Την Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018, έλαβε χώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στις Βρυξέλλες, διακοινοβουλευτική συνεδρίαση με θέμα το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Δράσης για τη Μετανάστευση, με τη συμμετοχή ευρωβουλευτών και μελών εθνικών κοινοβουλίων, εκπροσώπων ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών, πανεπιστημιακών και φορέων της κοινωνίας των πολιτών.
Συγκεκριμένα, στη συνεδρίαση που διοργάνωσε η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (LIBE) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, παρουσία του Επιτρόπου Μεταναστευτικής Πολιτικής, κ. Δημήτρη Αβραμόπουλου, συμμετείχαν, εκ μέρους της Βουλής των Ελλήνων, τα μέλη της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης κ.κ. Νικόλαος Παρασκευόπουλος, Γεώργιος Πάλλης και Νικόλαος Παναγιωτόπουλος.
Ειδικότερα, ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ν. Λέσβου Γιώργος Πάλλης παρενέβη σε δύο από τις ενότητες της συνεδρίασης. Στην ενότητα «Νόμιμοι δίαυλοι και ένταξη δύο έτη αργότερα» υπό την προεδρία του Claude Moraes, Προέδρου της Επιτροπής LIBE, κεντρικοί ομιλητές ήταν ο Felipe Gonzalez Morales, Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών και η Fatma Şahin, Δήμαρχος του Gaziantep, ενώ παρενέβη και ο Tsvetan Tsvetanov, Πρόεδρος της αρμόδιας Επιτροπής του κοινοβουλίου της Βουλγαρίας (προεδρεύουσας χώρας στο Συμβούλιο της ΕΕ). Ο κ. Πάλλης, ξεκινώντας από τις αναφορές που έγιναν πριν από τη δική του τοποθέτηση για το δημογραφικό πρόβλημα της Ευρώπης, είπε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Τρία χρόνια μετά το 2015 μπορούμε να συζητάμε αλλά όχι να επαναπαυόμαστε. Πρέπει να συζητήσουμε για μια βασική αντίφαση της ΕΕ, για το δημογραφικό και, κατ’ επέκταση, το εργατικό δυναμικό της: απ’ τη μια, την προσπάθεια χρηματοδότησης της ένταξης προσφύγων και μεταναστών, και από την άλλη την ενίσχυση της φύλαξης με πρόσχημα την ασφάλεια –αλλά και την άρνηση πολλών χωρών στην υποδοχή προσφύγων και μεταναστών, και μάλιστα χωρών που έχουν μεγάλο αριθμό μεταναστών σε άλλες χώρες. […]
Η υποδοχή και η υπεράσπιση των προσφύγων που καταφτάνουν εδώ και πολλά χρόνια στη Λέσβο είναι ο ίδιος δρόμος που παρουσίασε η Δήμαρχος του Γκαζιαντέπ –το κάνουμε κι εμείς αυτό, είναι ο σωστός δρόμος και με τρομάζει η άρνηση πολλών συναδέλφων μου να ακούσουν γι’ αυτό το δρόμο. Να πάνε να δούνε τι γίνεται στη Λέσβο, στα σχολεία, την πρόσβαση στη δημόσια υγεία που βοήθησε και τον ντόπιο πληθυσμό τελικά η ενίσχυση αυτή.
Θα τελειώσω με μια προσωπική αφήγηση: μια ερώτηση της κόρης μου που σήμερα είναι 6 ετών αλλά το καλοκαίρι του 2015 ήταν 3,5 ετών. Στην ερώτηση της: ‘τι γίνεται με τους ανθρώπους που έρχονται από τη θάλασσα και γιατί έρχονται από τη θάλασσα;’ και στην απάντησή μου ότι ‘γίνεται πόλεμος στη χώρα τους και αναγκάζονται να φύγουν’, το παιδί με την αθωότητά του είπε ‘πώς κάνετε έτσι; Να φτιάξουμε μια πιο μεγάλη και πιο γερή Μυτιλήνη για να χωρέσουμε όλοι. Αν εμείς ως ενήλικοι το μεταφέρουμε αυτό στο επίπεδο της ΕΕ είναι ο δρόμος που μπορούμε να βρούμε για μια σύγχρονη Ευρώπη, ανοικτή στους λαούς, και ενισχύοντας ιδιαίτερα τα παιδιά που είναι το μέλλον της ανθρωπότητας.»
Ο κ. Πάλλης παρενέβη και στην ενότητα «Μετανάστευση εργατικού δυναμικού και οικογενειακή επανένωση» υπό την Προεδρία της Roberta Metsola, συνεισηγήτριας της έκθεσης για την κατάσταση στη Μεσόγειο. Στην παρέμβασή του, που αφορούσε το θέμα της οικογενειακής επανένωσης, ο κ. Πάλλης είπε τα εξής:
«Η στέρηση του δικαιώματος της οικογενειακής επανένωσης δημιουργεί ένα επιπλέον πρόβλημα, έναν επιπλέον εγκλωβισμό στους πρόσφυγες: καταρχάς στα hot spots και, μετά, στη χώρα εισόδου των ανθρώπων αυτών. Μιλάμε για ανθρώπους που ουσιαστικά η ζωή τους ‘μπαίνει στο ψυγείο’ για απεριόριστο χρόνο. Δεν έχουν καμιά διάθεση εκμάθησης της γλώσσας στη χώρα την οποία ζούνε, εκπαίδευσης και ένταξης. Το μόνο που επιθυμούν είναι η γρήγορη οικογενειακή επανένωση. Οι επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία είναι τραγικές. Έχουν αδυναμία αντίληψης του αυτονόητου, γιατί δηλ. δε μπορούν να βρεθούν με τους δικούς τους, που πολλές φορές αυτό τους οδηγεί σε ‘εναλλακτικές δράσεις’ για τη διεκδίκηση του αυτονόητου δικαιώματος. Μιλάμε για απεργίες πείνας, όπως τον Δεκέμβριο στην Αθήνα.
Για το πρόβλημα αυτό, είναι απολύτως κατανοητό ότι φταίει η ΕΕ, δε φταίει η χώρα υποδοχής, φταίνε οι χώρες που καθυστερούν την οικογενειακή επανένωση. Προσωπικά μπορώ να καταλάβω το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τόσο οι χώρες εισόδου όσο και οι χώρες που συντελείται η οικογενειακή επανένωση, όπως η Γερμανία. Παρόλα αυτά, για αυτή την κατηγορία, που είναι ένας μικρός αριθμός στο σύνολο των προσφύγων, μπορούμε και καλύτερα να δράσουμε και γρηγορότερα, με δεδομένο ότι οι συνέπειες όλης αυτής της καθυστέρησης μπορεί να είναι χειρότερες για όλη την ΕΕ από ό,τι το ίδιο το αποτέλεσμα της γρήγορης επανένωσης των οικογενειών αυτών»