Λένε ότι οι Αγιασώτες είναι τσιγκούνηδες και αυτό έχει κυκλοφορήσει σε ολόκληρη τη Λέσβο. Εγώ που ξέρω καλά τους Αγιασώτες και πηγαίνω πολλές φορές εκεί και έκανα συναλλαγές εμπορικές και άλλες κατά το παρελθόν, θα τους έλεγα οικονόμους, σφιχτούς αλλά όχι τσιγκούνηδες, όπως τους λένε.
Και μετά τους Αγιασώτες έρχονται οι Πλωμαρίτες που και αυτοί έχουν κάβουρες στην τσέπη οι περισσότεροι και θεωρούνται τσιγκούνηδες, αν και τα περισσότερα μαγαζιά ή τις επιχειρήσεις εκεί στο Πλωμάρι τις κουμαντάρουν γυναίκες, που έχουν διαφορετική ψυχοσύνθεση και διαφορετική αντίληψη οικονομίας θα έλεγα εγώ. Γεγονός πάντως είναι ότι διαφέρουν παρασάγγας από τους Αγιασώτες και τους Πλωμαρίτες οι Καλλονιάτες, οι οποίοι είναι η άλλη πλευρά της ιστορίας. Είναι σπάταλοι ή ευδαίμονες. Δεν κάνουν οικονομίες, δεν κάνουν τσιγκουνιές, καταναλώνουν περισσότερα συγκριτικά με τους κοντοχωριανούς τους Αγιοπαρασκευώτες, οι οποίοι είναι και νοικοκυραίοι και αγοράζουν συνεχώς τον κάμπο της Καλλονής διότι διαθέτουν χρήμα. Όλα αυτά παίζουν ρόλο σε αυτή τη ζωή διότι είναι και θέμα το που μένει κανείς, αν είναι ορεινό το έδαφος ή πεδιάδα, πως έζησε και πως ζει, εννοώ από τους προγόνους του, τις συνήθειες του και το κυριότερο πως διαχειρίζεται τα αγαθά για να μην ξεχνάμε και το αρχαίο ρητό το σοφό «του φυλάξαι τα αγαθά του κτήσασθαι χαλεπώτερον είναι» (το να διατηρήσεις τα περιουσιακά σου στοιχεία από το να τα αποκτήσεις είναι δυσκολότερο).
Η λαϊκή θυμοσοφία και στη γλώσσα της ντοπιολαλιάς λέει και το γνωστό «απ’ την Αγιάσο και απ’ το Πλωμάρ’ μήδε γναίκα μήδε μλαρ’» βασισμένο και αυτό στην οικονομία ή τσιγκουνιά. Τώρα γιατί όλα αυτά; Για ποιο λόγο δηλαδή τα γράφουμε που είναι γνωστά στους πάντες γιατί τα ξέρουν ή τα έζησαν, οι νεότεροι τα διάβασαν από περιοδικά, εφημερίδες, βιβλία και παραστάσεις ακόμα που γινόντουσαν ή γίνονται σε θεατρικά στέκια ή αλλού.
