; Κι όσα ψέματα και αν λέμε στον εαυτό μας, κατά βάθος φοβόμαστε το ξένο, φοβόμαστε μη χάσουμε τα πράγματα που έχουμε, πολύτιμα ή μη. Όλοι είμαστε ρατσιστές. Όλοι έχουμε δόσεις που πρέπει να αποβάλλουμε. Δεν σκεφτόμαστε πως προχθές ήμασταν εμείς πρόσφυγες στη χώρα τους, κάτι που είναι ιστορική αλήθεια και έχω και την ανάλογη φωτογραφία που το αποδεικνύει. Την έδειξα μάλιστα, τις προάλλες σε ένα σχολείο, όπου ήμουν καλεσμένος. Έδειξα στα παιδιά μια δέσμη φωτογραφιών με τους Σύριους πρόσφυγες. Η τελευταία φωτογραφία, όπως, είναι μια εικόνα αρχείου με Έλληνες σε βάρκες να φεύγουν από τη Σμύρνη για τη Συρία. Χθες ήμασταν εμείς σήμερα εκείνοι, αύριο μπορεί να είμαστε πάλι εμείς».
Ο Άρης είναι γιος του, επίσης φωτορεπόρτερ, Δημήτρη Μεσσήνη κι ήταν εκείνος που τον μύησε στο γοητευτικό κόσμο της φωτογραφίας. «Την πρώτη μου δημοσίευση την έκανα όταν ήμουν 13 ετών. Ήταν μια φωτογραφία του Δημήτρη Σαραβάκου, που δημοσιεύτηκε στο Έθνος. Ο πατέρας μου με έπαιρνε τις Κυριακές μαζί στα γήπεδα, αφού φυσικά τον παρακαλούσα».
Ωστόσο, η πιο δυνατή του παιδική ανάμνηση είναι μια Πρωτοχρονιά. «Ήταν το 1991, όταν άνοιξαν τα σύνορα και μπήκαν οι Αλβανοί. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και πήραν τηλέφωνο τον πατέρα μου να καλύψει το γεγονός. Ήμουν 16 ετών. Πήγα μαζί του, όχι για το θέμα, αλλά για να μην είναι μόνος του. Ο χρόνος μας βρήκε στο αυτοκίνητο στο δρόμο για τα σύνορα. Εκεί είδα εικόνες πρωτόγνωρες και περίεργες, αλλά ήμουν παιδί, δεν μπορούσα να καταλάβω την κοινωνική τους διάσταση».
Όπως τώρα δεν μπορούν να καταλάβουν οι δικές του, τρεις κόρες. «Νιώθω πολύ τυχερός που τα παιδιά μου ζουν εδώ που ζουν. Γιατί είναι καθαρή τύχη το ότι γεννηθήκαμε και ζούμε στη Δύση. Από την άλλη, μετά από κάθε αποστολή επιστρέφω όλο και πιο αυστηρός. Είναι δύσκολο να αφήσεις τη δουλειά έξω από το σπίτι. Αν έχεις δει τέτοιες εικόνες, σε στοιχειώνουν για πάντα. Προσπαθώ να μάθω στα παιδιά μου πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν απολύτως τίποτα, ενώ εμείς έχουμε το κρεβάτι, το φαγητό μας. Δεν μπορούν να καταλάβουν, γιατί είναι πολύ μικρές (η μεγαλύτερη 10 και η μικρότερη 1,5 ετών) αλλά εγώ θα τα λέω μέχρι να καταλάβουν. Τα λέω χωρίς να τα δείχνω γιατί αυτές δεν είναι εικόνες για μικρά παιδιά. Ούτε εγώ μπορώ να τις ξαναδώ. Είχα να τις κοιτάξω από τότε που ήμουν στη Λέσβο. Τις άνοιξα ξανά τώρα, με αφορμή την έκθεση στη Γαλλία. Δεν αντέχεται τόση δυστυχία».
