Βαθιά ουσιαστικός και με ιδιαίτερη καλλιτεχνική κατεύθυνση, ο Λέσβιος σκηνοθέτης και συγγραφέας τριών βιβλίων που μεταφέρθηκαν με επιτυχία στον κινηματογράφο, Χρήστος Βούπουρας “μπαίνει” ξανά στις οθόνες μας την 14η Οκτωβρίου στις 23:45 μέσα από τη συχνότητα της ΕΡΤ2 μέσα από την τελευταία ταινία του οι «7 θυμοί». Μια ακόμη ταινία που συζητήθηκε πολύ και που απέσπασε αμφιλεγόμενες κριτικές, από τη μία γιατί χαρακτηρίστηκε ως αιρετική και από την άλλη γιατί καταγράφει την ωμή και παράλληλα σκληρή πραγματικότητα της ζωής Ελλήνων και μεταναστών. Πρωτοπόροι, ο ίδιος μαζί με τον Γιώργο Κόρρα ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τα πρώτα κύματα μετανάστευσης στην χώρα μας από το 1989 ξετυλίγοντας έναν κόσμο που οι ηθικοί φραγμοί ανταγωνίζονται με τη θρησκεία και την κουλτούρα ένθεν και ένθεν, την ανδρική πορνεία αλλά και άλλες έννοιες ταμπού για τη ελληνική κοινωνία του ’80. Τον Χρήστο Βούπουρα τον γνώρισα πριν από 27 χρόνια στην Αθήνα και με εντυπωσίασε η μοναχική καλλιτεχνική του πορεία απέναντι στις τάσεις της εποχής που ήθελαν ταχύτητα, κλισέ και σύγχρονες έννοιες. Μαζί με τον Γιώργο Κόρρα είχαν επιλέξει έναν ποιοτικό δρόμο χωρίς πολύ «φασαρία» αλλά και χωρίς διάθεση για αναγνώριση, γεγονός που τους έκανε πολύ πιο δύσκολο να προωθήσουν τις ιδέες τους. Μαζί τους, ήρθα σε επαφή με αρκετούς ανθρώπους του κύκλου αλλά και με την διαφορετική οπτική απέναντι στους περιθωριακούς ανθρώπους, αυτούς που έτυχε να διανύσουν ένα τελείως αντισυμβατικό μονοπάτι από εκείνο της δικής μας καθημερινότητας.
-Πηγαίνοντας πίσω σε αυτό το αγόρι που μεγάλωσε στην ακριτική επαρχία, πως βλέπεις την προσωπική σου ιστορία; Σαν σενάριο ή ως μια δύσκολη διαδρομή που κατόρθωσες να φέρεις τελικά στα μέτρα σου;
Χ.Β.Όταν ξεκινάς ένα ταξίδι έχεις την λαχτάρα και είσαι σε διαρκή προσμονή για την γνώση και την εμπειρία αυτού που θα συναντήσεις. Η διαρκής αναζήτηση θα έλεγα ότι είναι το κύριο χαρακτηριστικό του δικού μου ταξιδιού. Η αναζήτηση με κέντρο τον άνθρωπο και μάλιστα τον διαφορετικό, ήταν από πολύ νωρίς η βασική επιλογή μου. Η ενασχόλησή μου με την τέχνη ήρθε στην πορεία ως φυσικό θα έλεγα επακόλουθο. Ήθελα να σας διηγηθώ ένα ταξίδι στο χρόνο, στην εμπειρία, στην ομορφιά και στη βρωμιά πάντα μέσα από τα πάθη και το πάθος του έρωτα, του καταλύτη της ζωής μας. Το σινεμά και η λογοτεχνία δεν ήταν επιλογή επαγγελματική, ήταν σύμπτωση, τύχη, δώρο των θεών (και των ανθρώπων). Τώρα πια, που στη διαδρομή αυτή, έχει αρχίσει γίνεται φανερό το τέλος της, αν ήθελα να κάνω ένα απολογισμό, θα έλεγα ότι δεν έφερα τίποτα στα μέτρα μου, γιατί το μέτρο μου είναι πάντα ο «άλλος», που εξακολουθεί και ελπίζω να μην πάψει να με διαμορφώνει. Ο άλλος άνθρωπος, ο άλλος πολιτισμός, είναι ο καθρέφτης όπου κάθε πρωί κοιτάζω τον εαυτό μου. Κι έτσι μπορώ να ονειρεύομαι, ένα κόσμο χωρίς σύνορα, χωρίς διακρίσεις, όπου όλοι μπορούν να μιλούν τις γλώσσες τους, να χορεύουν τους χορούς τους, να λατρεύουν τους θεούς τους, να συνυπάρχουν σε ένα ατέλειωτο αλισβερίσι ανιδιοτελούς συναλλαγής καθαρών ιδεών και αισθημάτων. Έναν κόσμο πανανθρώπινο. Δηλαδή έναν κόσμο ανθρωποκεντρικό. Είναι ο μόνος τρόπος να σταματήσουμε τις απώλειες τόσων ψυχών.
