Η γιαγιά ήταν μοδίστρα.
Την έβλεπα, ήταν πάντα σκυμμένη και κάτι πάντα έραβε, ακόμη και μερικούς μήνες πριν πεθάνει. Σκυμμένη μιλούσε, σκυμμένη γελούσε, με ένα περίεργο τρόπο ποτέ δεν έσκυψε πραγματικά το κεφάλι.
Γιαγιά;
Ναι μωρό μ’ ;
Στην κατοχή εσείς πεινάσατε;
Μόνο πεινούσαμε μωρό μ’….
Τι κάνατε;
Ήμουν μόνη με τον Λάμπρο και το μπαμπά σου, το 41, πείνα μεγάλη. Ο παππούς σου ήταν στα βουνά, μετά μας μήνυσαν πως ήταν φυλακή, δε ξέραμε μπορεί και ψέματα να λέγανε. Ο Λάμπρος ήταν φαγανός τα ‘χε τα κιλάκια του (κρυφογέλασε), ζάχαρη του βάζα στο ψωμί. Ο μπαμπάς σου ήταν μικρός δυο χρονώ. Πεινούσε το μωρό. Δεν μιλούσε, δεν έκλαιγε ποτέ, μόν’ ήξερε την πείνα.
Μια μέρα μου ‘χαν δώσει γάλα. Ο γείτονας που ‘χε την κατσίκα. Του ‘χα ράψει τα μπαλώματα στα ρούχα τους. Έτσι κάναμε. Εγώ έραβα τη γειτονιά, μικρές βελονιές μεγάλες αποστάσεις, να φτάσει η κλωστή. Ευτυχώς πριν απ’ το πόλεμο είχα πάρει πολλές, αλλά δεν ήξερα για πόσα ακόμη χρόνια θα με φτάνανε. Τους έραβα, μας δίναν γάλα, λίγο αλεύρι να φτιάξω ψωμί. Έβγαινα να μαζέψω κάνα ραδίκι, είχε το χειμώνα μπόλικα, φτάναν για όλους. Η αδερφή του παππού σου μας έδινε λίγο λάδι και καμιά θρούμπα από το χωράφι της ανταλλαγής.
Το γάλα εκείνη τη μέρα το ‘σαξα να το κάνω γιαούρτι να φτουρίσει να ταΐσω τα μωρά, να μείνει και μια μέρα να ‘ χουμε. Το ‘χα αφήσει έξω. Παίζαν τα μωρά. Είδε ο μικρός ντ’ γκαρδάρα, τρέχ’, με δυο δυο χέρια άρπαγε και τρωγε, απ’ την πείνα κι ακόμ’ έτοιμο δεν ήταν, η κοιλιά του θα τον έπιανε και θα ‘χαμ’ άλλα. Τον πρόλαβα ίσα που ‘μεινε μια στάλα, μια γραμμή χάμω. Έβανα τα χέρια μου στο πρόσωπο. Μάνα μου, τι θα τρώγαμε σήμερα, τον Λάμπρο πως θα τον χορτάσω; Έβανα τις φωνές, δεν είχα πια τίποτα, μήδε ψωμί. Να παρακαλώ δεν ήμουνα. Εγώ σκελετωμένη μωρό μ’ σα που με βλέπεις τώρα, μα όχι απ’ τα γεράματα, βυζί δεν είχα, να μόνο δυο ρώγες μου πετούσαν. Τα μωρά όμως; Και τι θα ‘λεγα στο μικρό ; έφαγες όλο το γιαούρτ’ κάτσ’ αύριο νηστικός; Με τα χέρια στο πρόσωπο τον κυνηγούσα, έτρεχε το μωρό, μιλιά δεν έβγαζε. Φώναζε ο Λάμπρος, πέντε χρονώ ήτανε, «μη μάνα, το μωρό δεν ήξερε, μη το δείρεις, πεινούσε μάνα το μωρό, δεν πειράζει, δε θα φάω εγώ σήμερα».
Στεκόταν πάντα δίπλα στο παράθυρο στο φως για να βλέπει καλύτερα να ράβει. Και το φως πάντα την έλουζε, αυτήν και τα κουρέλια πάνω στην ποδιά της. Την έβλεπα εκείνη την ώρα που ‘λεγε τα λόγια του θείου μου. Ανασήκωσε το κεφάλι και τα χέρια τα ‘βαλε στο πρόσωπο έτσι όπως μάλλον είχε κάνει και τότε. Τινάχτηκαν οι σκόνες απ’ τα ρούχα λαμπύριζαν κι αυτές και καθώς έπεφταν να κατακάτσουν, τις έβλεπα χρυσόσκονες να την ραίνουν κι εκείνη να ξεκαρδίζεται με τη θύμηση ενός μωρού βουτηγμένο στο γιαούρτι, εξωθημένο απ’ την πείνα.
Γιαγιά αστείο ήταν που πεινούσατε;
Όοιχ’ μωρο μ’, καθόλου, μα η θύμηση της πείνας, της κακουχίας πρέπει να φύγει μακριά και σας να μη σας αγγίξ’. Ούτε ο πόλεμος, ούτε η κατοχή. Μακριά από σας. Μακριά κι ο δικτάτορας κι ο μισαλλόδοξος, γιατί αυτού πεινά η ψυχή και το μυαλό κι αυτός σπρώχνει την πείνα του με μίσος και σε μας”
Φωτό Pexels QShashank Kumawat