Αγαπούσε τα αδέσποτα σκυλιά, κοιμόταν πολλές φορές μαζί τους. Άφησε “ορφανά” τουλάχιστον τέσσερα από αυτά που τον ακολουθούσαν παντού. Ο Βασίλης Καλαϊτζίδης ή Μουστούκ, όπως μου είπαν ότι τον φώναζαν κάποιοι, ο κλοσάρ της Μυτιλήνης έφυγε προχθές από τη ζωή. Ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν, που πέρασε μια ολόκληρη ζωή στο περιθώριο χωρίς κανείς μας να ενδιαφερθεί ουσιαστικά για την ζωή του, την ιστορία του.Ένας τύπος που θα αγαπούσε ο Ηλίας Πετρόπουλος, ένας από αυτούς “που στραπατσάρουν τη βιτρίνα της μπουρζουαζίας» και μας τρομάζουν καθώς στο πρόσωπό τους βλέπουμε τα τρωτά της κοινωνίας που έχουμε δημιουργήσει…
Ο Βασίλης που όταν θύμωνε, συχνά έβγαζε τα ρούχα του, άφησε την τελευταία του πνοή στη “Δεξαμενή”, στο κατάλυμα που του είχε παραχωρήσει τελευταία ο Δήμος. Τσακισμένος από το αλκοόλ και τη μοναξιά, με εκρήξεις που τρόμαζαν όσους δεν τον γνώριζαν, καθώς στην πραγματικότητα ήταν άκακος, ο Βασίλης, ένας άνθρωπος του περιθωρίου, που γινόταν “στενός κορσές”, των υπαλλήλων του Δήμου -με κωμικοτραγικές συνέπειες- δεν θα μας απασχολεί πια με τις “φασαρίες’ του. Ήταν μια ψυχή που πέρασε απ΄την πόλη μας, “ένας άνθρωπος μόνος”, που όπως ο ήρωaς των στίχων του Π. Ροδοστόγλου ,”El hobre Solo”, κουβαλούσε μια ρωγμή…
“Το ήξερε πως θα συμβεί μια μέρα, εκείνη η ρωγμή που κουβαλούσε, πληγή που έβραζε, σιωπή που αιμορραγούσε
θα τον θρυμμάτιζε για πάντα πέρα ως πέρα.
Τίναξε από πάνω του τη σκόνη, κι αμίλητος προχώρησε στο αγιάζι, τον βρίζαν τα παιδιά πίσω απ’ το Γκάζι και κάποιος του `ριξε νερό απ’ το μπαλκόνι.
Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα
να χάνεται στης νύχτας τον πυθμένα, σαν κάποιος που ποτέ του δεν υπήρξε, αυτός που τόσο αγάπησε τον κόσμο“.