«Η ταινία παίχτηκε στη Λισαβόνα, στις Βρυξέλες, στο Βερολίνο, στο Τορίνο, στην Αυστραλία, στην Φλωρεντία με διεισδυτική αντιμετώπιση. Στη Μυτιλήνη δεν μπορεί να παιχτεί γιατί δεν αντέχεται. Δεν υπάρχει παράπονο σ’ αυτή τη διατύπωση, διαπίστωση, θυμός υπάρχει. Ένας από τους 7».
Ε: Όλες σχεδόν οι ταινίες που έκανες εμπεριέχουν ένα αυτοβιογραφικό κομμάτι. Αυτό το έκανες γιατί ήθελες να προβάλλεις τη δική σου πραγματικότητα ή γιατί θεωρείς ως σκηνοθέτης ότι το προσωπικό στοιχείο ιντριγκάρει τον θεατή;
Χ.Β. Πιστεύω σε μια τέχνη βιωματική, προσωπική και όχι σε μια τέχνη των ιδεών. Ένα σενάριο για μένα δεν γράφεται σε ένα γραφείο, αλλά στο δρόμο. Εκεί καλούμαι να ανακαλύψω την εικόνα, το δράμα, την ιστορία, ερχόμενος σε επαφή με το γεγονός, την συμπεριφορά, τον θυμό, τον έρωτα, τη χυδαιότητα, την τρέλα, την μαγική ύπαρξη του άλλου. Κάθε άνθρωπος και ένα βιβλίο που λαχταρώ να διαβάσω. Κάθε συμπεριφορά κι ένα χρώμα στον πίνακα της ζωής μας. Μια καλημέρα στη γλώσσα της Βεγγάλης, ένα χαμόγελο από το Κασμίρ, μια καληνύχτα από την Αραβία, ένα χτύπημα στον ώμο από το Αφγανιστάν, μια κουβέντα κι ένας καφές με το Γιώργο. Η επαφή με τον «άλλον» γεννά την τέχνη. Ποτέ δεν σκέφθηκα τι είναι αυτό που θα ιντριγκάρει το θεατή. Αυτό που με τυραννάει είναι: αν αυτό που θα πω είναι σωστά διαβασμένο, βιωμένο, χωρίς στολίδια και ψιμύθια, και ότι έχει διασωθεί η αυθεντικότητά του. Η τέχνη με άλλα λόγια καταγράφει την προσωπική μας πορεία προς το θάνατο.
-Η μεταναστευτική μετακίνηση ήταν ένα θέμα που ασχολήθηκες από πολύ παλιά. Από το πρώτο κύμα των Αλβανών μεταναστών που έφτασαν στη χώρα. Σήμερα πολλές δεκαετίες μετά μια ακόμη ιστορική μετακίνηση πληθυσμών αυτή τη φορά για άλλους λόγους, έρχεται να επιβεβαιώσει πολλά από αυτά που δείχνεις στις ταινίες σου. Την ισλαμοφοβία για παράδειγμα ή την πολιτισμική διαφορετικότητα που τρομάζει τους ανθρώπους. Πως βλέπεις το γεγονός αυτό σε ένα νησί όπου η προσφυγιά υπάρχει μέσα στο DNA των ανθρώπων;
Μεγάλωσα με τις ιστορίες της γιαγιάς από το Αϊβαλί. Έμαθα τη λέξη πρόσφυγας μαζί με τη λέξη μάνα. Θέλω να πω ότι το έδαφος ήταν ήδη έτοιμο για δεχτεί τον «ξένο». Τα δικά μου Hot Spot ή Camp όπως λέγονται καμουφλαρισμένα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανθρώπινων ψυχών ήταν πάντα ανοιχτές αγκαλιές κατανόησης, ανθρωπιάς και αλληλοσεβασμού. Τον Σεπτέμβριο του 1991, έχοντας ήδη φίλους Αλβανούς από το 1989 ταξιδέψαμε με το Γιώργο Κόρρα στην Αλβανία φιλοξενούμενοι από τις οικογένειές τους. Τότε θυμάμαι μας έλεγαν: «Πού πάτε; Αυτοί εκεί είναι άγριοι, θα σας σφάξουν». Βέβαια, καμία σφαγή δεν έγινε. Αντίθετα προέκυψε μια ταινία και ένα βιβλίο που κατέγραψε