Θα πρέπει να ‘χουν περάσει 20 περίπου χρόνια από την τελευταία φορά που είδα τον Γιάννη Μακριδάκη. Αυτό το ψηλόλιγνο παιδί που μιλούσε αργόσυρτα και μας έκανε να σκιρτάμε για το μεγαλείο της φύσης. Ακόμη και αν οι δημοσιογραφικές μας συναντήσεις ήταν κυρίως σε αυτοδιοικητικό πλαίσιο, κατόρθωνε με ένα μοναδικό ταλέντο να μας μιλάει γι αυτά που του άρεσαν. Τη φύση και την ιστορία. Τότε μάλιστα, εξέδιδε και ένα περιοδικό το «Πελινναίο» που στα χρόνια εκείνα και με την άπειρη ματιά μας δεν καταλαβαίναμε τη σημασία του. Εκεί, στην τελευταία συνάντηση μέσα σε ένα πλοίο της γραμμής που δεν θυμάμαι ούτε που πηγαίναμε ούτε από που γυρίζαμε- σε αυτό το σημείο του χρόνου πάγωσε και η μνήμη μου για το Γιάννη. Άλλωστε σχεδόν πάντα πιστεύω ότι σε κάθε ταξίδι μας με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο είτε από θάλασσα είτε ξηρά ή αέρα, την ώρα που βρισκόμαστε μέσα σε αυτό διανύουμε ένα κενό μέσα στο χρόνο.Χρόνια πολλά αργότερα έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του « η δεξιά τσέπη του ράσου» αλλά μέσα στη δίνη της καθημερινότητας δεν συνδύασα τον Γιάννη με το όνομα του συγγραφέα που ήταν τελικά το ίδιο πρόσωπο.
Το βιβλίο με συνάρπασε από την πρώτη στιγμή, η γραφή, η ευκολία στο πλάσιμο των λέξεων ,οι περιγραφές, σε ένα απέραντα φιλοζωικό θέμα που μου ταίριαζε, εξαιτίας της δικής μου φιλοζωίας και των συναισθημάτων που εισέπραττα με την ανάγνωσή του,τα οποία μου φαίνονταν γνώριμα. Ύστερα από αρκετό διάστημα, η κουμπάρα μου στην Αθήνα, γνωστή σκηνογράφος και ενδυματολόγος, άρχισε να μου διηγείται για αυτό το ίδιο το βιβλίο το οποίο επρόκειτο να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Κάπου εκεί άρχισα να συνδυάζω το παζλ ότι ο ίδιος ο Χιώτης συγγραφέας ήταν εκείνο το ψιλόλιγνο αγόρι που είχαμε συναναστραφεί κάμποσες φορές σε δημοσιογραφικές αποστολές.
Ο Γιάννης Μακριδάκης
Εκτοτε κίνησα διάφορες διαδικασίες για να προτρέψω την παραγωγή να γυρίσει την ταινία εδώ, αλλά όλα φαινόταν να είναι εναντίον μας. Κάπως έτσι άφησα το πείσμα μου για την προώθηση του κινηματογραφικού τουρισμού στη Λέσβο και άρχισα να παρακολουθώ μέσα από τη Μάχη Αρβανίτη, όλη αυτήν την ιστορία της διαδικασίας της παραγωγής που έχει ένα ανεπανάληπτο ενδιαφέρον.
Σε ένα από τα γυρίσματα στη Μονή Καισαριανής ζήτησα να μου βρουν το κινητό του συγγραφέα- ο οποίος είχε βρεθεί εκεί για να παρακολουθήσει τα γυρίσματα – για να δώσω τέλος και σ’αυτό το 20ετες διάλειμμα, αλλά και να επανέλθω μιλώντας πλέον με τον ίδιο άνθρωπο που γνώρισα παλιά και με έναν αναγνωρισμένο και σύγχρονο πλέον Έλληνα συγγραφέα. Κάπως έτσι και αφού είχα δει τις ατμοσφαιρικές φωτογραφίες των σκηνών αποφάσισα ένα απόγευμα να τον «ενοχλήσω».
Το ραντεβού μας κλείστηκε για την επομένη το πρωί όπου αρχίσαμε μετά από λίγα λεπτά τυπικών εκφράσεων να βρίσκουμε τη γλώσσα του παρελθόντος. Με το ίδιο αργόσυρτο ύφος και στο τηλέφωνο, ο Γιάννης, άρχισε να μου μιλάει για το πως μπήκε στον κόσμο της λογοτεχνίας. Μιλήσαμε για τη Ράκα, τη σκυλίτσα του, κι εγώ για τα δικά μου σκυλιά -που είναι όπως του είπα η πρωινή μου ψυχοθεραπεία- και εκείνος μου αντέτεινε τη συναισθηματική του φόρτιση για το σκυλί του που είναι στη Χίο και την επιθυμία του να πάει και να το αγκαλιάσει. Ανάμεσα στους φιλόζωους αυτές οι κουβέντες λειτουργούν ως κώδικας και κάθε κύτταρο του εγκέφαλου παίρνει μέρος σε αυτό τον χορό των αισθήσεων και των παραισθήσεων των εγκεφαλικών λειτουργιών .
