Γράφει ο Αθανάσιος Καλαμάτας ,Θεολόγος
Στο σημείωμά μου (ΠΟΛΙΤΙΚΑ, 5 Απριλίου) για τις ευθύνες που βαραίνουν σχεδόν όλους εμάς τους εκπαιδευτικούς σ’ ότι φορά το σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα, είχα επισημάνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών και εκπαιδευτικών κινούμαστε σε αφηρημένα σχήματα, με μια άκρως τεχνοκρατούμενη νοοτροπία. Κι αυτό συμβαίνει γιατί λείπει ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης. Το αποτέλεσμα, βέβαια, είναι γνωστό. Ζητήματα παιδείας που έχουν σχέση με την κατάσταση που ως λαός ζούμε τα τελευταία περίπου τριάντα χρόνια, είναι γεγονός, επαληθεύουν τη διαπίστωση που προσφάτως έκαμε ο γνωστός συγγραφέας και επιφυλλιδογράφος της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ (22 Μαρτίου 2015) Τάκης Θεοδωρόπουλος, ότι δηλαδή, «ο εφιάλτης που υπονομεύει το ηθικό μιας χώρας είναι πολιτισμικός». Ο ίδιος σ’ άλλο άρθρο του, με τίτλο: «Η παιδεία παίζει» (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 12 Απριλίου) – και με αυτό ως αφορμή, θα ήθελα σήμερα να καταγράψω μερικές σκέψεις μου – με καίριο τρόπο λέγει κάποιες αλήθειες. Τις σκιαγραφώ συνοπτικά. Η πρώτη έχει σχέση με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. «Στα χρόνια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας», γράφει ο κ. Θεοδωρόπουλος, «έγιναν έντεκα βασικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο πολιτικής διαμάχης, εκτεταμένου δημόσιου σχολιασμού και όλες αφορούσαν τις εξετάσεις αποφοίτησης από τη μέση και εισαγωγής στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση». Η δεύτερη αφορά στο τί εδώ και χρόνια διδάσκεται στο γυμνάσιο και το λύκειο: Γράφει ο κ. Θεοδωρόπουλος: «τον βασικό όγκο της διδασκαλίας στο γυμνάσιο και στο λύκειο τον αποτελούν τα φιλολογικά μαθήματα και τα μαθηματικά. Αν άθροιζε κάποιος τις ώρες που το μέσο Ελληνόπουλο έχει διδαχθεί την αρχαία ελληνική στο σχολείο, κανονικά θα έπρεπε να μπορεί να διαβάζει το “Συμπόσιο” στο πρωτότυπο πριν κοιμηθεί. Ως καλώς γνωρίζουμε δεν είναι η περίπτωση. Γιατί; Γιατί στην πραγματικότητα η διδασκαλία και το ενδιαφέρον για αρχαία ελληνικά, γλώσσα και πολιτισμό είναι προσχηματικό. Οι ώρες της διδασκαλίας ορίζονται από τον αριθμό των φιλολόγων που έχουν προσληφθεί στο Δημόσιο, και οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους φιλολόγους είτε δεν είναι σε θέση να τα διδάξουν είτε, αν και τα ξέρουν, θεωρούν πως δεν πρέπει τα παιδιά να χάνουν χρόνο μαθαίνοντας αρχαία. Για κάποιον λόγο διδάσκονται και μερικά λατινικά, από τα οποία κανείς δεν θυμάται ούτε να κλίνει το rosa την επομένη». Η τρίτη καίρια αλήθεια, κατά τη γνώμη μου έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Καταδεικνύει το πόσο αφηρημένες είναι οι γνώσεις που προσλαμβάνουν οι μαθητές από διδασκόμενα μαθήματα, όπως λόγου χάριν η Ιστορία. Γράφει ξανά ο κ. Θεοδωρόπουλος: «τα Ελληνόπουλα διδάσκονται και Ιστορία. Η Ιστορία της χώρας τους είναι μακραίωνη κι έτσι περνούν αρκετές ώρες της ζωής τους αποστηθίζοντας χρονολογίες και ονόματα από την αρχαία εποχή, το Βυζάντιο και τους νεότερους χρόνους. Κατά παράδοξο τρόπο, την Ιστορία αυτή δεν τη διδάσκουν ιστορικοί. Τη διδάσκουν φιλόλογοι, ενίοτε δε και καθηγητές ξένων γλωσσών, ανάλογα με τις ανάγκες που δημιούργησαν οι προσλήψεις διδακτικού προσωπικού».