τις γοητείες και τις συμπεριφορές των ανθρώπων της χώρας των αετών, χωρίς ωραιοποιήσεις ή καταφυγή στο φολκλόρ. «Τσαμ, Τσεχ, Τσιφούτ, Τσομπάν, αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ κακοί» μας συμβούλεψε ο πατέρας του Βικτόρ που μας φιλοξενούσε. Οι Τσάμηδες, οι Τσέχοι, οι Εβραίοι και οι Ρουμάνοι είναι άνθρωποι κακοί μας δήλωσε, μη λογοκρίνοντας το ρατσισμό του. Την ίδια ώρα που οι Αλβανοί στην Ελλάδα ήσαν οι ίδιοι θύματα ενός ανελέητου ρατσισμού. Ισλαμοφοβία, Χριστιανοφοβία είναι τεχνικές προπαγάνδας του ρατσισμού και στην προβολή του, του φασισμού. Είναι έννοιες ενδεδυμένες με τον φανατισμό, δηλαδή με τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, με το κτήνος που κρύβουμε μέσα μας. Οι θρησκείες εφευρέθηκαν για να ενώνουν τους ανθρώπους και όχι για να τους χωρίζουν σε στρατόπεδα. Ο φανατισμός, ο ρατσισμός και ο φασισμός, απ’ όπου κι αν προέρχονται, ότι είδους και να είναι, ενέχουν την απαξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι αυτό είναι τρομακτικό, θλιβερό και αποτρόπαιο. Η Λέσβος λόγω της γεωγραφικής θέση της βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα της μετανάστευσης. Μια κατάσταση που το νησί την είχε ξαναζήσει με διαφορετικές παραμέτρους το 1922. Ο «ξένος» κατέφυγε στο νησί. Η μικροαστική μας ισορροπία χάθηκε εν μια νυκτί. Η μνήμη του 1922 φαίνεται να έχει ξεθωριάσει στις νέες γενιές. Κάπου η ιστορία και ο νέος τεχνολογικός πολιτισμός την κατάπιαν. Και ο ξένος έγινε συνώνυμο του φόβου, και ο ξένιος έγινε διώκτης και εκμεταλλευτής. 10 ευρώ το σάντουιτς για την μεσοαστική τάξη της Συρίας επειδή μπορεί να το πληρώσει, όπως μπορεί να αντέξει όλες τις υπερτιμήσεις των αγαθών και της διαμονής. Τα αγροτικά αυτοκίνητα σκοτώνονται για το ποιός θα πρωτοκατεβάσει τους ξένους στην Χώρα, έναντι αδράς αμοιβής. Υπάρχουν όμως κάτι γιαγιάδες, κάποιοι ψαράδες, κάποιοι «παλαβοί», φρυκτωρίες ανθρωπιάς, που τρέχουν να αγκαλιάσουν «τα μωρά» γιατί οι γιαγιάδες έχουν τη μνήμη της προσφυγιάς και η ζωή είναι μνήμη.Γιατί χωρίς μνήμη είμαστε άγραφες σελίδες ανοχύρωτες υπάρξεις Από την πολυπολιτισμική συνύπαρξη των ανθρώπων μόνο καλό μπορεί να προκύψει. Η αγάπη ποτέ δεν έβλαψε κανέναν, αντιθέτως το χρήμα και η μισαλλοδοξία, ο φασισμός και ο φανατισμός έφεραν τα ολοκαυτώματα. Ο εναγκαλισμός είναι ο μόνος οπλισμός μας. Η Λέσβος και η ανθρωπιά αυτή τη στιγμή γράφουν ιστορία και εύχομαι να είναι με μελάνι υμνητικό κι όχι με αίμα.
«Ο φανατισμός, ο ρατσισμός και ο φασισμός, απ’ όπου κι αν προέρχονται, ότι είδους και να είναι, ενέχουν την απαξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι αυτό είναι τρομακτικό, θλιβερό και αποτρόπαιο».
