Search

Δημήτρης Τάρλοου: “Να αναγνωρίσουμε την αξία της διαφορετικότητας”

Μια νέα πατρίδα βρήκε η “Μεγάλη Χίμαιρα” του Καραγάτση εδώ στη Μυτιλήνη, όπου εξακολουθεί να υπάρχει ο απόηχος της εποχής του διηγηματογραφικού του σύμπαντος ενώ ταυτόχρονα οι προκλήσεις της σύγχρονης ζωής του νησιού, έρχονται να μας υπενθυμίσουν τους συμβολισμούς του και τη διαχρονικότητα των νοημάτων του.  Η αποδοχή από το κοινό ήταν τεράστια, εφάμιλλη με την ποιότητα της συμπαραγωγής του Φεστιβάλ Αθηνών και του θεάτρου «Πορεία” που επιμελήθηκε σκηνοθετικά ο εγγονός του εμβληματικού λογοτέχνη της γενιάς του ’30 Δημήτρης Τάρλοου, ο οποίος μάλιστα υποδύθηκε τον παππού του. Με αφορμή την παράσταση και μέσα από μια πρωτοβουλία του Μιχάλη Μπάκα, βρεθήκαμε στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου και μαζί με μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και πολιτιστικών σωματείων του νησιού μιλήσαμε για τις “χίμαιρες” του σήμερα, τις ουτοπίες της κοινωνικής ενσωμάτωσης, της προσπάθειας ένταξης του ξένου στην Ελλάδα μέσα από τον πολιτισμό αλλά κυρίως για τη σημασία του να είσαι διαφορετικός.

“Αποφασίσαμε να έρθουμε στη Μυτιλήνη   όπως και στην Κέρκυρα που πήγαμε δεν πηγαίνουν συχνά παραστάσεις, καθώς είναι πολύ ακριβό. Στη Μυτιλήνη όμως ήθελα να έρθουμε γιατί αφενός γιατί ο Στρατής Πασχάλης (διασκεύασε το έργο) είναι Μυτιληνιός και αφετέρου ήθελα να δω πως λειτουργεί η παράσταση σε έναν τόπο όπως αυτός που αντιμετωπίζει αυτά τα ζητήματα και παράλληλα υπάρχει και μια αστική παράδοση με μεγάλο ενδιαφέρον για τις τέχνες…”, λέει ο Δημήτρης Τάρλοου

“Η Τέχνη αμβλύνει τις διαφορές και μας φέρνει πιο κοντά γιατί αποδεικνύει πόσο το να είσαι ξένος, διαφορετικός, μετέωρος μπορεί να ναι σημαντικό. Νομίζω ότι υπάρχει μια εμμονή με την ένταξη. Είναι προφανές ότι αν μείνεις σε έναν τόπο θα μάθεις τη γλώσσα και ίσως τα παιδιά σου αργότερα να θεωρούν τον εαυτό τους μισό Έλληνα. Όμως σημασία έχει και το αντίθετο. Δηλαδή το κατά πόσο το να είσαι μόνος σου, διαφορετικός, ανένταχτος, ξεχωριστός, ιδιότροπος μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από το να είσαι ίδιος με με όλους. Και αυτή νομίζω είναι μια σκέψη που πρέπει να κάνει ο κόσμος. Έχουμε λίγο χάσει την αίσθηση της αξίας της διαφοράς χάρη σε μια μπουλουκοποίηση που υποκρύπτει κι έναν υφέρποντα φασισμό, μια βαθιά αγραμματοσύνη, μια έλλειψη ενδιαφέροντος, να δεις τι είναι ο άλλος. Η Ελλάδα όταν ήταν Αυτοκρατορία, ήταν επειδή ακριβώς ενδιαφέρθηκε για τον άλλο ακόμη και όταν τον κατέκτησε πήρε από αυτόν πράγματα και επιβλήθηκε μάλλον από την δυνατότητα να εντάσσει ανθρώπους πολύ διαφορετικούς. Έτσι λοιπόν θα πρέπει να κάνουμε το αντίθετο από αυτό που κάνουμε και να αναγνωρίσουμε στον άλλο τη σημασία της διαφορετικότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με τον καλλιτέχνη. Γι αυτό και ‘γω πολεμάω γιατί δεν δέχομαι να συνδιαλλαγώ με κανένα είδος εξουσίας το οποίο μου υπαγορεύει ως πολιτική, κομματική η ταξική οριοθέτηση ποιος πρέπει να είμαι, τι πρέπει να λέω, και πως να σκηνοθετώ σκηνοθετώ. ”

Για την επιλογή του να είσαι ξένος κια το ζήτημα της από-ένταξης μίλησε ο Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Μιχάλης Ψημίτης:  “Ο ξένος είναι αυτός που μας συμπληρώνει και ξένοι είμαστε εμείς που συμπληρώνουμε αυτόν. Αν το αποδεχτούμε αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να αποδομήσουμε το “εμείς” με βάση το οποίο αμυνόμαστε απέναντι στο “άλλο δεχόμενοι ότι ο άλλος μας συμπληρώνει. Επομένως δεν είναι απαραίτητο να ενσωματωθεί, δεν είναι απαραίτητο να ενταχθεί γιατί με αυτόν τον τρόπο η ένταξη και η ενσωμάτωση γίνεται αρνητικότητα, γιατί σιγά σιγά θέλεις να βάλεις τον άλλον μέσα σε ένα φίλτρο που όταν τον βγάλεις θα είναι αυτό που είσαι εσύ”. Να μάθει δηλαδή την ελληνική γλώσσα, να μάθει την ελληνική ιστορία που ποιος Έλληνας ξέρει την ελληνική ιστορία με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα που έχουμε; Όμως από τον ξένο το απαιτούμε. Με αυτήν έννοια ο ξένος σημαίνει να παραμένεις αυτό που είσαι, να μην ενταχθείς να μην ενσωματωθείς. Υπάρχουν στην Ελλάδα Έλληνες που νιώθουν περισσότερο ξένοι από ποτέ. Και δε μιλώ για Έλληνες μετανάστες μιλάω για Έλληνες που ήταν πάντοτε εδώ και τώρα επιλέγουν να είναι ξένοι. Υπάρχουν αυτοί που απέναντι στην πρόκληση που ζούμε θεωρούν ότι πρέπει να γίνουν περισσότερο Έλληνες με αναφορά στη σημαία, στο αίμα, στο DNA και το κι εκείνοi που βρίσκουν μια ευκαιρία να αποενταχθούν, να αποενσωματοθούν, να αποξενιστούν, να γίνουν πιο ξένοι σε σχέση με το συλλογικό εμείς. Επομένως θα πρεπε να δούμε αυτές τις δύο έννοιες που υπάρχουν , συγκρούονται και δίνουν  διαφορετικά ερεθίσματα και να βρούμε ενδεχομένως και τον πλούτο τον συμβολικό του Καραγάτση”.