Welcome to the jungle. Μιλάτε jungle Somali? Jungle English?
“Η ζούγκλα” το κομμάτι γης που βρίσκεται έξω από την επίσημη δομή της Μόριας, εκεί όπου σε τσαντίρια φτιαγμένα από παλέτες, καραβόπανα, πλαστικά μπουκάλια και χώμα ζουν περίπου οι μισοί από τους 18.000 ανθρώπους που περιμένουν να εξεταστεί το αίτημα τους να ζήσουν μακριά από τους Ταλιμπάν, από τη σκλαβιά, από τους πολέμους, από τους βιασμούς, από την εξαθλίωση. Η ζούγκλα που θυμίζει τις κινηματογραφικές δυστοπίες, εκείνες τις πόλεις που στήνονται όταν ο πλανήτης έχει καταστραφεί και οι επιζήσαντες ζουν σαν τα ποντίκια σε έναν υπόκοσμο φτιαγμένο από απομεινάρια πολιτισμών, βαφτίστηκε έτσι από τους ίδιους τους πρόσφυγες. Και πράγματι αυτό συμβαίνει σε αυτή τη ζούγκλα, η ανθρωπότητα όπως την ξέραμε τελειώνει σε αυτούς τους καταυλισμούς όπου κάθε τι ανθρώπινο πρέπει να ξαναφτιαχτεί από την αρχή μέσα στη λάσπη και τα σκουπίδια. Και ξαναφτιάχνεται γιατί (μας το είπαν και τα κρίνα) η αγαπά πάντα θα καλεί και η ομορφιά θα κερδίζει και κερδίζει, όταν η Ζαχίρα απλώνει το χέρι και μου δίνει από το ψωμί της.
Μια ολόκληρη πόλη ανασαίνει κάτω από τη μύτη μας. “Μιλάς jungle σομαλι jungle ιγκλις; ρωτούν οι Σομαλοί θέλουν να μιλήσουν, να καταγγείλουν αυτό που συμβαίνει, είναι παιδιά, τα μάτια τους είναι κόκκινα, όλοι είναι άρρωστοι, άλλος το πόδι του, άλλος προσπαθεί να θεραπεύσει μια εκτεταμένη μόλυνση με daktarin μου δείχνει πόσα κουτιά έχει πάρει μου λέει ότι δεν τον δέχονται στο νοσοκομείο γιατί δεν μπορεί να πάρει πια ΑΜΚΑ πως η γυναίκα του έχει άσθμα μα δεν παίρνει φάρμακα και οι γιατροί δεν είναι αρκετοί.
Το φαγητό ετοιμάζεται την ίδια ώρα, ρύζι και ψωμί που φτιάχνουν οι ίδιο σε δεκάδες φούρνους μέσα στη γη, καζάνια βράζουν, άνθρωποι αγοράζουν από τα μανάβικα που έχουν στηθεί μέσα στη Μόρια, η Ζαχίρα μου δίνει να δοκιμάσω το ψωμί της μου δίνει το ψωμί της με την καρδια της. Η νύχτα πέφτει, φωτιές αρχίσουν να ανάβουν κι αμέσως η σκέψη πάει στον χειμώνα που ξεκινά, στα μαγκάλια, στις πατέντες και στις πυρκαγιές που μπορούν πλέον να οδηγήσουν σε πολλούς θανάτους. “Δεν έχουμε ρεύμα, δεν έχουμε στρώματα δεν έχουμε κουβέρτες” κι όλη ζωή χάνεται πίσω από τα βάθη του ελαιώνα που τώρα είναι ζούγκλα κανονική και που κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει, πίσω από τον λόφο, όπου γυναίκες άνδρες και μικρά παιδιά ανεβαίνουν σιγά σιγά περιμένοντας το φως να πέσει και να σκεπάσει, να κρύψει αυτό που παραμονεύει.
Ο Σαχιρ φοβάται όταν θα ξεσπάσουν πάλι ταραχές ανάμεσα στους Χαζάρους και στους Παστούν, η αδερφή του φοβάται να πάει στην τουαλέτα μονάχη μέσα στη δομή όπου δεν είναι ρε για ανθρώπους ρε. Ντροπή, φόβος και απόγνωση δίνουν τη θέση τους στη ζωή το βράδυ στη ζούγκλα. Τα τέρατα βγαίνουν από την ντουλάπα και η μαρίδα που με ακολουθεί μου ζητά να φωτογραφίσω τα χαμόγελα τους….