Πολλές φορές την έπιανε το παράπονο, δεν την καταλάβαιναν. Πότε έβλεπε να την φοβούνται, πότε έβλεπε να μην την σέβονται. Αποφάσισε πως θα πορευτεί ψύχραιμα με αυτό. Όμως «αυτό» δούλευε μέσα. Δεν είχε καταλάβει πως αναμετριόταν με τον εαυτό της κι όχι με τους άλλους.
Την λένε Ευγενία. Της άρεσε το όνομά της για τον συμβολισμό του. Ήταν στιγμές όμως που της δημιουργούσε αφόρητη πίεση. Η ευγένειά της και οι καλοί της δεκτικοί τρόποι μετατράπηκαν προοδευτικά σε υπομονή, ανοχή μα τελευταία έγιναν τόσο οδυνηρά τα περιστατικά που έπρεπε να διαχειριστεί που η δεκτικότητά της έγινε δουλικότητα. Καμιά φορά έλεγε κιόλας «άσκοπο να επαναστατήσω, δε θα καταλάβει κανείς». Τόσο έξυπνη για να αντιλαμβάνεται με ποιους τα βάζει –λιγότερους από κείνη σίγουρα- τόσο αφελής ή τόσο δειλή που δεν κατάλαβε πως άφηνε τον εαυτό της να κατατρώγει τις αντοχές της. Το ΄ξερε, πως θυσία γινότανε αλλά πίστευε πως μπορούσε να το σηκώσει.
Χτες δεν έκανε μπάνιο. Τώρα τελευταία κάνει όλο και λιγότερο μπάνιο. Καμιά φορά θυμόταν παλιά, εποχές που έκανε τρεις φορές την ημέρα. Κάθε μια με διαφορετικό αφρόλουτρο, άλλη μυρωδιά για να ξυπνήσει, άλλη για το μέσο της ημέρας της, άλλη για να κοιμηθεί.
Κίνησε προς την εξώπορτα, είδε τα αφημένα της παπούτσια και πρόλαβε να σκεφτεί πως άλλη φορά θα την ενοχλούσε που ήταν μέσα στη μέση. Κοίταξε και το σφουγγάρι που τα καθάριζε, κοντοστάθηκε και θυμήθηκε την ευλάβεια που έδειχνε για την καθαριότητα και τακτοποίηση τους. Κενό τώρα. Περίεργο γιατί χτες τακτοποιούσε νευριασμένα όλα τα ρουχα και τα παπούτσια που ήταν πεταμένα παντού.
Γρήγορα κοίταξε από την άλλη. Ο καναπές της. Βουλιαγμένος από τον κόσμο που έχει φιλοξενήσει. Απορεί…τώρα δε θέλει κανέναν. Πως είναι δυνατό;
Προχώρησε δειλά, άνοιξε το κινητό της , έβαλε ένα βίντεο με το αγαπημένο της τραγούδι σίγουρα θα χαμογελούσε. Όμως άβολα κάπως ανακάλυψε πως δεν ένιωθε τίποτα. Πάλι.
Κάθισε λίγο. Πως είναι δυνατό; Προσπαθούσε να αναγνωρίσει τι συμβαίνει. Της φαινόταν ξένα όλα αυτά που ένιωθε. Μα αυτά τα λέω εγώ που τη βλέπω. Αυτή δεν ένιωθε. Ζούσε ένα κενό. Ή ζούσε στο κενό. Τυραννιόταν γιατί μπορούσε να θυμηθεί πως κάποτε χαιρόταν και τώρα όχι, ούτε λυπόταν. Ένα τεράστιο «δεν» υπήρχε γύρω της. Δε μπορούσε. Σα να ήταν λοβοτομημένη.
Φοβόταν πως ο κόσμος γύρω θα το ανακαλύψει και πάλι δε θα καταλάβει. Θα προσπαθούσε να το κρύψει. Όμως ξέρει πως αυτό θα την εξαντλήσει παραπάνω.
Μετά σκεπτόταν πως δεν έχει κάτι, μάλλον είναι κουρασμένη πολύ. Μήπως όμως κι αυτό είναι κάτι, ξανασκέφτηκε.
Μα και πάλι σκέφτηκε…δε χρειάζεται να έχει κάτι. Άλλωστε χτες ήταν που θύμωσε με κάτι που άκουσε κι αντέδρασε άσχημα, μίλησε άσχημα. Ένιωσε, δεν ένιωσε τότε; Ή μήπως επειδή δεν ένιωθε όπως παλιά έγινε τόσο οξύθυμη; Γιατί σκεφτόταν μόνο αρνητικά; Γιατί ένιωθε πως η ζωή της όλο και μοιάζει σαν μια μέρα στη δουλειά που δεν πρόλαβε να κάνει αυτά που έπρεπε κι ο χρόνος τελειώνει χωρίς να μπορεί να βιαστεί, χωρίς να μπορεί να κάνει το παραπάνω;
Γιατί θυμόταν πως αγαπούσε, ενώ τώρα δεν ήξερε πώς να αγαπά; Γιατί όταν την αγκάλιασαν δεν ένιωσε πάλι τίποτα;
Γιατί φοβάται να κοιμηθεί; Γιατί ξυπνά την νύχτα και ακούει τόσο δυνατά τις άσχημές της σκέψεις; Γιατί φοβάται ενώ την ίδια στιγμή νιώθει πως δε νιώθει; Τι νιώθει τελοσπάντων; Τι έκανε ως τώρα; Τι έχει απομείνει; Πως θα τα καταφέρει αφού δε νιώθει πως χρειάζεται. Ξέρει πως χρειάζεται αλλά δε το νιώθει. Είναι εξαντλημένη από αυτό τον κατακλυσμό σκέψεων κι αποριών. Έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε στο θώρακά της εκεί που συναντά την κοιλιά της, παρατήρησε πως φούσκωνε και ξεφούσκωνε στην αναπνοή της. Ήθελε εκεί να βρει το νιώθω της. Εκεί φαντάστηκε ότι πηγάζει. Που πήγε; Και γιατί έφυγε; Θα γυρίσει;
Αναθάρρησε για μια στιγμή γιατί στρεσαρίστηκε με αυτές τις σκέψεις. Δεν πρόλαβε πολύ. Οι σκέψεις της επανήλθαν ανελέητες κι αδίστακτες. Ένιωσε το πρόσωπό της να κρεμάει. Πρόλαβε να χλευάσει τον εαυτό της δεν ένιωσες του είπε μια διαπίστωση έκανες μόνο.
Τι τραγική φιγούρα που είμαι διαπίστωσε πάλι για να ικανοποιήσει αυτό τον εαυτό.
Η Ευγενία είσαι εσύ. Είμαι εγώ. Θα είσαι αύριο ή υπήρξες χτες. Νομίζω πως έτσι που την βλέπω χρειάζεται βοήθεια. Χρειάζεται να μην την φοβηθείς είτε από μέσα είτε απ΄έξω. Χρειάζεται το χέρι σου να την τραβήξει έξω. Χρειάζεται το χέρι σου να κρατήσει το δικό της όταν σπρώχνει το κενό πίσω της, Χρειάζεται τα χέρια όλων μας.