To 55o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, κυρίως γιατί μας έδωσε μια πιο σφαιρική εικόνα του ελληνικού σινεμά. Το αφιέρωμα στα 100 χρόνια κινηματογράφου, που σου έδινε την ευκαιρία να δεις από την Στέλλα του Κακογιάννη μέχρι Το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη, το κυρίως πρόγραμμα με τις προσπάθειες νέων κινηματογραφιστών, οι ελληνικές παραγωγές και συμπαραγωγές, που διαγωνίστηκαν άλλα και οι κλασσικές συζητήσεις στην Αποθήκη Γ στο Λιμάνι, τρέφουν τα ερωτήματα και τα συμπεράσματα, που θα διαβάσετε στις επόμενες γραμμές.
Ας ξεκινήσουμε από ένα ερώτημα, που τέθηκε σε μια αντίστοιχη συζήτηση, που είχα στο Facebook τις προάλλες, άλλα και που θέσαμε σε δημιουργούς, που συναντήσαμε στο φεστιβάλ: ζει το ελληνικό σινεμά την άνοιξη του; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε σε κάποια άλλη. Είχαμε ζήσει τον “χειμώνα του ελληνικού σινεμά”; Η απάντηση είναι “ναι σε ένα βαθμό”.
Όσο κι αν το κινηματογραφικό γούστο είναι κάτι υποκειμενικό, είναι αναμφισβήτητο πως η δεκαετία του ’80 ήταν μια ζοφερή περίοδος για τον ελληνικό σινεμά. Ήταν η “εποχή της βιντεοκασέτας”, με τις αμφιβόλου καλλιτεχνικής ποιότητας παραγωγές, πολλές από τις οποίες δεν έφθαναν ποτέ στο σινεμά άλλα κατευθείαν στο καθιστικό της ελληνικής οικογένειας. Η εποχή αυτή γέννησε σταρ, οι οποίοι στη συνέχεια, όταν τέλειωσε η “μόδα” είτε αντιμετώπισαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα αφού δεν έβρισκαν δουλειά, είτε πέρασαν στην επιθεώρηση και λίγοι κατάφεραν να διατηρηθούν μέχρι τις ημέρες μας, παίρνοντας μικρούς ή μεγάλους ρόλους σε τηλεοπτικές παραγωγές. Μπορεί η “εποχή της βιντεοκασέτας” να ήταν καταστροφική για το ελληνικό σινεμά, άλλα θα ήταν λάθος να πούμε πως αυτό μπήκε στο “ψυγείο”. Βλέπετε, το 1984, την ίδια χρονιά που ο Στάθης Ψάλτης έπαιζε στο “Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ” και στο “Μάντεψε τι κάνω τα βράδια”, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κέρδιζε το βραβείο σεναρίου στις Κάννες για το “Ταξίδι στα Κύθηρα”, το οποίο ήταν υποψήφιο και για τον Χρυσό Φοίνικα άλλα βραβεύθηκε και από την Διεθνή Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου.
Την δεκαετία, που ακολούθησε, βλέπαμε στους κινηματογράφους ένα κράμα της “βιντεοκασέτας” με ότι προβαλλόταν εκείνη την εποχή στην τηλεόραση. Ηθοποιοί, που τους γνωρίσαμε σε τηλεοπτικούς ρόλους, πρωταγωνίστησαν σε ταινίες, που σε αυτές και αν δεν μπορείς να καταλήξεις αν ήταν καλές ή όχι. Το “Βαλκανιζατέρ” του Γκορίτσα, το “Safe Sex” των Ρέππα και Παπαθανασίου ή ο “Οργασμός της Αγελάδας” της Μαλέα είναι ενδεικτικές ίσως του ελληνικού σινεμά το διάστημα 1990 – 2000, που γνωρίζει σημάδια ανάκαμψης. Άλλα και πάλι την ίδια εποχή είχαμε τον Χρυσό Φοίνικα του Αγγελόπουλου για την “Μια Αιωνιότητα και μια μέρα”…
Θα μπορούσα να γράψω και για τα χρόνια, που ακολούθησαν, και που πάνω-κάτω είχαν το ίδιο μοτίβο, μέχρι και τον “Κυνόδοντα” του Γιώργου Λάνθιμου, για τον οποίο αν ρωτούσαμε οι περισσότεροι θα έλεγαν πως υπήρξε κομβικός για την “Άνοιξη” του ελληνικού σινεμά. Θα ήταν όμως και άδικο για τόσους δημιουργούς, που όλα αυτά τα χρόνια βγάζουν πραγματικά καλές ταινίες.