Η πρώτη αποστολή σε εμπόλεμη ζώνη ήταν στη Λιβύη το 2011. Φοβήθηκε; «Αν δεν φοβάσαι στον πόλεμο, θα κάνεις το μοιραίο βήμα. Ο καλύτερος σύμβουλος είναι ο φόβος, αν δεν σε καταβάλει. Αν τον διαχειρίζεσαι, όπως, δεν υπάρχει καλύτερος. Την πρώτη φορά που πήγα ακολούθησα την πορεία των ανταρτών από τη Βεγγάζη ως τη Σύρτη. Ήταν ένα οδοιπορικό , στη διάρκεια του οποίου μέναμε στην έρημο, σε σπίτια συμπαθούντων, όπου να ‘ναι. Οι αντάρτες έγιναν κάτι παραπάνω από οικογένεια. Μας προστάτευαν, όχι μόνο επειδή ήθελαν να μεταδώσουμε τον αγώνα τους να ρίξουν το καθεστώς. Όταν είσαι με έναν άνθρωπο κάθε μέρα στη γραμμή του πυρός, δεν γίνεται να μην αναπτυχθούν σχέσεις. Όμως αυτό δεν μπορεί να επηρεάσει τη δουλειά μου». Το δίκαιο τι ρόλο παίζει; «Το δίκαιο;» ρωτάει αόριστα. «Το δίκαιο έχει να κάνει με το από ποια πλευρά το βλέπεις. Τότε είχαν δίκιο οι αντάρτες, τώρα βλέπεις τι γίνεται πάλι; Η εξουσία φθείρει».
Πίσω του, κρεμασμένη στον τοίχο, βρίσκεται μια φωτογραφία από συρράξεις στη Συρία. Ανάμεσα στα πυρά ένας νεαρός άνδρας κάθεται στη μέση του δρόμου με μια κιθάρα αγκαλιά. Είναι τόσο ανθρώπινη, γλυκιά και σκληρή ταυτόχρονα, που νομίζεις πως είναι σκηνοθετημένη. Είναι από εκείνες τις εικόνες που θα μπορούσαν να είναι μέρος κάποιας πασιφιστικής καμπάνιας. «Αν μια εικόνα μου μπορεί να βοηθήσει σε κάτι καλό, δεν θα με πείραζε να είναι και σε διαφήμιση. Δεν θα μου άρεσε βέβαια να επωφεληθεί κάποιος άλλος πέρα από το πρόσωπο που απεικονίζεται, αλλά αν μπορούσε να μεταδώσει το μήνυμα σε ένα ευρύτερο κοινό, θα το δεχόμουν».
Θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του παπαράτσι; «Θα μπορούσα να κάνω οποιαδήποτε δουλειά αλλά θα προσπαθούσα να την κάνω με ήθος». Η διατάραξη της προσωπικής ζωής ενός προσώπου τι ήθος μπορεί να έχει; «Τα δημόσια πρόσωπα δεν έχουν προσωπικά δεδομένα. Ακόμα κι αν αυτή είναι μια άχαρη στιγμή, που δεν έχει καμία σχέση με το αξίωμά του; «Άχαρη είναι η στιγμή όχι η φωτογραφία. Η φωτογραφία λέει την αλήθεια της στιγμής». Κι αν συνοδεύεται από ένα κείμενο που δεν λέει την αλήθεια; «Η εικόνα δεν μπορεί να πει ψέματα, ότι κι αν γράψεις από κάτω».
Του μεταφέρω αυτό που διάβασα, πως οι New York Times και άλλοι μιντιακοί κολοσσοί εκπαιδεύουν τους δημοσιογράφους τους να τραβάνε σωστά φωτογραφίες με το κινητό τους. Πόσο ανησυχητικό είναι αυτό για τους επαγγελματίες φωτογράφους; «Η κρίση στο χώρο μας ξεκίνησε πριν από την οικονομική. Νομίζω πως σαν επαγγελματίες, σαν μονάδες δεν το διαχειριστήκαμε σωστά. Όταν κάνουμε εκπτώσεις ή δεχόμαστε, ειδικά στην αρχή της καριέρας μας, φωτογράφοι και δημοσιογράφοι, να δουλεύουμε αμισθί, δημιουργούμε κακό στην αγορά. Δεν σεβόμαστε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Οι εκδότες, καλά έκαναν και επωφελήθηκαν.
Λεφτά γλίτωσαν. Τώρα δημιουργούν και τους one man band: ηχολήπτης, καμεραμάν, φωτογράφος ένας άνθρωπος. Δεν συμφωνώ καθόλου, αλλά νομίζω πως είναι περιστασιακό, γιατί γίνεται εις βάρος της ποιότητας και κάποια στιγμή οι αναγνώστες θα το καταλάβουν και θα γυρίσουν την πλάτη. Τότε θα αλλάξουν κι οι εκδότες».
Λίγο πριν φύγω αναρωτιέμαι αν έχει ζηλέψει φωτογραφία άλλου. «Πάντα σου αρέσει η φωτογραφία του άλλου. Η δική μου φωτογραφία θα μπορούσε να είναι καλύτερη και του άλλου είναι καλύτερη από τη δική μου. Αυτό δεν είναι που μας βοηθάει να γινόμαστε καλύτεροι;». Αυτό και οι φωτογραφίες που αποκαλύπτουν ενοχλητικές αλήθειες.
πηγή: People Greece, Ντέπυ Κουρελού