Search

“Η ποίηση δεν σχολιάζεται…”

Γράφει ο  Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμπόδιστου», στο: Τα ελεγεία της οξώπετρας, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1992, 7-8, [β΄ φωτομηχανική ανατύπωση].

«Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω· σ’ έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα ‘ναι νύχτα και
        Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά
        ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ’ τη γραμμή του
        ορίζοντα
Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Που από ψηλά
                       κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα

 

Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει

 

Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης
        οφθαλμού που πρωτο
Εισέρχεται στον έρωτα και τ’ άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το
        τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που
        οι άλλοι παν
Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν’ ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ’ ουρανού κει πάλι ζητώ ν’ αποκατασταθώ
Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος

 


Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας
Θα ‘ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και που
        θακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μέσ’ από τη μαυρίλα
Θ’
 αρχίσει ναναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες
Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια
        γύρω μου άδοντας θα συναχτούν
Τότε που και του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται
Χρώματα βότσαλου πικρού: τόσα
Με περόνες πόνου όλες σου οι αγάπες: τόσα
Του βράχου η τύρφη και του άφραχτου ύπνου σου η φρικαλέα
        ραγισματιά: δυο φορές τόσα

 

Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ’ όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ’ αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ως τότε
        ανεκμυστήρευτα
Σαν μέσ’ από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων
κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη

 


Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη
        κι άδεια χαμένη στα πελάγη της».

 

 

ΣΧΟΛΙΟ: «Η ποίηση δεν σχολιάζεται», γράφει σ’ ένα δημοσίευμά του για τον Ελύτη ο Χρήστος Γιανναράς, στο παλαιό καλό περιοδικό Αντί. Ωστόσο, ο γνωστός διανοούμενος γράφει και τα εξής σημαντικά:  «δικαιούμαι, ωστόσο, να υπομνηματίζω την ελπίδα. Έλληνας εγώ, σε έτος απολωλός 1992.  Και κουβαλώ αυτό το όνομα βαθειά πληγή επώδυνη. Σε ζαλιστικούς δαιδάλους πολυμήχανης ευτέλειας, διορυγές τρωκτικών στον ιερό τόπο και τρόπο της πότε Ελλάδας. Δικαιούμαι λοιπόν να τεχνουργώ, έστω αμήχανα, την όποια περιολκή θραυσμάτων ελπίδας. Να μην χαθεί στην επιπόλαια τύρβη όση Ελλάδα αποτέθηκε στη σημαντική της Οξώπετρας. Σελίδες αριθμημένες τριάντα εννιά και κει η Ελλάδα ακόμα «μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού / ή ζώου ταπεινωμένου». Από τη δική μου, τώρα, πλευρά, του ταπεινού σχοινοβάτη ανάμεσα σε ποιητικά, πεζά και δοκιμιακά κείμενα ετούτης της στήλης, εκείνο που έχω να προσθέσω είναι η συγκλονιστική εμπειρία που ένιωσα τρεις ημέρες πριν, όταν σε τμήμα της Β΄ Λυκείου που διδάσκω το μάθημα των Θρησκευτικών (μτΘ), μαθητής στο άκουσμα του στίχου: «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει», με σπινθηροβόλο βλέμμα επί λέξει είπε: «κύριε αυτό είναι ο Θεός». Και να σκεφτείτε σοβαρά, αγαπητοί αναγνώστες, ό,τι από εφέτος το μτΘ μπήκε σε ολοκαίνουργο καράβι, με νέα προγράμματα σπουδών, όπου πολλά λογοτεχνικά κείμενα θα έχουν την τιμητική τους στη διδασκαλία ενοτήτων όπως η αναζήτηση του Θεού. Ας ελπίσουμε ό,τι θα είναι καλοτάξιδο το ταξίδι του… Α. Ι. Κ.