Όλα αυτά λοιπόν τα είπαμε για να κάνουμε τη σύγκριση και να δούμε την εικόνα από την άλλη πλευρά με τους Έλληνες ομογενείς και επί του προκειμένου με τους Λέσβιους ομογενείς. Αυτούς που πήγαν στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη Γερμανία και στην Αμερική ακόμα που είναι πιο ανοιχτοί και που έρχονται κάποια καλοκαίρια να επισκεφθούν συγγενείς και φίλους, να δουν τα σπίτια, τα χωριά που άφησαν μικρά παιδιά και έφυγαν στο εξωτερικό και να θυμηθούν τα παλιά που περνούσαν εδώ με τις οικογένειες τους. Αυτοί είναι πιο σφιχτοί. Αυτοί είναι πιο τσιγκούνηδες. Αυτοί είναι οι μεγάλοι οικονόμοι. Όσοι τους γνώρισαν τους ξέρουν καλύτερα από μένα. Βέβαια τα χρήματα που κέρδισαν στην ξένη γη, στην ξένη χώρα, τα κέρδισαν με πολύ μόχθο, κόπο και ιδρώτα και τα πλήρωσαν ακριβά για να είμαστε ειλικρινείς. Γιατί η δουλειά εκεί δεν είναι σπορ όπως είναι στην Ελλάδα. Δεν είναι παιχνίδι. Ώρες ολόκληρες στα μαγαζιά να πλύνουν πιάτα ή στα εργοστάσια να ανοίξουν οι φλέβες τους, ξεκούραση μόνο το βράδυ και από τα χαράματα πάλι ως το βράδυ δουλειά… δουλειά. Άλλοι κέρδισαν πολλά χρήματα κάνοντας δικές τους επιχειρήσεις, άλλοι κέρδισαν λιγότερα και έκαναν μικρές οικονομίες, αλλά όταν έρθουν εδώ κάνουν παζάρια και στους ταξιτζήδες και στα μαγαζιά που πάνε και δεν είναι ανοιχτοχέρηδες όπως οι δικοί μας, που όσο φτωχοί και αν είναι, όσο τσιγκούνηδες αφήνουν και ένα φιλοδώρημα στο καφενείο ή κερνούν σε έναν φίλο τους μια μπύρα, ένα ούζο ή οτιδήποτε άλλο. Δεν θα τους έλεγα τσιγκούνηδες. Θα τους έλεγα σφιχτούς.
Είχα έναν καλό φίλο στον Καναδά που είχε μαγαζιά και έβγαζε κοτόπουλα και τσιπς. Κάθε μαγαζί πουλούσε τουλάχιστον 2.000 κοτόπουλα την ημέρα. Ας αφήσουμε πλέον τα τσιπς, τις πατάτες, πόσους τόνους πουλούσε. Έναν άλλον στο Τέξας με επτά εστιατόρια. Έναν άλλο στη Γερμανία με μεγάλη μπυραρία. Αλλά όταν ερχόντουσαν εδώ, όχι μόνο αυτοί αλλά και άλλοι που κέρδιζαν λιγότερα, αφού έκαναν παζάρια όπου πήγαιναν, εδώ, εκεί, αλλού, που μου τα έλεγαν οι ίδιοι ή και άλλοι, με ρωτούσαν γιατί στην πλαζ του ΕΟΤ που αργότερα έγινε δημοτική πλαζ, πλήρωναν 2 ευρώ εισιτήριο για είσοδο και για μπάνιο. Ε, σας πληροφορώ λοιπόν ότι κανένας Πλωμαρίτης ή κανένας Αγιασώτης δεν θα έκανε την παρατήρηση για τα 2 ευρώ στην πλαζ, για τα 3,70 ευρώ στο ταξί εντός περιμετρικής ζώνης ή για το τυχόν φιλοδώρημα σε καφετέρια ή εστιατόριο. Πέραν όλων αυτών είχαν αλλάξει και τα ονόματα. Ο Γιώργος έγινε Τζορτζ, ο Παναγιώτης έγινε Πίτερ και ο Στρατής έγινε Ντικ. Τους άλλαξαν δηλαδή οι ξένοι και τα ονόματα τους, χάλασαν και την απλοχεριά, έχασαν και τη συνείδηση της φιλοξενίας και της αγάπης και το χρήμα, χρήμα. Δηλαδή αντί να τους διδάξουν οι δικοί μας τη φιλοξενία και την απλοχεριά αντίθετα εκείνοι διδάχτηκαν την τσιγκουνιά και την οικονομία.
Για αυτό λοιπόν να μη βλέπουμε μόνο τα δικά μας αλλά να ρίχνουμε και μια ματιά προς τα έξω για να κάνουμε συγκρίσεις και τελικά να επιπλέει η αλήθεια σαν το λάδι πάνω από το νερό. Η αλήθεια η οποία ενημερώνει, μορφώνει αλλά και επιμορφώνει ακόμα ορισμένους που έχασαν τα βήματά τους.