γράφει ο Γιώργος Καστέλλης (Cinefreaks.gr)
Αν και την τελευταία επταετία οι βρικόλακες αναδείχθηκαν στην πιο κερδοφόρα χολιγουντιανή εμμονή, παραδόξως τα μεγάλα studio είχαν αφήσει τον πιο δημοφιλή εκπρόσωπο τους, να κοιμάται ήσυχο στην κάσα του για πολύ καιρό.
Τελευταία φορά που κάποιος φόρεσε την μπέρτα του αιμοσταγή κόμη, ήταν ο Gerard Butler– στην προ Leonidas εποχή του – σε μια διασκευή που ήθελε τον Δράκουλα να επανέρχεται στην Νέα Ορλεάνη του 2000 και να ταυτίζεται ιστορικά με την φιγούρα του Ιούδα του Ισκαριώτη (Dracula 2000). Η ταινία απέτυχε, ο χρόνος κύλησε, η βιομηχανία του θεάματος μετέτρεψε τα πάλαι ποτέ ανατριχιαστικά βαμπίρ, σε ανώδυνους μετροσέξουαλ που λαμπυρίζουν στο φως του ήλιου, κι αφού μετά από αυτό δεν μπόρεσε να εφεύρει κάτι πιο εξευτελιστικό για το βαμπιρικό μύθο, αποφάσισε να κάνει στροφή στην παράδοση. Και τι πιο παραδοσιακό από τον αγαπημένο μας Δράκουλα.
Αυτή τη φορά το σενάριο δεν ακολουθεί την πλοκή του κλασσικού μυθιστορήματος του Bram Stoker. Χρησιμοποιεί μεν κι αυτό, ως αφετηρία του, την ιστορική προσωπικότητα του ρουμάνου στρατηλάτη Βλαντ Τέπες, από εκεί κι έπειτα όμως επιχειρεί να διηγηθεί μια ολότελα καινούρια εκδοχή του μύθου, που περιορίζεται κυρίως στα χρόνια της ηγεμονίας του και στους πολέμους με την οθωμανική αυτοκρατορία. Η εκδοχή αυτή αν και δεν μένει απόλυτα πιστή στη πραγματική ιστορία, υιοθετεί αρκετά στοιχεία από αυτήν και τ’ αναμιγνύει όπως ήταν αναμενόμενο με την βαμπιρική μυθολογία.
Το αποτέλεσμα είναι ένα μπασταρδεμένο κράμα φαντασίας, τρόμου, ιστορίας και πολεμικής περιπέτειας που παλεύει φιλότιμα να βρει το στυλ του του κάπου ανάμεσα στο “Game of Thrones” και στα κλασσικά monster films της Universal. Δεν τα καταφέρνει ποτέ αλλά τουλάχιστον πεθαίνει προσπαθώντας.
Το εικαστικό κομμάτι είναι αρκούντως θεαματικό σε μια απόπειρα να κρυφτεί η ισχνή πλοκή πίσω από πανέμορφα γοτθικά κοστούμια και σκηνικά. Ο φωτογράφος βάζει τα δυνατά του, η ομάδα των ειδικών εφέ επιδεικνύει περήφανα τις ικανότητες της, ο σκηνοθέτης καδράρει με έμπνευση κι ανεβάζει τους επικούς τόνους στο τέρμα… Τι καλά που θα ‘ταν να υπήρχε κι ένα δραματουργικό υπόβαθρο να αναδειχτεί μέσα από όλα αυτά…
Δυστυχώς όμως το “Dracula Untold” όσο κι αν θέλει κι όσο κι αν θέλουμε κι εμείς, δεν είναι μια βαμπιρένια περιληπτική version του “Game of Thrones”. O Charles Dance/ Tywin Lannister και ο Art Parkinson / Bran Stark δεν αρκούν για να μεταδώσουν το ανάλογο vibe. Λείπει η πολιτική ίντριγκα, η συγγραφική τόλμη, η αθυροστομία και ο νοσηρός ερωτισμός… Ειδικά το τελευταίο είναι κι ασυγχώρητο και πρωτάκουστο για δρακουλοταινία, εφόσον από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία ο λάγνος κόμης με τους ανεπτυγμένους κυνόδοντες, έγινε ταυτόσημο της σκοτεινής σεξουαλικότητας.
Κι όσο ελκυστικό κι αν είναι το πρωταγωνιστικό ντουέτο του Luke Evans και της Sarah Gadon, η βαρετότατη επιλογή των σεναριογράφων να τους παρουσιάσουν σαν το τέλειο παντρεμένο ζευγάρι που παραμένει ερωτευμένο μετά από ένα παιδί και καμιά δεκαριά χρόνια γάμου, δεν προκαλεί παρά μόνο χασμουρητά. Το μεταξύ τους love story δεν διαθέτει το παραμικρό twist κι απλά υπάρχει για να υπάρχει.
Φυσικά όμως ο σκηνοθέτης Gary Shore δεν είναι Coppola και δεν φαίνεται να έχει και την παραμικρή φιλοδοξία να γίνει. Στόχος του δεν είναι να εξερευνήσει το φροϋδικό subtext που κρύβεται κάτω από την μυθολογία των βρικολάκων αλλά να παραδώσει μια διεκπεραιωτική μπλοκμπαστεριά που μετατρέπει τον Δράκουλα από καταραμένο ρομαντικό αντιήρωα σε έναν εθνικιστή, νοικοκυραίο με άψογους κοιλιακούς. Δεν ξέρω για σας, αλλά στα δικά μου μάτια αυτό δεν μοιάζει με βελτίωση.