Η διπλωματική εργασία της Δήμητρας Εμμανουήλ, διερευνά με ποιο τρόπο η κεντρική αγορά της Μυτιλήνης αποτυπώνεται ως χώρος συλλογικής μνήμης, μέσω της προφορικής και της γραπτής ιστορίας από τη δεκαετία του 1960 ως τη δεκαετία του 1980. Η αγορά της Μυτιλήνης ως χώρος συναλλαγής (διαχρονικά) και επικοινωνίας των πολιτών τις δεκαετίες αυτές, λειτούργησε ως καταλύτης, έτσι ώστε να αφομοιωθούν καλυτέρα οι σαρωτικές αλλαγές στην καταναλωτική κουλτούρα. Οι μνήμες των ανθρώπων μας δίνουν την αίσθηση της μετάβασης από την κοινωνία της αυτάρκειας, σε μια κοινωνία της κατανάλωσης, μέσω του χώρου και των πρακτικών της αγοράς. Η μνήμη αφηγείται το χώρο της κεντρικής αγοράς της πόλης από το 1960 ως το 1980.
1.2 Από τον πόλεμο και την Κατοχή, στη Λέσβο της Μεταπολίτευσης
Στη διάρκεια της επταετίας αρχίζει μια αναλυτική περιγραφή έργων και δραστηριοτήτων που γίνονται στο νησί, σε μια προσπάθεια να τονιστούν τα «μεγαλειώδη» επιτεύγματα της «Επανάστασης» σε θέματα γεωργικής στήριξης, οικονομικής ενίσχυσης και έργων οδοποιίας. Η Νομαρχία Λέσβου εκδίδει μηνιαία δελτίο για να γνωρίζουν όλοι, όπως αναφέρεται, «την οικονομική και κοινωνική πρόοδο σε σύγκριση με το παρελθόν». Τονίζεται η κατάργηση της νοθείας του ελαιόλαδου με σπορέλαια, και το σβήσιμο των χρεών των αγροτών, που λόγω του ανατοκισμού ήταν μεγάλα (δελτία Νομαρχίας Ιουλ. Αυγ. 1968).
Το 1972 ιδρύεται η Ναυτιλιακή Εταιρεία Λέσβου, η ΝΕΛ, μια εταιρία μικρομετόχων, με βασική προτεραιότητα την αγορά πλοίου για να καλυφτεί η ακτοπλοϊκή γραμμή Μυτιλήνη – Χίος – Πειραιάς. Έκτοτε, η εταιρία αναπτύχθηκε γρήγορα και έβαλε κι άλλα δρομολόγια, που συνέδεαν τη Λέσβο με τα νησιά του Αιγαίου. Αυτό έδωσε το έναυσμα για την ίδρυση μεταφορικών εταιριών, όπως η ΕΦΑΜ Α.Ε.. Έτσι αρχίζει η ευκολότερη μετακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων προς τη πρωτεύουσα. (Επιμελητήριο Λέσβου, Ιστορία). Η έλευση της τηλεόρασης το 1968 εγκαινιάζει μια νέα εποχή. Από το 1971 αρχίζει μια ανοδική τάση στις διαφημίσεις προϊόντων, καταστημάτων και υπηρεσιών, ενώ το 1972 η ΝΕΛ μοιράζει τους πρώτους τόκους στους κεφαλαιούχους. Η χρυσή εποχή των εργολάβων αρχίζει. Οι αγγελίες «Πωλούνται Διαμερίσματα» πολλαπλασιάζονται κι αρχίζουν να διαφημίζονται εκδρομές στην Αμερική και στην Κωνσταντινούπολη. Όλα δείχνουν ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να καταναλώσουν και η τάση για κοινωνική και οικονομική ευμάρεια είναι ορατή, καθώς η μεσαία τάξη αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς.
Η εισροή μεταναστευτικού κεφαλαίου, η τουριστική εκμετάλλευση αγροτικών εκτάσεων και η μετακίνηση του πληθυσμού προς τη παράκτια περιφέρεια, είναι τα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα που χαρακτηρίζουν το χρονικό διάστημα από 1970 – 1990. Οι ταξικές αναδιατάξεις και η απότομη αύξηση των νεοαστικών στρωμάτων (νεοπλουτισμός) σχετίζονται με την μερική καταστροφή του δομημένου και του φυσικού περιβάλλοντος στο βωμό του νέου οικοδομικού μοντέλου (Αρχοντίδου, ό.π., 2001).
Στη μαρτυρία του στη γράφουσα, ο Α.Σ., συμβολαιογράφος της Μυτιλήνης, αναφέρει για το διάστημα 1960 – 1980 : «H λογική της αποταμίευσης επικρατούσε παντού. Μια ανάταση στις δεκαετίες ’60 ως ‘80 διαφαινόταν έντονα, παρά την ανεργία και τη μετανάστευση». Σε ερώτηση αν η μεσαία τάξη άρχισε να αναπτύσσεται αυτό το διάστημα, απάντησε: «Η μεσαία τάξη είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μετά τη δεκαετία του 1930 στη Μυτιλήνη την εποχή της ακμής της Λεσβιακής Άνοιξης».