-Στα σενάρια σου όσο ωμά και αν καταγράφεις την πραγματικότητα, υπάρχει πάντα ένα τρυφερό κομμάτι, μια ωδή στον έρωτα από όπου και αν προέρχεται και όπου και αν καταλήγει. Έχεις πει ότι το αιώνιο πρόβλημα των ανθρώπων θα είναι πάντα ο έρωτας όσο και αν αυτό δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Μέσα σε αυτήν την ανθρωποκεντρική αντίθεση καταγράφεις τελικά την εμπειρία σου στο δικό σου πέρασμα του χρόνου;
Οτιδήποτε έχουμε δημιουργήσει τόσο εγώ, όσο και ο Γιώργος είναι αποτέλεσμα ερωτικό. Ο έρωτας καταλύτης, ο έρωτας πηγή έμπνευσης, ο έρωτας πεταμένος στο δρόμο, ο έρωτας ουτοπία. Και μ’ αρέσει να φλερτάρω με την ουτοπία, γιατί πιστεύω ότι εκεί μέσα βρίσκονται οι θεοί.
-Αν σου δινόταν η ευκαιρία, θα ήθελες να καταγράψεις την σημερινή κατάσταση του νησιού με την βίαιη πολυπολιτισμικότητα που διανύει; Πιστεύεις ότι αυτό θα αλλοιώσει την ιστορία του τόπου ή τελικά θα την αναδείξει;
Η ιστορία ενός τόπου μπορεί να αλλοιωθεί μόνο από τα μέσα και όχι από τα έξω. Οι συγκρούσεις και οι συνυπάρξεις πολιτισμών μόνο εξέλιξη μπορούν να φέρουν. Έχουμε άραγε αναρωτηθεί ποτέ, πόσο μπορεί να έχει αλλοιωθεί ο πολιτισμός μας από τα υποπροϊόντα του Δυτικού πολιτισμού και δη του αμερικανικού που καταναλώνουμε καθημερινά; Για την ποιότητα και ήθος της τηλεόρασης που είναι καθημερινά σαν σαράκι μέσα στα σπίτια μας; Γι αυτά πρέπει να επαγρυπνούμε κι όχι για τον Σύρο, τον Αφγανό, τον Πακιστανό και όποιον άλλον χτύπησε την πόρτα μας και ζήτησε μια θέση στον ήλιο. Φυσικά και θα ήθελα να συνεισφέρω στην καταγραφή της σημερινής πραγματικότητας του νησιού. Θα ήθελα να κάνω εικόνα και τραγούδι οπτικοαουστικό την Οδύσσεια αυτών των ανθρώπων. Κάπου σ’ αυτές τις θάλασσες όπου αφήνουμε να πνίγονται οι άνθρωποι πρέπει να στείλουμε ένα μοιρολόι. Τους το χρωστάμε. Γιατί κανείς δεν φεύγει από την πατρίδα του αν δεν τον διώξουν.
Οι “7 θυμοί” θα προβληθούν στις 14 Οκτωβρίου μέσα από τη συχνότητα της ΕΡΤ2 (11.45μ.μ.)
Οι «7 Θυμοί» είναι γυρισμένοι σε πρώτο πρόσωπο. Δηλαδή με βλέμμα απόλυτα υποκειμενικό. Είναι μια αισθητική επιλογή που έχουμε επιλέξει σε όλες τις ταινίες που έχουμε κάνει με το Γιώργο Κόρρα . Βλέπουμε δηλαδή ό,τι βλέπει ο ήρωας της ταινίας και ανακαλύπτουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του. Η ηθική στάση του ήρωα είναι μοιραία η δική μας ηθική στάση. Μια ηθική στάση που διαμορφώνεται συνεχώς με το χρόνο και εξελίσσεται, πιστεύω θετικά, με το πέρασμά του.
Στην ταινία «…λιποτάκτης» ο κεντρικός ήρωας μέσα από μια ερωτική ιστορία με ένα λαϊκό παιδί από την επαρχία έρχεται σε επαφή με την αλλοτρίωση και την χαμένη λαϊκότητα της τουριστικής κωμόπολης. Μια τοιχογραφία ανθρώπων σε μέθη καταναλωτισμού και συμπεριφορών που στερούνται ταυτότητας και αυθεντικότητας. Στην ταινία «Μιρουπάφσιμ» ο κεντρικός ήρωας, έρχεται σε επαφή δια μέσου μιας παρέας Αλβανών μεταναστών με τον διαφορετικό πολιτισμό, ταξιδεύει στην πατρίδα τους, μαθαίνει, γοητεύεται από την αυθεντικότητα των συμπεριφορών τους, την γνήσια λαϊκότητα, την μπέσα και τη λεβεντιά τους, βρίσκει σ’ αυτούς την Ελλάδα του ’50, αλλά και συγκρούεται μαζί τους, με τον βαθύτερο συντηρητισμό τους, σε μια σύγκρουση που θα του επιφέρει καινούργια δεδομένα και που θα του ανοίξει καινούργιους ορίζοντες.
