Αυτή είναι η ιστορία μιας φωτογραφίας. Αυτή ειναι η ιστορία μιας πόλης…
Η φωτογραφία που τραβήχτηκε μάλλον τη δεκαετία του 60 βρέθηκε στο αρχείο των Πολιτικών.
Η γυναίκα της φωτογραφίας είναι η “Μπορδούκλα” που όπως αναφέρεται στις αφηγήσεις των ανθρώπων που έζησαν την εποχή εκείνη, ζούσε κι εκδιδόταν στις παράγκες της Επάνω Σκάλας, εκεί όπου από την δεκαετία του 1920 είχαν εγκατασταθεί οι περιθωριοποιημένοι από τον αστικό ιστό της Μυτιλήνης πρόσφυγες. Ήδη από τον Πρώτο Διωγμό (1914-1918), χιλιάδες είχαν εγκατασταθεί στο νησί, κυρίως από τις απέναντι περιοχές του Αϊβαλιού, των Μοσχονησίων, και της Περγάμου ενώ το 1922 αυτές που κυρίως υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες ήταν οι εγκαταλειμμένες συνοικίες της μουσουλμανικής κοινότητας στη βόρεια πλευρά της Μυτιλήνης. Αρκετοί ωστόσο αναγκάστηκαν να στεγαστούν πρόχειρα σε παραπήγματα που απλώθηκαν σε όλο το βόρειο λιμάνι, κάποια από τα οποία λειτούργησαν για χρόνια ως άτυποι οίκοι ανοχής. Πίσω από το Βαλιδέ Τζαμί και το Γυαλί Χαμάμ ξεδιπλωνόταν καθημερινά μια ζωή φτιαγμένη με πόνο και λύπη αλλά φτιαγμένη με ελπίδα και προσμονή σε μια γειτονιά που άφησε το δικό της αποτύπωμα στην ιστορία της πόλης. Οι γειτονιά αυτή διαλύθηκε βίαια επί Χούντας, όταν κατεδαφίστηκαν οι παράγκες και οι τελευταίοι παραπηγματούχοι εντάχθηκαν σε ένα στεγαστικό πρόγραμμα της εποχής.
Με αφορμή τη φωτογραφία αυτή που βρέθηκε στο αρχείο των Πολιτικών από τον Νίκο Κουφάκη, ξετυλίχτηκε το κουβάρι της ιστορία της «Μπορδούκλας» και της γειτονιάς που έζησε. Μεταγράφουμε λοιπόν το σχόλιο του Μιχάλη Δεμερτζή στη σελίδα Παλιές Φωτογραφίες Μυτιλήνης- Άλμπουμ Αναμνήσεων όπου ανέβηκε η φωτογραφία :
“Στη φωτογραφία είναι η ίδια η Μπορδούκλα. Είναι αρχές δεκαετίας του 60 και πάμε τώρα στις παράγκες: Η πρώτη ήταν του Μουζά με τα πολλά κορίτσια, οικογένεια που έφυγε μετά για τη Αθήνα. Σε αυτή την παράγκα εγκαταστάθηκε μετά το Γαμνάτς που τη παράγκα την είχε για καφενέ και για σπίτι. Ακριβώς δίπλα ήταν το μπακάλικο του Στέλιου μέσα στο οποίο κρέμονταν τα τσόκαρα εποχής. Ακολούθως ο καφενές του Κυρ Παναγιώτη Πατσελή. Όποιος περνούσε απ’ εξω μοσχοβολούσαν τα πλοκάμια και τα μπιφτέκια που έκανε η ανιψιά του η Δήμητρα. Η ψησταριά ήταν καταμεσής στο μαγαζί, ένα σιδερένιο τραπέζι που έκανε κούφωμα. Δούλευε με πυρήνα και στο πάνω μέρος του ήταν οι σκάρες. Παρότι κάτω απ’ το πάτωμα έμπαινε η θάλασσα το μαγαζί ηταν πολύ ζεστό επειδή ήταν φτιαγμένο με μπαγδατί. Δίπλα στου Πατσελή ήταν το περίπτερο του Θόδωρου Μπουλουμά. Μετά κενό λόγω της κατάληξης του ποταμού που κατέληγε στη θάλασσα ακριβώς δίπλα ήταν το μανάβικο της Κωνστατίνας που το πήρε μετά ο γιος της ο Χριστόδουλος. Ακριβώς δίπλα ήταν το σπίτι του Παλνά που σκοτώθηκε από τορπίλα που έβαζε για να ψαρέψει. Μετά ο καφενέ του ιδίου που σαν σκοτώθηκε το νοίκιασε ο Μπογιατζαράς, πατέρας της Σαλόμης, συζύγου του Μπάμπη Δικιδίδη.[…]
Την παράγκα αυτή πήρε ο Αφαλωνιάτης και την έκανε καμπαρέ. Δίπλα στου Αφαλωνιάτη του Καμπαρέ ήταν το κουρείο του Λάζαρου με τη στολισμένη βιτρίνα με τις λογής -λογής κολώνιες που έκανε ο ίδιος ακριβώς δίπλα ηταν το μαραγκουδάδικο του γαμπρού του Χριστόδουλου. Ακολούθως το μπουρδέλο της Μπορδούκλας και μετά το μανάβικο του κυρ Βασίλη του τσαγκάρη εξ Αφάλωνος. Δίπλα είχε ένα σπίτι , ακολούθως ζούσε ο κατ’ επανάληψη Δημοτικός Σύμβουλος με τον φούρνο του, ο Γονιδέλης, μετά ο Κωνσταντής και ο αόμματος με τα κμάρια, μετά το καφενείο του Κοντέλη με το κορίτσι και έναν γιο, ακριβώς δίπλα ο καφενές του Μογκόλου που έψηνε κάστανα και μετά το σπίτι της οικογένειας Βλάχου. Μετά ήταν το καφενείο του Κουταλάκ και μετά το καφεζαχαροπλαστείο του Λουκουμαδάκ.[…]