Η κοινωνική Ανθρωπολογία και η λογοτεχνική ενασχόληση
Ο Γιάννης δεν ήταν η κλασική περίπτωση ανθρώπου που διάβαζε από μικρός βιβλία. Είναι όμως η περίπτωση του ανθρώπου που τον συνάρπαζε ανέκαθεν η προφορική ιστορία όπως την αντιλαμβανόταν μέσα από τους απλοϊκούς ανθρώπους που συναναστρεφόταν κάθε μέρα στη Χίο. Τους ψαράδες, τους κτηνοτρόφους, τους ανθρώπους του μόχθου και κυρίως όλους εκείνους τους ήρωες της τρίτης ηλικίας που είχαν άμεση επαφή με την ιστορία του τόπου και ήξεραν πτυχές της Χίου όσο κανένας άλλος.
Έτσι από το 1997, που ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου, οργάνωνε τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου και επιμελούνταν τις εκδόσεις του και διηύθυνε το τριμηνιαίο περιοδικό “Πελινναίο” έως το 2011. Κατόπιν άφησε τις πόλεις και μετακόμισε για μόνιμη διαμονή στην Βολισσό της ΒΔ Χίου. Εκεί, στράφηκε προς την φυσική καλλιέργεια της γης και έγινε παρατηρητής της αργής αβίαστης φυσικής ανάπτυξης. Ίδρυσε το Απλεπιστήμιο Βολισσού, μέσα από το οποίο διοργανώνει σεμινάρια φυσικής καλλιέργειας και πολιτικής στάσης ζωής με γνώμονα τον αντικαταναλωτισμό, την αποανάπτυξη και την πορεία της ανθρωπότητας προς την μετακαταναλωτική εποχή. Επίσης δημιούργησε το Σπίτι της Λογοτεχνίας στη Βολισσό και διοργανώνει λογοτεχνικά εργαστήρια στη Χίο, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις. Με τις σπουδές του στην Κοινωνική Ανθρωπολογία ανακάλυψε και το μονοπάτι της συγγραφής και αυτή ήταν η αρχή για τη λογοτεχνική ενασχόληση.
Οι επιτυχίες ήρθαν από την αρχή με απίστευτη ταχύτητα
Τα πρώτα του βιβλία έγιναν θεατρικά από γνωστές ομάδες και ηθοποιούς της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας και μετά την «δεξιά τσέπη του ράσου» και το τηλεφώνημα που έλαβε από τον σκηνοθέτη Γ. Λαπατά μπήκε και στον χώρο του κινηματογράφου. Όπως μας λέει και ο ίδιος «εκτιμώ πολύ τον σκηνοθέτη. Είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος και προσπαθούσε εδώ και 8 χρόνια περίπου να βρει χρήματα για να γυρίσει την ταινία. Πιστεύω ότι θα κάνει εξαιρετική δουλειά. Κάτι επίσης σπουδαίο, που έχει να κάνει με την ταινία, είναι ότι αποτελεί την πρώτη παραγωγή στην ιστορία του συνεταιριστικού κινήματος στον χώρο του κινηματογράφου, αφού η εταιρία παραγωγής ARTemis Productions είναι ο πρώτος και μοναδικός μέχρι στιγμής Συνεταιρισμός Τεχνικών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, που ιδρύθηκε στην Ελλάδα την εποχή της “οικονομικής κρίσης”.
Όταν τον ρώτησα για το αν είναι ευχαριστημένος από τη μεταφορά του βιβλίου του από τα γυρίσματα που παρακολούθησε, μου είπε με ειλικρίνεια ότι «η έμπνευση του σκηνοθέτη είναι δική του δουλειά. Δεν ασχολούμαι ποτέ με τη δουλειά των άλλων πάνω στην δική μου δουλειά. Το βιβλίο μου είναι η πηγή έμπνευσης και πρέπει να νιώσει ελεύθερος για να φέρει το δικό του αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά έχω μια ωραία αίσθηση και πιστεύω ότι θα είναι μια ατμοσφαιρική ταινία. Σκέφτηκα κι εγώ πολλές φορές ότι θα μπορούσε να γυριστεί στη Χίο αλλά το κόστος ήταν τεράστιο και σύντομα αυτή η ιδέα εγκαταλείφθηκε».
Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως σκληροπυρηνικό ενώ όπως φαίνεται και από τα λεγόμενά του δεν επιδιώκει την προβολή, ασχέτως αν αυτή έρχεται από μόνη της εξαιτίας της επιτυχίας του .Είναι σημαντικό για τον ίδιο ότι καταφέρνει να «ζει» γράφοντας βιβλία ,ανακαλύπτοντας χαρακτήρες μέσα στην καθημερινότητά του.