Ακόμη και στο «Χορό των αλόγων» που είναι ένα ντοκιμαντέρ, η ματιά είναι πάλι υποκειμενική. Τη θυσία του ταύρου, αυτό το πανάρχαιο δρώμενο που συνεχίζει ακόμη στη Λέσβο, την βλέπουμε μέσα από τη ματιά ενός παιδιού που ακούει παράλληλα και τις διηγήσεις της γιαγιάς του. Συγχρόνως όμως παραθέτει με την αθωότητα της ματιάς του συμπεριφορές ανθρώπων, και κυρίως των πρωταγωνιστών ανδρών, μέσα από τη διαδικασία του τελετουργικού και του γλεντιού. Για να φτάσουμε στους «7 Θυμούς». Ο Πέτρος, ο κεντρικός ήρωας, αρχαιολόγος στο επάγγελμα, μέσα στο κέντρο τη Αθήνας, βιώνει την απογυμνωμένη ελληνική παράνοια ερχόμενος σε επαφή από επιλογή ή από σύμπτωση με ανθρώπους «διαφορετικούς»: Έναν Άραβα μετανάστη που έρχεται σε μια χώρα απίστων αποφασισμένος να την κατακτήσει. Μια Ελληνογαλλίδα τσελίστα που κουβαλά την αγωνία της αλκοολικής μητέρας της. Έναν νεαρό Αλβανό πιανίστα που φέρει την κατάρα της ευφυΐας και της προσωπικής του θεότητας. Έναν Έλληνα μετανάστη που επαναπατρίζεται, άπατρις πλέον. Έναν διευθυντή τράπεζας που πιστεύει ότι όλα εξαγοράζονται ακόμα και η αγάπη. Έναν αστυνομικό της πεζής περιπολίας που φτιάχνει μια δική του ιστορικοπολιτική πραγματικότητα. Η επαφή του Πέτρου με αυτούς τους ανθρώπους είναι κατ’ αρχήν εμπειρία τραυματική. Για κάθε μια απ’ αυτές ο Πέτρος θα καταβάλει και ένα αντίτιμο. Μερικές φορές υλικό, άλλες καθαρά ψυχικό – συναισθηματικό. Κάποτε και τα δύο. Σε αυτό που ανθίσταται και αντιδρά είναι ο φανατισμός, απ’ όπου και αν προέρχεται, από οποιαδήποτε θρησκεία ή πολιτικό χώρο. Το κέρδος της Εμπειρίας θα καλύψει την απώλεια; Ουμανισμός και αναζήτηση της ψυχικής ισορροπίας μέσα από έναν ρεαλισμό της καθημερινότητας. Η υποκειμενική ματιά όπως διαφαίνεται πάει μέχρι εκεί όπου πάει και η εμπειρία μου. Αλίμονο στην τέχνη που προσπαθεί να αποκρύψει ή να ωραιοποιήσει τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Δεν θεωρώ τολμηρό να δείξω την πραγματικότητα, το θεωρώ δεδομένο.
Μια απροσδόκητη αντίδραση.
Όταν ο Χουσάμ, ο φίλος μου από το μαρτυρικό Χαλέπι της Συρίας, είδε τους 7 Θυμούς μου έγραψε από τη Γερμανία όπου ζει πια: «μας ξεμπρόστιασες, αλλά χαλάλι σου, γιατί μας αγαπάς».