Η πραγματικότητα είναι, πως το ελληνικό σινεμά δεν γνώρισε “χειμώνα”, ώστε να λέμε σήμερα πως γνωρίζει “άνοιξη”. Απλά είχε πάντα δυο όψεις: την καλή και την κακή. Η ψευδαίσθηση που μας δίνεται οφείλεται στην ποσοτική ισορροπία ανάμεσα στις καλές και τις κακές ταινίες. Την δεκαετία του ’80 οι βιντεοκασέτες έμπαιναν σωρηδόν στα σπίτια καλύπτοντας ποσοτικά και μόνο το καλό σινεμά. Τα επόμενα χρόνια το μάρκετινγκ και η τηλεόραση, που επίσης είναι χωμένα στο ελληνικό σπιτικό, διαμόρφωσαν την αντίληψη για τον ελληνικό κινηματογράφο. Άλλα την ίδια εποχή έκανε σινεμά και ο Οικονομίδης, ο Λάνθιμος έκανε την Κινέττα και γενικά εντόπιζε κανείς καλές ταινίες, χωρίς να υπολογίζουμε καν τα “βαριά ονόματα” όπως ο Αγγελόπουλος, ο Γαβράς ή ο Βούλγαρης. Και για να είμαστε δίκαιοι, αυτές οι δυο όψεις δεν υπάρχουν μόνο στο ελληνικό σινεμά. Εκτός κι αν είμαστε τόσο αφελείς να πιστεύουμε, πως το σύνολο του γαλλικού σινεμά, για παράδειγμα, βγάζει ταινίες σαν κι αυτές του Τρυφώ!
Αν κάτι άλλαξε, όντως με τον Κυνόδοντα, είναι η απήχηση του ελληνικού σινεμά στο εξωτερικό. Γιατί ο Γιώργος Λάνθιμος το 2009 κατάφερε μια σημαντική διάκριση στις Κάννες (και φυσικά ως τις υποψηφιότητες των Όσκαρ) μετά από έντεκα χρόνια και φυσικά ακολούθησαν και άλλες και άλλων σκηνοθετών. Μια απήχηση όμως, που δεν την βλέπουμε και μέσα στην Ελλάδα, αφού το ελληνικό κοινό δεν βλέπει με καλό μάτι (για την ακρίβεια δεν βλέπει σχεδόν καθόλου) ελληνικές παραγωγές, εκτός από εκείνες που διαφημίζονται υπέρμετρα ή αποτελούν έργα δημιουργών-πρωταγωνιστών του εγχώριου star system (βλ. Παπακαλιάτης).
Όλος αυτός ο χαμός με τον Λάνθιμο και άλλους σκηνοθέτες βέβαια δημιούργησε και μια “νέα σχολή” στο ελληνικό σινεμά και δυστυχώς όχι με την καλή έννοια. Οι επιτυχίες αυτών των ταινιών μεταφράστηκαν από νέους Έλληνες δημιουργούς ως συνταγή επιτυχίας και γρήγορης αναγνωρισιμότητας. Γεμάτες “καλλιτεχνιές”, δυσνόητους συμβολισμούς, περίεργες στιχομυθίες, προσπαθούν ανεπιτυχώς να αναπαράγουν το concept του weird greek cinema. Σαν αποτέλεσμα στερούνται σημαντικά χαρακτηριστικά, που θα έκαναν μια ταινία να την αγαπήσει το κοινό: την απλότητα, την αυθεντικότητα και την πρωτοτυπία. Είναι τυχαίο, που οι δυο χειρότερες (κατά την γνώμη μου) ελληνικές ταινίες, που είδα στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη ήταν μια προσπάθεια αντιγραφής του ύφους του Λάνθιμου και του Κούτρα η μία και του Αγγελόπουλου η άλλη;
Για να κλείσουμε, το ελληνικό σινεμά συνεχίζει μια πορεία σταθερή στον χρόνο με πολύ καλές ταινίες άλλα και κάμποσες κακές ταινίες. Δεν ζει “άνοιξη”, όπως δεν έζησε “χειμώνα”. Απλά περισσότερες δουλειές Ελλήνων δημιουργών κερδίζουν τις εντυπώσεις (ενίοτε και βραβεία) εκτός συνόρων τα τελευταία χρόνια, την ίδια στιγμή που η χρηματοδότηση του ελληνικού σινεμά μειώνεται στο ελάχιστο και ότι βγαίνει τελικά στην μεγάλη οθόνη είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και οικονομικών ρίσκων των δημιουργών.