Φιλοξενώ τον καλό μου εξάδελφο, που ήρθε στην πατρίδα από την μακρινή Αυστραλία. Ρυθμίζω το πρόγραμμά μου ώστε να έχω δύο ρεπό μαζεμένα για να μπορέσουμε να κάνουμε μια βόλτα. Δεν βγαίνω συχνά. Που να βρεθεί χρόνος. Δουλεύω εννιά με εννιά, στην καλή περίπτωση, κάθε μέρα και επιπλέον δύο Σαββατοκύριακο τον μήνα.
Κουβεντιάζοντας με τον εξάδελφο αφήνουμε την τηλεόραση να παίζει. Ακούω τα γνωστά: για την ανάγκη ευελιξίας στην αγορά εργασίας, στο πλαίσιο της προσαρμογής της οικονομίας στα ευρωπαϊκά δεδομένα και με στόχο την ανάκαμψη και την μείωση της ανεργίας. Κάτι για στρεβλώσεις στον ευρωπαϊκό νότο, που δεν επιτρέπουν την αύξηση της απασχόλησης. Το έχω ξανακούσει πολλές φορές στα χρόνια της ύφεσης: ένα από τα προβλήματα είναι η αναποτελεσματικότητα του Έλληνα εργαζόμενου και η φυγοπονία. Κατά τους Γερμανούς είμαστε τεμπέληδες και ως εκ τούτου υπεύθυνοι για το χάλι μας. Εμείς και μόνο εμείς: οι εργαζόμενοι. Για το καλό μας, οι Γερμανοί αξίωσαν και πέτυχαν την πλήρη ανατροπή των κεκτημένων των εργαζομένων.
Αρχίζω να αισθάνομαι άβολα. Γιατί πήρα ρεπό; Μήπως είμαι υπερβολικός; Τι τα θέλω αυτά, τώρα που η χώρα βλέπει φως στην άκρη του τούνελ; Υπάρχει κίνδυνος να εκτροχιασθεί η πορεία ανάκαμψης εξαιτίας του ρεπό; Ανάβω τσιγάρο. Είμαι ανήσυχος, αισθάνομαι βαριά την ευθύνη του κινδύνου να χαθούν όλα εξαιτίας ενός ρεπό. Με τι πρόσωπο θα αντικρύσω αύριο-μεθαύριο τους ηγέτες μας, που θα με ρωτήσουν γιατί υπονόμευσα την πορεία προς την ανάπτυξη, με την εμμονή μου στο ρεπό; Σηκώνομαι από το τραπέζι με σκοπό να πάρω τηλέφωνο στη δουλειά: «Πρέπει να γυρίσω παιδιά, δεν έχουμε την πολυτέλεια για ένα ρεπό».
Στο τραπεζάκι του σαλονιού η εφημερίδα είναι ανοιχτή στη σελίδα που φιλοξενεί τα στοιχεία της μελέτης του ερευνητικού ινστιτούτου Coe-Rexecode, που εδρεύει στο Παρίσι : Η έρευνα στηρίζεται στον αριθμό των ωρών εργασίας σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Και μάλιστα στον πραγματικό χρόνο παρουσίας στον χώρο εργασίας, χωρίς να περιλαμβάνονται δηλαδή αναρρωτικές άδειες, διακοπές, απεργίες, ή απουσίες λόγω παιδικής μέριμνας. Το 2013, σύμφωνα με την έρευνα, οι πιο σκληρά εργαζόμενοι από όλους τους Ευρωπαίους, ήταν, κατά σειρά, οι Ρουμάνοι, οι Κροάτες, οι Βούλγαροι και οι Έλληνες. Οι Ρουμάνοι δούλευαν 2.099 ώρες , οι Έλληνες 1920, όσες οι Βούλγαροι και οι Κροάτες. Την ίδια περίοδο οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί, οι Βέλγοι και οι Φινλανδοί δούλευαν λιγότερες από 1600 ώρες. Οι Ολλανδοί δούλευαν 1350 ώρες. Οι αξιότιμοι τιμητές των πάντων! Από το 201 έως το 2013 μειώθηκαν οι ώρες εργασίας στη Φινλανδία, τη Γαλλία, τη Σουηδία και την Ιταλία. Βρετανοί και Γερμανοί εργάσθηκαν επίσης λιγότερο σε σύγκριση με το 2010.
Δεν μπορεί να είναι πραγματικοί αυτοί οι αριθμοί, σκέφτηκα. Εμείς είμαστε οι τεμπέληδες. Έτσι δεν προσπαθούν να μας πείσουν οι Γερμανοί, που είναι φίλοι και θέλουν το καλό μας;
Κάτι πήγε να περάσει από το μυαλό μου για στερεότυπα που δημιουργήθηκαν και ενισχύθηκαν στη διάρκεια των χρόνων της κρίσης, για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα, για να δικαιολογηθεί η πλήρης ανατροπή όσων είχαν κερδίσει οι εργαζόμενοι εδώ και δεκαετίες. Αλλά ευτυχώς επικράτησε η γερμανική ορθοδοξία, με την οποία έχουμε γαλουχηθεί εσχάτως: Κάποιο λάθος κάνατε, κύριοι ερευνητές του Coe-Rexecode, οι Γερμανοί έχουν δίκιο: εμείς είμαστε οι τεμπέληδες. Απολογούμαστε που δεν εργαζόμαστε όσο πρέπει, αξιότιμοι τιμητές των πάντων. Δεν θα ξαναπάρουμε άδεια, ρεπό, αναρρωτική, γονική. Απολογούμαστε για το θράσος μας.