Η άνοδος της αξίας της γης και το αναπτυσσόμενο τουριστικό ρεύμα αρχίζουν να δίνουν μια ώθηση στην ανάπτυξη του νησιού. Καθώς η ιδιοκατοίκηση γίνεται αυτοσκοπός, η οικοδομική δραστηριότητα γίνεται ο μοχλός οικονομικής μεγέθυνσης, συμπαρασύροντας συνολικά τον βιομηχανικό κλάδο, ευνοώντας τους επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμπορους.
Το σοκ της τουρκικής εισβολής στη Κύπρο το 1974, η επιστράτευση, η κατάσχεση μαγαζιών και αυτοκίνητων στη παραμεθόρια περιοχή της Λέσβου, οι ναρκοθετημένες παράλιες περιοχές και οι συνεχείς προκλήσεις των Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων ακόμα και μετά τον τερματισμό των γεγονότων, δημιούργησαν μια μεγάλη ανασφάλεια στους κάτοικους του νησιού. Μετά την άνοδο του χρυσού το 1975 από προφορικές μαρτυρίες καθώς και από συζητήσεις που θυμάμαι, πολλοί Λέσβιοι που είχαν τις οικονομίες τους σε λίρες, ρευστοποίησαν το χρυσό, και επέλεξαν να επενδύσουν σε ακίνητα εκτός του νησιού. Οι μνήμες της προσφυγιάς ήταν ακόμη νωπές και μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήθελε να είναι έτοιμο για κάθε ενδεχόμενο. Έτσι άρχισε η τάση αγοράς ακίνητων στη πρωτεύουσα. Ταυτόχρονα τα επόμενα χρόνια, αρχίζει ένα ψυχροπολεμικό κλίμα με την Τουρκία, καθώς πολλοί ξένοι αντιμετωπίζονται ως κατάσκοποι, και η ανάγκη συνεχούς ενίσχυσης της στρατιωτικής παρουσίας θεωρείται απαραίτητη.
Προς το τέλος του 1974 η κυβέρνηση είχε δώσει εντολή να ενισχυθούν οι επαγγελματοβιοτέχνες των παραμεθορίων προς την Τουρκία περιοχών, λόγω της ζημιάς από τη γενική επιστράτευση, ωστόσο τελικά το 1975 δίνονται πολύ λιγότερα από όσα τους είχαν υποσχεθεί. Το 1975 παραδίδονται και 175 διαμερίσματα σε πρόσφυγες σεισμοπλήκτους και αστέγους. Ταυτόχρονα έχουμε τα εγκαίνια της Τράπεζας Πίστεως και ανακοινώνεται ο διπλασιασμός των αγροτικών συντάξεων. Μια νέα μεταφορική εταιρία ιδρύεται, η ΚΙΦΑ και η ΝΕΛ αγοράζει νέο πλοίο, έχοντας πια στα δρομολόγια της συνολικά τρία πλοία. (εφ. Πολιτικά, 1975) Είναι η περίοδος που μπαίνει στη δημόσια συζήτηση η ανάγκη ίδρυσης Πανεπιστημίου στο Αιγαίο. Στη περιοδική έκδοση Νέοι άνθρωποι, ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Μιχαλοπουλος, με το άρθρο του Λέσβος από δω αρχίζει η Ελλάς, σημειώνει ότι «η ίδρυση Πανεπιστήμιου Αιγαίου είναι ένα νέο ΟΧΙ στη τουρκική στρατιά του Αιγαίου». (εφ. Πολιτικά, 1977). Έχουμε μια έκρηξη των επιχειρήσεων, προϊόντων και καταστημάτων. Οι πωλήσεις στα προϊόντα νέας τεχνολογίας, στα αυτοκίνητα και στα διαμερίσματα ανεβαίνουν ραγδαία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Συγκοινωνιών ότι η Λέσβος έρχεται τρίτη στην έκδοση αδειών οδήγησης και κυκλοφορίας, μετά την Αθήνα και Θεσσαλονίκη, καθώς 380 αυτοκίνητα μηνιαίως παίρνουν άδειες κυκλοφορίας και 550 άδειες οδήγησης εκδίδονται ετησίως (εφ. Πολιτικά, 9 Μαρτίου 1979). Η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων σε συνδυασμό με τα μακροχρόνια δάνεια που τους χορηγούνται έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της αγοράς ακινήτων. Σημειώνεται ότι η χορήγηση τέτοιου είδους δανείων με ευνοϊκούς όρους δεν έγινε ουδέποτε στους επαγγελματίες και στις επιχειρήσεις. Η τουριστική βιομηχανία αρχίζει να αναπτύσσεται τη δεκαετία του ‘80 κατά της διάρκεια της οποίας χτίστηκαν και οι περισσότερες ξενοδοχειακές μονάδες. Ο τουρισμός φέρνει εισόδημα στο νησί, ωστόσο τα χρόνια που ακολούθησαν απέδειξαν, ότι οι παράγοντες του νησιού δε μπόρεσαν να προλάβουν και να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του τομέα αυτού.
