Τα παλιά τα χρόνια, ζούσε στη Μυτιλήνη ένας βαρκάρης. Φάων ήταν το όνομά του. Γέρος και κακάσχημος. Όποιος ήθελε να πάει από την πόλη στην απέναντι παραλία, στον αιγιαλό των Μυτιληναίων, όπως έλεγαν τότε τη Μικρασία, από τον Μπαμπά μέχρι σχεδόν έξω από τη Σμύρνη, αναζητούσε τον Φάωνα με τη βάρκα του. Άσσος στη θάλασσα, ο Φάων δεν δίσταζε στιγμή. Μια φορά, μπήκε στη βάρκα του μια γριά ξεδοντιασμένη και καμπούρα. Άσχημη σαν τον βαρκάρη. Του ζήτησε να την πάει απέναντι. Για κάποιον λόγο που κανένας δεν έμαθε ποτέ, ο Φάων δεν δέχτηκε αμοιβή από τη γερόντισσα.
«Πως μπορώ να σε ανταμείψω», τον ρώτησε.
«Έναν καημό έχω γερόντισσα. Ήθελα να είμαι νέος κι όμορφος. Μα τι θα μπορούσες να κάνεις εσύ», απάντησε ο Φάων.
«Πάρε τούτο το μπουκαλάκι. Έχει μιαν αλοιφή. Άπλωσέ την στο κορμί σου και θα δεις», του είπε και χάθηκε μέσα σ΄ ένα σύννεφο.
Η γερόντισσα δεν ήταν όποια κι όποια. Ήταν η θεά Αφροδίτη. Η θεά του έρωτα. Ο Φάων έμεινε άναυδος να την κοιτάζει . Άλειψε αμέσως το κορμί του κι από τη μια στιγμή στην άλλη μεταμορφώθηκε σε ένα όμορφο παλικάρι, που καμιά κοπέλα δεν μπορούσε πια να μην πέσει θύμα της γοητείας του.
Μια από τις γυναίκες που τον ερωτεύτηκε παράφορα, κατά πως λένε οι σοφοί της αρχαιότητας, ήταν η Ψάπφα, η ποιήτρια Σαπφώ. Πέρασαν μέρες και νύχτες παράφορου έρωτα στη βάρκα και στ΄ ακρογιάλια του νησιού η Σαπφώ και ο Φάων. Η σπουδαία ποιήτρια έγραφε στίχους υμνώντας την ομορφιά του βαρκάρη και παρακαλώντας τους θεούς του Ολύμπου να κρατήσει για πάντα τούτη η νιότη η λαμπρή. Τους ζητούσε να αφήσουν το ελιξίριο της αιώνιας νιότης, για πάντα, στα χέρια ενός θνητού.
Μα πως μπορούσαν οι αθάνατοι ν ΄ αφήσουν στους θνητούς το μυστικό της αιώνιας νιότης; Ένα καπρίτσιο της Αφροδίτης δεν έπρεπε ν αλλάξει τους νόμους της φύσης. Έτσι σκέφτηκε ο πάνσοφος πατέρας των θεών, ο Δίας. Κι έδωσε μια λύση τραγική.
Έριξε στα δίχτυα του όμορφου βαρκάρη μιαν άλλη θνητή, που είχε κατέβει στο γιαλό. Θαμπωμένος ο Φάων έπεσε στην αγκαλιά της. Μα για κακή του τύχη, η γυναίκα ήταν παντρεμένη. Ο ζηλιάρης σύζυγος την παρακολουθούσε και μόλις την είδε στην αγκαλιά του Φάωνα, έπεσε πάνω του και τον σκότωσε με μια μαχαιριά.
Η Σαπφώ μαράζωσε μόλις έμαθε το τέλος του εραστή της. Δεν άντεχε να περιδιαβαίνει στ΄ ακρογιάλια όπου είχαν ζήσει τον παράφορο έρωτα. Μπήκε σ΄ ένα καράβι κι έφυγε από το νησί. Πέρασε το Αιγαίο, έφτασε στην άλλη θάλασσα. Στο Ιόνιο. Βγήκε στη Λευκάδα. Κι εκεί πήγε κατά τον νοτιά. Όπου υπήρχε το ιερό του Απόλλωνα. Σκαρφάλωσε στα απόκρημνα βράχια. Λευκάς Άκρα τα έλεγαν. Άφησε το κορμί της να γίνει ένα με την αιωνιότητα της θάλασσας. Ήταν το 563 προ Χριστού. Κάβο της Κυράς τον είπαν οι ντόπιοι τον απόκρημνο βράχο απ όπου έπεσε η Σαπφώ, μιας και δεν άντεξε την προδοσία από τον όμορφο βαρκάρη, που τον έλεγαν Φάων.
Μα κάποιοι άλλοι σοφοί, που ύστερα από χρόνια πολλά έμαθαν τούτη την ιστορία, είπαν πως ο Δίας δεν αναμείχτηκε καθόλου στην υπόθεση. Το αντίθετο. Έδειξε εμπιστοσύνη στην Αφροδίτη, παρόλο που το μυαλό της ήταν στο … ξεμυάλισμα των ανδρών. Τι έκανε η Αφροδίτη;
Άκουγε την Σαπφώ και τον Φάωνα που καθώς γίνονταν ένα τα κορμιά τους στα ακρογιάλια της Λέσβου παρακαλούσαν τους θεούς να μην έχει τέλος τούτη η ευτυχία, να μην γεράσει ποτέ το κορμί τους. Και τους έδωσε αυτό που ζητούσαν. Ο όμορφος βαρκάρης και η σπουδαία ποιήτρια του έρωτα δεν γέρασαν. Πέθαναν νέοι.
Άλλοι λένε πάλι πως ο Φάων που είχε τυφλωθεί από την ίδια του την ομορφιά, δεν έμεινε πιστός στην μικροκαμωμένη και μελαχρινή κοπέλα από την Ερεσό («μικρά και μέλαινα», την περιγράφει ο Μάξιμος ο Τύριος) και την έδιωξε από κοντά του. Εκείνη έπεσε στη θάλασσα κι η Αφροδίτη που τον είχε κάνει από άσχημο βαρκάρη, πανέμορφο παλικάρι, τον μεταμόρφωσε σε θαλάσσιο δαίμονα, και τον έστειλε ν΄ ακολουθήσει την ποιήτρια.
Όποια κι αν είναι η αλήθεια για το τέλος της Σαπφούς, ο Οράτιος, στη δεύτερη Ωδή του, μας πληροφορεί ότι ακόμα και οι νεκροί στον Άδη, ακούνε τα ποιήματα που συνέθεσε η Σαπφώ με ιερά σιγή.