(η ιστορία μας σαν παραμύθι)
Δυο χρόνια πολεμούσαν οι Μυτιληνιοί με τους Αθηναίους, από το 608 ως το 606 προ Χριστού, για τον έλεγχο του Σιγείου, της πόλης που είχε στρατηγική σημασία, στο ακρωτήρι της Τρωάδας, εκεί που εκβάλει ο ποταμός Σκάμανδρος. Ήταν πόλη που την είχαν χτίσει οι Μυτιληνιοί τον 8ο αιώνα και της έδωσαν αυτό το όνομα γιατί ξεσπούσαν συχνά καταιγίδες και η θάλασσα ήταν σχεδόν πάντα φουρτουνιασμένη. Για να εξευμενίσουν τα στοιχεία της φύσης την ονόμασαν – από τη λέξη «σιγή» – Σίγειον.
Στρατηγός των Αθηναίων στον πόλεμο αυτό ήταν ο Φρύνων, ένας ανδρείος πολεμιστής που είχε στεφθεί Ολυμπιονίκης το 636 π.Χ. κερδίζοντας στο άθλημα παγκράτιο . Στο στράτευμα των Μυτιληναίων το γενικό πρόσταγμα είχε ο Πιττακός, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Αυτός δεν είχε το παράστημα του Ολυμπιονίκη. Ο ποιητής Αλκαίος, που δεν τον χώνευε καθόλου, τον αποκαλούσε περιπαικτικά «γάστρωνα», επειδή ήταν χοντρός και «αγάσυρτο», γιατί ήταν αφρόντιστος και βρώμικος. Ο φιλόσοφος Κλέαρχος, που επίσης δεν έτρεφε τα καλύτερα αισθήματα για τον Πιττακό, έλεγε πως η μόνη γυμναστική που ήξερε ήταν να αλέθει στάρι. Φαίνεται όμως πως είχε ψυχή και κυρίως πολύ μυαλό…
Αυτός ο χοντρός και αγύμναστος Μυτιληνιός, έβαλε «τα γυαλιά» στον Ολυμπιονίκη των Αθηναίων. Ο Πιττακός για να αποφύγει στην σφαγή στον πόλεμο του Σιγείου, προσκάλεσε σε μονομαχία τον Φρύνωνα Ο νικητής στη μονομαχία θα όριζε και τον κύριο του Σιγείου. Ο Φρύνων σίγουρος για την επικράτησή του δέχτηκε αμέσως. Παρατάχθηκαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης, λυσσομανούσε ο αέρας στην εκβολή του Σκάμανδρου, οι Μυτιληνιοί – αν και εμπιστεύονταν τον στρατηγό τους- αγωνιούσαν για την μονομαχία, που έδειχνε άνιση.
Ο Πιττακός βγήκε στην αλάνα κρατώντας δόρυ και ασπίδα. Στο αριστερό χέρι που κρατούσε την ασπίδα, είχε τυλίξει ένα δίχτυ. Ήταν το μυστικό όπλο του. Όταν ο Φρύνων τον πλησίασε με διάθεση να αποτελειώσει τον αντίπαλό του με ένα χτύπημα, ο Πιττακός τίναξε ξαφνικά το δίχτυ καταπάνω στον αντίπαλό του και τον παγίδευσε σαν ψάρι. Ο Φρύνων αιφνιδιάστηκε, σπαρταρούσε μέσα στο δίχτυ, μα έπεσε καταγής. Κι έτσι, με ευκολία, ο Πιττακός τον σκότωσε. Ξέσπασαν ζητωκραυγές στο στρατόπεδο των Μυτιληναίων, θρήνος κι οδυρμός στο στρατόπεδο των Αθηναίων.
Οι Αθηναίοι παρέλαβαν θλιμμένοι τον νεκρό τους και αποχώρησαν για να επιστρέψουν στην πόλη τους, όπου έθαψαν με τιμές τον ήρωα. Οι Μυτιληναίοι επέστρεψαν νικητές στην πόλη. Ο στρατηγός τους, ο Πιττακός, αυτός ο χοντρός κι απεριποίητος άνδρας, είχε αποδείξει πως για να νικήσεις χρειάζεται πρώτα-πρώτα μυαλό, κι έπειτα σωματική ρώμη.
Οι Μυτιληνιοί τίμησαν τον στρατηγό τους προσφέροντάς του το πιο πολύτιμο αγαθό, την εποχή εκείνη: γη. Μα ο σοφός στρατηγός, που συμβούλευε τους νέους «αν σου εμπιστευθούν ένα αγαθό, να το δώσεις πίσω», έριξε το ακόντιο κι εκεί που έπεσε χάραξε τα όρια της γης που θα εκμεταλλευόταν. Την υπόλοιπη γη που του είχαν χαρίσει οι Μυτιληνιοί την επέστρεψε στην πόλη. «Το μισό είναι περισσότερο από το ολόκληρο» είπε στους συμπολίτες του , που παρακολουθούσαν έκπληκτοι τις πράξεις του σοφού στρατηγού τους. Τη γη που επέστρεψε στην πόλη, ζήτησε να την αφιερώσουν στους θεούς, να στήσουν βωμούς και ιερά για να τους τιμούν, Ήταν η «Πιττάκειος γη» κι ο σοφός στρατηγός έμεινε στη μνήμη όλων στη Μυτιλήνη, σαν ένας από τους πιο δίκαιους ανθρώπους που γέννησε η πόλη.
—————————