Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Νικηφόρος τη δεκαετία του 1990 ήταν από αυτούς τους «συλλέκτες γεύσης»που ξεχώρισε τη Λέσβο για τα προιόντα της και άνοιξε ένα από τα πρώτα εστιατόρια γαλλικής κουζίνας στο νησί.
Και ποιος δεν θυμάται τα μοναδικά φιλέτα του, με τις ψητές πατάτες στο αλουμινόχαρτο, με μια πινελιά καλό βούτυρο να λιώνει στην κορυφή της, τις ταλιατέλες αλά ρομάνα , τις σαλάτες με τα χοντροκομμένα μαρούλια και το ξεροψημένο μπείκον,το χειροποίητο μιλφέιγ και την τούρτα μέντας σοκολάτας. Απογειωτικές γεύσεις σε μια πόλη που υπερίσχυαν οι καταπληκτικές μας ταβέρνες και τα οικογενειακά εστιατόρια τα οποία μπορεί να πρόσφεραν ποιοτικά πιάτα, αλλά το «πειραγμένο» και το διαφορετικό είχε επικρατήσει μόνο σε μορφή εστιατορίων -μπάρ όπως ο «Έσπερος», ως καλοκαιρινή πρόταση , ο «άσπρος γάτος», το “El Sol” με μεξικάνικη κουζίνα και πολλά άλλα…
Ο Νικηφόρος Καμπουρόπουλος, το τόλμησε. Αρχικά με το «Iguana» ένα κλασικό καφέ, στο ισόγειο του επιβλητικού κτηρίου της Μεγάλης Βρετάνιας, με έναν εντυπωσιακό πολυέλαιο να δεσπόζει στη μέση του χώρου , τα εναλλακτικά live και τα πολύτιμα «Kir Royale»που έδιναν άλλο αέρα στα μεσημέρια μας και λίγο αργότερα με το «λεμόνι και πράσινο πιπέρι», στο πιο ωραίο σημείο της πόλης με θέα- πιάτο- την Προκυμαία της Μυτιλήνης. Ένα εστιατόριο , σταθμός , για την γαστρονομική ιστορία της πόλης με κατακίτρινους τοίχους , που παρέπεμπαν στο χρώμα του λεμονιού και καταπράσινα τραπεζομάντηλα. Ίσως από τα πρώτα που είχαν ανοιχτή κουζίνα για να βλέπεις τις θεαματικές φωτιές στα τηγάνια του αλλά και την δεξιότητα του σεφ να πραγματοποιεί με μοναδική ευκολία τις συνταγές. Καθημερινός θαμώνας, ο ζωγράφος Γιώργος Λολοσίδης όπου εκτός του φαγητού, απολάμβανε τη θέα και καμιά φορά ζωγράφιζε με τις μοναδικές του γραμμές το λιμάνι. Στους τοίχους πάντα βρίσκονταν σαν έκθεση ζωγραφικής οι συλλογές της παραγωγικής καλλιτεχνικής περιόδου του.
(Ακόμη έχω μια χαρτοπετσέτα στην οποία μου ζωγράφισε την Προκυμαία με τη δική του αφαιρετική ματιά).
Στον Νικηφόρο έμαθα να τρώω καλά. Να συνοδεύω το κρέας με το κατάλληλο κρασί , να επιλέγω τα λεσβιακά προιόντα ως πρώτη ύλη. Έμαθα να κόβω επιμελώς ατιμέλητα τις σαλάτες και να ξεχωρίζω το σιτεμένο κρέας. Κυρίως έμαθα να ανακαλύπτω γεύσεις , χωρίς παραπανίσια μπαχαρικά ή επιτηδευμένες προσπάθειες εντυπωσιασμού.
Σήμερα ο Νικηφόρος ζει στην Ελβετία και μαγειρεύει με συνέπεια, πιάτα που έχουν ως βάση την ελληνική παραδοσιακή κουζίνα. Είναι σχεδόν εντυπωσιακό να σκέφτεται κανείς ότι στη Λέσβο μαγείρευε πιάτα της γαλλικής γαστρονομίας και στην Ελβετία επιμένει ελληνικά. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο δε, είναι ότι έρχεται πίσω στη Λέσβο συχνά για να δοκιμάσει τυρί και λάδι , ελιές και άλλα προιόντα τα οποία σερβίρει στο εστιατόριό του στην Ελβετία .Έτσι η Λέσβος τον ακολουθεί πάντα, μέσα από τα χρώματα και τα αρώματά της .
Φέτος και μετά από 18 χρόνια επισκέφθηκε τη Λέσβο και ο γιός του ο Νίκι junior με τη γυναίκα του και τη μικρή του κόρη Αθηνά για να γευτούν όλα εκείνα που η καριέρα του, τον έκαναν να αφήσει πίσω .Και ο ίδιος ως γνωστός σεφ πλέον και εξειδικευμένος στην ασιατική κουζίνα αλλά και στα τυριά, επιμένει να μιλάει για την τοπική κουζίνα και για τις πρώτες ύλες της Λέσβου.
Αφορμή για την ιστορία αυτή, στάθηκε μια φωτό του Νικηφόρου στα social media που μου έφερε μνήμες μιας ηλικίας που η γνώση ήταν ότι πιο συναρπαστικό μπορούσε να μας συμβεί σε ένα επαρχιακό νησί με λίγες επιλογές αλλά με την ποιότητα που έπρεπε να μάθουμε να ξεχωρίζουμε .
Τα Παρασκευοσάββατα που για ένα φεγγάρι, δουλεύαμε μια όμορφη παρέα ανθρώπων εκεί, με την Κλαίρη, την Ελπίδα, τον Αντώνη και τον «μετεωρισμένο» που δεν θυμάμαι πλέον το όνομά του , πέρασα δύο από τους πιο παραγωγικούς χειμώνες της ζωής μου.Υιοθέτησα ,αντέγραψα,κατέγραψα και εν τέλει βγήκα κερδισμένη από μια εμπειρία, που αν μη τι άλλο, η ουσία της, ήταν η γεύση .Νικηφορρέ, ευχαριστώ!
Β.Ε.Γ.