Γράφει η Νάνα Παυλακέλλη
Σ’ αυτήν εδώ την Άγρια Πόλη κι ως προς το αυτονόητο της παροχής του στοιχειώδους καθημερινού, στους κατοίκους της, πολλά έχουν κατά καιρούς γραφεί.
Και δεν έχω καθόλου σκοπό να μιλήσω, για τον σοβαρότατο προβληματισμό, την ευαισθησία αλλά και την αγωνία, κατοίκων κι αρχών, για την εξέλιξη καταρχήν του προσφυγικού, ούτε για τη καθαριότητα της πόλης, ούτε για το μποτιλιάρισμα, ούτε για το θέμα των Ρομά….
Κι ας ανακυκλώνονται εδώ και χρόνια, πολιτικά καθεστώτα και πρόσωπα, χωρίς – ας μου συγχωρεθεί – κάποιο κοσμογονικά διορθωτικό αποτέλεσμα -εκείνοι ωστόσο ευτυχώς, με τον ενθουσιασμό της υποψηφιότητας και τη καλή τους πρόθεση κι εμείς με την συνεχή ελπίδα κι αναμονή θεαματικών βελτιώσεων μετά την επιλογή τους…
Γράφω όμως, για να μοιραστώ μαζί σας κάτι, που παρόλα τα παραπάνω, εδώ και μερικά καλοκαίρια, τροφοδοτεί σταθερά με μια ουσιαστική νότα ποιότητας τη ζωή μας: τις θερινές, κινηματογραφικές προβολές στο αρχοντικό Γεωργιάδη!!!
Ε ναι , παρά τις όποιες άλλες απόψεις, ανάμεσα στα μικρά μα καθημερινά στοιχειώδη, που δεν συναντούν κάτοικοι κι επισκέπτες ως δεδομένα στη πόλη : ένα τοπίο χωρίς ακαθαρσίες και σκουπίδια, εύκολο παρκινγκ, υποτυπώδη καθαριότητα στις κοντινές προσβάσιμες στη πόλη παραλίες, ένα παραπάνω παγκάκι να ξεκουραστεί στη προκυμαία όταν έχει στραμπουλίξει το πόδι του στις γούβες και στα σπασμένα τσιμέντα της βολτάροντας, ένα λειτουργικό δημοτικό χώρο, πλατεία, πάρκο με αναψυκτήριο, μια λωρίδα ίσια γης στη παραλιακή, να περπατήσει, τρέξει ή ποδηλατήσει κι ένα παγκάκι κάπου εκεί να ξαποστάσει ο ένας όποιος κλπ κλπ – ε ναι,… η ποιοτική, πολιτιστική κι εθελοντική ανάσα των καλοκαιρινών σινε-προβολών στο Γεωργιάδη είναι η διαφορά!!!!! Κι είναι η διαφορά, γιατί σταθερά τόσα χρόνια εκεί, σε ένα φθίνον, ημι-εγκαταλελειμμένο περιβάλλον, (κάτι ανάμεσα σε «Ανεμοδαρμένα Ύψη» και ξεφτισμένο «Πύργο του Ντάουντον»), εκεί λοιπόν, με κόπο, εμμονή κι επιμονή, ενάντια σε κάθε πρόβλεψη (δηλαδή «Αgainst all odds» που λέει κι η ταινία..), η σταθερή πρωτοβουλία του ανοίγματος και της λειτουργίας του κτιρίου και η εν γένει υποστήριξη της τέως Περιφερειακής αρχής- κι ολόψυχα ελπίζουμε και της νυν- και της αρμόδιας υπηρεσίας της, που χρεώνεται τα σύνθετα χρηματο-οικονομικά και πρακτικά ζητήματα του χώρου, συναντά την εθελοντική πρωτοβουλία μιας μικρής ομάδας κάτω από τις κατευθύνσεις ενός «Δασκάλου», που επιμένει χρόνια τώρα σα το «Μάγο του Οζ», κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του φύλακα του Πύργου (λίγο κάτι από τη ταινία «Φύλακας Άγγελος» και λίγο από το «Σκυλί των Μπάσκερβιλ» να συνεισφέρουν κάνοντας τη «διαφορά»….
Σ’ αυτή την Άγρια Πόλη, τώρα που τούτη η ιστορία φθάνει και φέτος στο τέλος της, αναρωτιέμαι συχνά αν όλοι οι παραπάνω συντελεστές έχουν ποτέ συνειδητοποιήσει το μέγεθος της προσφοράς τους σε εμάς τους απέξω, το παρεχόμενο κοινωνικό και πολιτιστικό έργο και τελικά την Υπέρβαση. Γιατί, λιγάκι πριν σβήσουν εκεί τα φώτα, αυτή ακριβώς είναι η στιγμή που η Υπέρβαση αποκαλύπτεται : Άνθρωποι κάθε κοινωνικής και οικονομικής τάξης, κάθε μορφωτικού επιπέδου, κάθε πολιτικής απόχρωσης, κάθε εθνικότητας και πατρίδας, κάθε επαγγέλματος, κάθε ηθικής, άνθρωποι μοναχικοί ή συντροφευμένοι χωρίς άλλη διέξοδο κοινωνικής βιο-δήλωσης και πολιτιστικής εκτόνωσης, εχθροί και φίλοι, μαζεύονται τρεμουλιάζοντας με ανυπομονησία και γίνονται ένα.
Ένα όμορφο, συνειδητοποιημένο, ήσυχο, πειθαρχημένο σχήμα που έχει ανάγκη και περιμένει υπομονετικά να εισπράξει το αυτονόητο μια μικρής ποιότητας στη καθημερινότητα του.
Σας ευχαριστούμε όλους σας!
Και του χρόνου, σας παρακαλούμε μη ξεχάσετε…”