Η κρυμμένη παράμετρος της μάνας : Μια κρυμμένη παράμετρος των ταινιών μας είναι η μάνα. Η παρουσία και η απουσία της είναι παράπλευρες καταλυτικές επεμβάσεις στην ηθική στάση του κεντρικού ήρωα και του μύθου. Η μάνα στον «..λιποτάκτη» (η μεγάλη ερασιτέχνης ηθοποιός Τούλα Σταθοπούλου) είναι η μαχητική λαϊκή γυναίκα που με το ένστικτο και τη σοφία της μητρότητας προσπαθεί να σώσει το παιδί της από την πορνεία και τα ναρκωτικά. Η Αλβανίδες μάνες στο «Μιρουπάφσιμ» ελληνόφωνη και αλβανόφωνη, εκ διαμέτρου αντίθετες αλλά με κοινό παρονομαστή την προστασία των παιδιών τους. Στο «Χορό των αλόγων» η μάνα-γιαγιά (εδώ παίζει η ίδια η μάνα μου, μια μορφή που μας ενέπνευσε όλες τις άλλες μανάδες) μεταδίδει στο γιο-εγγονό την ιστορική μνήμη και τα πάθη της προσφυγιάς μέσα από την ιστορία της θυσίας στον Άγιο. Και τέλος στους «7 Θυμούς» η μάνα είναι παρούσα σε πολλές μορφές, πίσω από κάθε σχεδόν ρόλο: Η μάννα του ήρωα που έχει καλύψει με τις φτερούγες της τις «παλαβές» επιλογές του. Η αλκοολική μάνα της τσελίστα. Η απούσα μάνα του Αλβανού πιανίστα που εξακολουθεί να τις στέλνει επιστολές. Η κυρίαρχη μάνα του διευθυντή τραπέζης σε μια εμφάνιση μόνο πάνω από το φέρετρό του (η Μάγια Λυμπεροπούλου σε μια από τις σπάνιες κινηματογραφικές εμφανίσεις της). Η μάνα του Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία που δεν την γνώρισε ποτέ. Και η ταινία αρχίζει με φωνές σε ξένες γλώσσες, αμετάφραστες, που όλες λένε όλες το ίδιο πράγμα. «Μάνα, είμαι στην Ελλάδα και είμαι καλά…..»
Κι ας πάμε στο επιμύθιο: Μου έγιναν δύο προσεγγίσεις για να παιχτεί η ταινία στη Μυτιλήνη και στην Αθήνα από ένα μυτιληνιό σύλλογο, και οι δύο ναυάγησαν. Ο μικροαστικός πολιτισμός μας είναι δυστυχώς μιμητικός και δεν παράγει δικό του πρωτογενές έργο. Η λαϊκότητα που ύμνησαν ο Τσαρούχης και ο Κάρολος Κουν, η ελληνική λεβεντιά και γενναιοδωρία αντικαταστάθηκαν από την κακή μίμηση της ευρωπαϊκού καθωσπρεπισμού, «μη θίγεται τα κακώς κείμενα, καλύτερα κουκουλώστε τα». Το εύκολο χρήμα, η επιπόλαιη καπιταλιστική πολιτική, η αλόγιστη κατανάλωση των τελευταίων δεκαετιών ίσως είναι κάποιες από τις αιτίες. Οι κοινωνιολόγοι, οι ανθρωπολόγοι και οι πολιτικοί ας ψάξουν να τις βρουν. Η τέχνη έχει προορισμό, να επισημαίνει, να ξύνει πληγές, να θέτει αγωνίες και να μας κάνει να επαγρυπνούμε. Η ταινία παίχτηκε στη Λισαβόνα, στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο, στο Τορίνο, στην Αυστραλία στη Φλωρεντία με διεισδυτική αντιμετώπιση. Στη Μυτιλήνη δεν μπορεί να παιχτεί γιατί δεν αντέχεται. Δεν υπάρχει παράπονο σ αυτή τη διατύπωση, διαπίστωση, θυμός υπάρχει. Ο ένας από τους 7.
ΥΓ.
Αρκετό καιρό μετά το πέρας της ταινίας ανασκαλεύοντας τις σημειώσεις μου από τη μελέτη της Αγίας Γραφής στο Οικοτροφείο Αριστούχων Γυμνασιοπαίδων της Ιεράς μητροπόλεως Μυτιλήνης. Πρέπει να ήμουνα τότε στα δεκαπέντε, ανακάλυψα το εξής κείμενο: «Εις το 13ον κεφάλαιον εκχύωνται αι από του προηγουμένου κεφαλαίου προαγγελθείσαι φιάλαι “του θυμού του Θεού εις την γην”. Είναι οι τελευταίες επτά πληγές, τιμωρίες του Θεού εναντίον του αμαρτωλού κόσμου, έχουν δε αντιστοιχίαν τινά προς τας επτά πληγάς της Αιγύπτου». Αυτό μετά από 45 χρόνια έγινε ταινία. Τα σημάδια των γεγονότων που μας συγκινούν και διαμορφώνουν τις υπάρξεις μας δεν σβήνουν ποτέ