Στη Μυτιλήνη για αρκετές δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα «…λειτουργούσε μια χονδρική αγορά ελαιόλαδου που είχε χαρακτηριστικά άτυπου χρηματιστηρίου εμπορεύματος» (Τζοάννος, 2018). Στις τοπικές εφημερίδες αναγράφεται έως το 1970 τουλάχιστον, αναλυτικά η τιμή του λαδιού κατά βαθμούς οξύτητας, που διαμορφωνόταν ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση. Ο Θανάσης Παρασκευαϊδης στα Λεσβιακά τεύχος ΙΒ, αναφέρει πως πριν το 1930, τα ελαιομεσιτικά γραφεία στη Μυτιλήνη ήταν έξι, ενώ μετά το 1930 είχαν γίνει 14 ελαιομεσιτικά και 11 ελαιοεμπορικά. Το 1986 λειτουργούσαν πλέον μόνο 4 ελαιοεμπορικά γραφεία και 6 ελαιομεσιτικά. Ήταν το τέλος εποχής για τα γραφεία αυτά, καθώς οι συνεταιρισμοί της Λέσβου, η Ένωση Συνεταιρισμών και τα ιδιωτικά ελαιοτριβεία διαχειριζόταν το εμπόριο και τη μεσιτεία (Μανάβης, 2017).
Η τοπική οικονομία της Λέσβου στην περίοδο 1950 – 1970 στηρίζεται στο λάδι και στα προϊόντα του, καθώς και στην κτηνοτροφία και στη βυρσοδεψία. Η μονοκαλλιέργεια της ελιάς, η οποία παρουσίαζε το μειονέκτημα της ασταθούς παραγωγής και η μεγάλη απόσταση από το οικονομικό κέντρο ης Ελλάδας, αποτέλεσαν εμπόδια στην οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη του νησιού. Αν και έγιναν προσπάθειες για την απεξάρτηση από τη μονοκαλλιέργεια, αυτό δεν είχε ποτέ κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα. Η ανάμιξη με το σπορέλαιο καταργήθηκε το 1968, όμως αποδείχτηκε ότι το πρόβλημα ήταν πολύ βαθύτερο. Το ορεινό του εδάφους της Λέσβου έκανε το κόστος παραγωγής τεράστιο με αποτέλεσμα το λάδι να μη μπορεί πια να ανταγωνιστεί τα φθηνότερα σπορέλαια και τον ανταγωνισμό άλλων χωρών, σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά. Σε ένα κόσμο που άλλαζε ραγδαία, η παραγωγή ελαιόλαδου τις δεκαετίες που ακολούθησαν μπορούσε πια να αντέξει μόνο με τις επιδοτήσεις της ΕΟΚ. Έτσι ένα είδος προστατευτικής πολιτικής συνεχίζεται για αρκετά χρόνια για να μην εγκαταλειφθούν πλήρως οι ελαιώνες. Δύο εργοστάσια που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη βιομηχανική παραγωγή της Λέσβου, τα οποία απασχολούσαν πολλούς εργάτες και έκλεισαν και τα δύο στις αρχές του 1990, ήταν το βυρσοδεψείο Σουρλάγκα και το Καλαμάρη.
Το βυρσοδεψείο Σουρλάγκα ιδρύθηκε το 1903 στο Πέραμα του κόλπου Γέρας και ως το 1960 ήταν το μεγαλύτερο των Βαλκάνιων, ιδιαίτερα κερδοφόρο και με πολλές εξαγωγές (Χαμχαλέ, 2015).
Το εργοστάσιο Καλαμάρη ιδρύθηκε το 1880, στο παλιό λιμάνι στη βόρεια πλευρά της πόλης της Μυτιλήνης, σε μια περίοδο ακμής για το νησί. Ήταν μοναδικό, γιατί συνδύαζε στο ίδιο συγκρότημα την επεξεργασία αλεύρων, βαμβακιού και νημάτων, με μακαρονοποιεία για κύριες εμπορικές χρήσεις, αλλά και ελαιοτριβείο και ξυλουργείο. για δευτερεύουσες.. Σταμάτησε να λειτουργεί το 1990, ενώ το 1993 το κτίριο της βιομηχανίας χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο (Αντωνιάδης, 2007).
Ελαιομεσιτικό Τζοάννου τη δεκαετί α του 1960 (αρχείο Ι .Τζοάννου)
1977