«Η λοξή πορεία ενός ανθρώπου με συναρπάζει. Αυτοί που βγήκαν στο περιθώριο ,εκείνους που η ζωή για τους λόγου της τους έκανε παραβατικούς και δεν είναι οι τύποι που ακολουθούν την πεπατημένη οδό. Αυτοί είναι οι ήρωες μου και κάποιοι από αυτούς είναι κατασκευασμένοι».
Η επιτυχία του νεαρού συγγραφέα είναι πλέον δεδομένη. Και δεν θα μπορούσε να γινόταν αλλιώς αφού ο ίδιος ήταν πάντα ένας άνθρωπος συνεπής απέναντι σε αυτά που πίστευε, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να σκέφτεται τις συνέπειες που είχαν αντίκτυπο στην προσωπική του ζωή. Αυτό που θα κρατήσω για το κλείσιμο, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε είναι η σκέψη του και η φιλοσοφία του αν θέλετε για την καλλιτεχνική δημιουργία: «Οι καλλιτέχνες προσλαμβάνουν την τέχνη από οτιδήποτε γύρω τους, μετά βάζουν την προσωπική τους ιδιαιτερότητα και ύστερα τη δίνουν πίσω …»
Ίσως αυτό να εξηγεί πολλά για την επιτυχία του που ήρθε και συνεχίζεται αβίαστα.
Έχει γράψει τα βιβλία:
“Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 – 1946″ (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2006 και Εστία 2010)
“10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940″, ιστορικό αφήγημα (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2007)
“Aνάμισης ντενεκές”, μυθιστόρημα (Eστία 2008), το οποίο κυκλοφόρησε και στα τουρκικά με τίτλο Bir bucuk teneke (εκδόσεις Senocak 2009). Το 2015 ανέβηκε στο θέατρο σε σκηνοθεσία Μαρίας Αιγινίτου.
“Η δεξιά τσέπη του ράσου”, νουβέλα (Εστία 2009), Ταινία από τον Γιάννη Λαπατά (2018), Μετάφραση στα γαλλικά Cambourakis editions (2018)
“Ήλιος με δόντια”, μυθιστόρημα (Εστία 2010), το οποίο ανέβηκε στο θέατρο (2012) σε σκηνοθεσία Βασίλη Βασιλάκη
“Λαγού μαλλί”, νουβέλα (Εστία 2010),
“Η άλωση της Κωσταντίας”, μυθιστόρημα (Εστία 2011), το οποίο ανέβηκε στο θέατρο (2012) σε σκηνοθεσία Χρήστου Βαλαβανίδη. Κυκλοφόρησε στα Γαλλικά με τίτλο La chute de Constantia (εκδόσεις S. Wespieser 2015)
“Το ζουμί του πετεινού”, νουβέλα (Εστία 2012).
“Του Θεού το μάτι”, νουβέλα (Εστία 2013)
“Αντί Στεφάνου”, νουβέλα (Εστία 2015)
“Η πρώτη φλέβα”, νουβέλα (Εστία 2016)
“Όλα για καλό”, μυθιστόρημα (Εστία 2017)
Η δεξιά τσέπη του ράσου
Eίναι η ιστορία ενός μοναχικού καλόγερου που όταν αναπάντεχα χάνει την παρέα του, την σκυλίτσα του τη Σίσσυ πάνω στη γέννα, όλα αλλάζουν. Ο καλόγερος προσπαθεί να σώσει τα τρία κουταβάκια που του άφησε η Σίσσυ και παράλληλα να διαχειριστεί την αβάσταχτη λύπη και την μοναξιά που φαίνεται να επέστρεψε ξαφνικά.
Εντονότατα συναισθήματα θα τον ταράξουν, θα τον κάνουν να «συνομιλήσει» με το παρελθόν του και με αυτή την «ταπεινή» για πολλούς, αφορμή, θα επανατοποθετήσει την πορεία και την ζωή του.
Ηθοποιοί
Στους βασικούς ρόλους: Θοδωρής Αντωνιάδης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Μάνος Βακούσης,Κώστας Λάσκος, Λάμπρος Σταυρινόπουλος, Πέτρος Ξεκούκης, Ερρίκος Μηλιάρης,Αναστάσης Λαουλάκος.
Εμφανίζονται ως GEST: Ηρώ Μουκίου, Μαρία Σκουλά, Ντίνα Μιχαηλίδου, Γιάννα Κανελοπούλου.
Βασικοί συντελεστές
Παραγωγή: ARTemis Productions, ΕΚΚ.
Σενάριο: Στέλλα Βασιλαντωνάκη.
Σκηνοθεσία: Γιάννης Β. Λαπατάς.
Φωτογραφία: Γιάννης Δρακουλαράκος.
Ήχος: Πάνος Παπαδημητρίου.
Σκηνικά: Ανδρομάχη Αρβανίτη.
Κοστούμια: Μαρία Μαγγίρα.
Μοντάζ: Στέλλα Φιλιπποπούλου.
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός.