Στα χρόνια τα παλιά, που όμως δεν ξεχάστηκαν, όποιος τολμούσε να πάει από το μονοπάτι, από την Αγία Παρασκευή προς τον Μανταμάδο, περνούσε δίπλα από τη ρεματιά του Δαιμονόλαγκα. Χρειαζόταν τόλμη κι αποκοτιά να διαβείς τον δρόμο. Γιατί στα ράχτα που δεσπόζουν μέχρι σήμερα πάνω από τη ρεματιά, κρυβόταν ένας θεόρατος ληστής. Ένας άνθρωπος σκληρός, που ζούσε κλέβοντας τα ζωντανά και τα γεννήματα των χωρικών. Περνούσε τις ώρες του, εκεί στην ερημιά, πηδώντας από το ένα ράχτο στο άλλο. Σε κάθε σάλτο του γινόταν σεισμός. Τόσο φοβερή ήταν η κορμοστασιά του. Γι αυτό και οι ντόπιοι τον έβλεπαν σαν δράκο. Μια φορά θέλησε να πείσει και τον εαυτό του πως ήταν δράκου γέννημα. Στάθηκε στην κορυφή του ενός βράχου, άνοιξε τη δρασκελιά του και με το ένα πόδι έφτασε μέχρι τον άλλο βράχο. Έμεινε έτσι ώρα αρκετή. Το ένα πόδι στο ένα ράχτο, στο απέναντι, το δεύτερο πόδι. Έβγαζε μια κραυγή που ακουγόταν στα γύρω βουνά, μέχρι τα χωριά. Στην αρχή γιατί ήταν σίγουρος πως αυτό το κατόρθωμα, μονάχα δράκου γέννημα το κατάφερνε. Μα ύστερα γιατί άρχισε να αισθάνεται πως δεν μπορούσε να αντέξει το βάρος του. Υποτάχτηκε στην ίδια του τη δύναμη, σκίστηκαν τα μεριά του, τσακίστηκε ανάμεσα στα ράχτα. Σώθηκαν οι χωριανοί από τον τρομερό ληστή. Από τότε, τα δυο ράχτα τα λένε «του δράκου το πήδημα».
Την πήραν τούτη την ιστορία και την έσωσαν μέχρι σήμερα στόμα με στόμα οι μανάδες και οι γιαγιάδες που ήθελαν να φοβερίσουν τα πιτσιρίκια. Η σκιά του δράκου, παρότι διαμελισμένος, εξακολουθούσε να είναι βαριά. Κι ο Δαιμονόλαγκας έτσι λέγεται μέχρι τα τώρα.
Μα φαίνεται πως δεν ήταν παραμύθι των παππούδων μας η ιστορία με τον δράκο. Κατά πως γράφει κι ο Σταυράκης Αναγνώστης το 1850, «φαίνονται παρά την οδόν δύο υψηλοί, αντίθετοι βράχοι, εις ικανήν απόστασιν ο εις από τον άλλον, όπου Μηθυμναίος τίς αθλητής, την τέχνην χαλκεύς, μυθολογείται πάλαι ποτέ, από του ενός ότι επήδησεν εις τον άλλον».
Δύσκολο να μάθουμε αν ήταν δράκος ή χαλκουργός αυτός που άφησε την πατημασιά του στου δράκου το πήδημα. Μα σίγουρα εκεί, υπήρχε κάποτε ένα οχυρό. «Μια μικρή ακρόπολη με πολυγωνικό τείχος», όπως περιγράφει ο Ευαγγελίδης, το 1924. Ο Γ. Κοντής χρονολογεί το οχυρό στο διάστημα 750-167 π.Χ. Βρέθηκαν εκεί ένα σταθμείο του 300 π.Χ των πέντε μνων, άφθονη κεραμική και θεμέλια κτισμάτων, όπως μαθαίνουμε από τη δημοσίευση του Μάκη Αξιώτη (εφ.Εμπρός 25 Μαΐου 2010).
Τα τείχη του οχυρού είναι χαρακτηριστικά της λεσβίας δομής. Ο Γ. Κοντής επισήμανε πως το οχυρό βρισκόταν κάπου στα όρια των πόλεων-κρατών της Αρίσβης και της Μήθυμνας. Ποια από τις δύο πόλεις είχε εγκαταστήσει φρουρά είναι άγνωστο. Όμως είναι εύκολο να αντιληφθούμε τι σκοπό εξυπηρετούσε ένα οχυρό σε ένα ορεινό πέρασμα ανάμεσα στον Πυρραίων Εύριπο και την ανατολική ακτή της Λέσβου. Η τοποθεσία είναι στρατηγική, άρα το οχυρό αυτό μπορούσε να χρησιμοποιείται και ως φρυκτωρία. Να ήταν δηλαδή ένας πύργος, ενταγμένος σε ένα δίκτυο οχυρών, που εξυπηρετούσε τις επικοινωνίες στην αρχαιότητα. Ήδη από την ομηρική εποχή ξέρουμε πως ένα μήνυμα «ταξίδευε» γρήγορα, με πυρσούς που άναβαν τη νύχτα, ώστε να είναι ορατοί από τη μία φρυκτωρία στην άλλη.
Κι ο δράκος; Ό, τι κι αν ήταν στην αρχαιότητα, δράκος υπήρχε. Ίσως παλαιότερα, αλλά υπήρχε. Γιατί τα ράχτα είναι κόκκινα. Λάβα του ηφαιστείου. Σαν ν΄ άνοιξε το στόμα του ο δράκος του ηφαιστείου και ξέρασε φωτιά στο οροπέδιο. Φωτιά που πέτρωσε κι έμειναν τα ράχτα. Του δράκου καμώματα.