Η Ξάνθη έχει μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανθρωπογεωγραφία και είναι μια πολύ ζωντανή πόλη. Συναντώ στην παλιά αγορά τον πολυπράγμονα φίλο μου, τον Χρήστο. Γέννημα – θρέμμα της πόλης, ξεκίνησε από χαμηλά για να φθάσει σιγά-σιγά να είναι, σήμερα, ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας χαμηλού προφίλ. Πίνουμε καφέ απέναντι από το πανεπιστήμιο. Στο ίδιο καφέ, γόνος παλαιάς επιχειρηματικής οικογένειας της περιοχής, με δραστηριότητα πανελλαδική και όχι μόνο, πίνει καφέ έχοντας “ακροβολισμένους” στον χώρο δυο άνδρες της προσωπικής του ασφάλειας, παρόλο που οι επιχειρήσεις του εσχάτως δεν πηγαίνουν καθόλου καλά, όπως διαβάζω στον οικονομικό Τύπο.
Ο Χρήστος πριν από τέσσερα χρόνια κεφαλαιοποίησε το πελατολόγιο που είχε δημιουργήσει ως αντιπρόσωπος ελληνικής εταιρίας στις αγορές της κεντρικής Ευρώπης. Σήμερα διαθέτει τη δική του μονάδα παραγωγής, στα Σκόπια και προωθεί ο ίδιος τα προϊόντα του στην ευρωπαϊκή αγορά, διαμένοντας μόνιμα στη Γερμανία, κοντά στα σύνορα με την Ολλανδία. Έζησε τον ρατσισμό σε βάρος των Ελλήνων, επέμεινε και σήμερα δηλώνει πως κι εκείνοι έχουν βάλει νερό στο κρασί τους. “Εμείς κυνηγούσαμε πέντε-έξι γερμανικά φαντάσματα κι εκείνοι άλλα τόσα ελληνικά”, μου λέει, “Τώρα όλοι εκεί καταλαβαίνουν ότι βγαίνουν κερδισμένοι από την Ελλάδα”.
Κάθε φορά που βρισκόμαστε τον ρωτώ γιατί δεν σκέφτεται να μεταφέρει την έδρα της παραγωγικής μονάδας από τα Σκόπια στην Ξάνθη, όπου θα έδινε δουλειά σε συντοπίτες του. “Θα ήθελα”, απαντά, “αλλά δεν μπορώ”. Στην Ελλάδα, μου εξηγεί κανένας επιχειρηματίας – και πολύ περισσότερο αυτοί που δεν είναι κρατικοδίαιτοι – δεν μπορεί να κάνει ένα businessplan. “Γιατί με το επιχειρηματικό και φορολογικό πλαίσιο κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι του ξημερώνει”. Ο Χρήστος είναι πρακτικός άνθρωπος. Μου εξηγεί ότι στα Σκόπια από την πρώτη μέρα που αποφάσισε να επενδύσει ήξερε με σαφήνεια τη φορολογία επί των κερδών, ήξερε τα λειτουργικά έξοδα και δεν προέκυψαν εκπλήξεις στην πορεία. Ξέρει ότι σε τέσσερις μήνες θα πάρει επιστροφή ΦΠΑ και βεβαίως έχει χαμηλό κόστος εργασίας.
Αντιλέγω, κάθε φορά, ότι η “κινεζοποίηση” δεν είναι λύση. Συμφωνεί και αιτιολογεί τη θέση του λέγοντας πως δεν συμφέρει ούτε στον επιχειρηματία η περικοπή των απολαβών των εργαζομένων, διότι πολύ απλά με αυτή την πολιτική δεν υπάρχει η ρευστότητα των μισθωτών που κάποτε ήταν ο κινητήριος μοχλός της αγοράς. “Δεν μας συμφέρει να γίνουμε Κίνα στους μισθούς”, μου λέει, και εξηγεί ότι επιπλέον ο φτηνός ανειδίκευτος εργάτης δεν έχει την παραγωγικότητα που θα ήθελε μία επιχείρηση.
Ο Χρήστος πιάνει μολύβι και χαρτί και μου εξηγεί πως αν η πολιτεία αποφάσιζε αντί να δίνει επιδόματα στους ανέργους να επιδοτεί την απασχόλησή τους, θα υπήρχε πολλαπλάσιο κέρδος: Για την επιχείρηση, που θα μείωνε το λειτουργικό κόστος και για την πολιτεία που θα μείωνε την ανεργία και για τον ίδιο τον εργαζόμενο, που θα έφευγε από τον φαύλο κύκλο της ανεργίας. Ο Χρήστος δεν είναι σε θέση να εξηγήσει για ποιον λόγο η πολιτεία δεν κάνει αυτονόητες και απλές κινήσεις. Δεν είναι ο μόνος που δεν μπορεί να ερμηνεύσει το νεοελληνικό «θαύμα».
Γνωρίζει όμως καλά τον τρόπο με τον οποίον στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ξάνθη, το πολιτικό σύστημα, οι οικονομικοί παράγοντες και οι τράπεζες εξέθρεψαν τη φούσκα των περασμένων δεκαετιών, που έσκασε με πάταγο και οδήγησε στον σημερινό μαρασμό. Η Ξάνθη είναι μια από τις πιο όμορφες γωνιές της χώρας. Μια από τις όμορφες γωνιές που όμορφα κάηκαν. Όπως συνέβη κι αλλού: στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στα νησιά. Αλλά κάθε φορά πιστεύαμε πως καιγόταν μόνο το σπίτι του γείτονα. Κι όμως ήταν το δικό μας σπίτι που καιγόταν. Στον βωμό μιας αδιέξοδης πολιτικής δεκαετιών, μιας εγκληματικής διαπλοκής πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, με τους πολίτες αφισοκολλητές, χειροκροτητές και στο τέλος όλους μας απαθείς θεατές.