Απ’ όλα τα παραπάνω, για τον γνωστό συγγραφέα και επιφυλλιδογράφο ένα συμπέρασμα βγαίνει, ατόφιο, με το οποίο όποιος διαφωνεί, μάλλον κοιμάται ύπνο βαθύ, είναι «βαθιά νυχτωμένος», όπως λέγει κι ο σοφός λαός μας. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι απλό: «το ελληνικό σχολείο παραμένει ένας δυσκίνητος απολιθωμένος οργανισμός χωρίς ουσιαστικό προσανατολισμό, χωρίς παιδεία δηλαδή, ένα υποχρεωτικό πέρασμα που επιτρέπει τη συντήρηση θέσεων εργασίας. Εξάλλου, αυτό είναι το βασικό μέλημα των εκπαιδευτικών και των πολιτικών ηγεσιών που έχουν αναλάβει κατά καιρούς τη διαχείρισή του. Ενώ παραμένει προσηλωμένο στις ανθρωπιστικές σπουδές, δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στον ρόλο του γιατί στην πραγματικότητα δεν το ενδιαφέρουν οι ανθρωπιστικές σπουδές».
Ποιοι είναι λοιπόν οι στόχοι της νεοελληνικής αγωγής, εκπαιδευτικής κακομοιριάς θα ‘λεγα, όπως αυτή χρόνια τώρα όλοι εμείς, εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς, λέμε ότι υπηρετούμε; Πως αυτή πραγματώνεται, μέσα από εκείνη τη διαμάχη των ειδικοτήτων και την αντιδικία άλλοτε χρήσιμων κι άλλοτε άχρηστων και πεπαλαιωμένων μαθημάτων; Μήπως κάποτε οφείλουμε με παρρησία να ομολογήσουμε ότι επικρατεί μια ευκαιριακή και έντονα χρησιμοθηρική οργάνωση της γνώσης, της όποιας γνώσης, όπως αυτή πηγάζει από τα διάφορα διδασκόμενα γνωστικά αντικείμενα, η οποία καθώς φαίνεται, μοναδικό στόχο έχει να κατορθώνουν οι μαθητές, στο τέλος της δωδεκαετούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να εισαχθούν σ’ ένα πανεπιστήμιο;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, νομίζω ότι είναι εύκολες. Κι αυτό διότι η όλη εκπαίδευσή μας εμφανίζεται ανίκανη όχι μόνο να θέτει το «περί ανθρώπου ερώτημα» – το υποστήριζε αυτό παλαιότερα ένας λόγιος κληρικός – αλλά δεν ανταποκρίνεται ούτε στις στοιχειώδεις μορφωτικές απαιτήσεις της. Η άνθηση στον τόπο μας της λεγόμενης παραπαιδείας – και εδώ δεν εννοώ μόνο τα ιδιαίτερα μαθήματα στα οποία οι μαθητές αρέσκονται περισσότερο απ’ ότι τα μαθήματα του σχολείου – φαίνεται ότι ολοκληρώνει την αστοχία και την αποτυχία της εκπαίδευσης. Και το κυριότερο, επιβεβαιώνει την ένδεια και την παρακμή των εκπαιδευτικών πραγμάτων. Δυστυχώς για πολλούς από εμάς τους εκπαιδευτικούς, αποτελεί δυσβάστακτο φορτίο ότι δεν χρειάζεται να συζητούμε και να ζητούμε το νόημα που ταυτίζεται με την ανθρώπινη ύπαρξη και καταξίωση. Απεναντίας όλο και περισσότερο αρεσκόμαστε να κυνηγάμε αφηρημένες και περιστασιακές γνώσεις, παντελώς άχρηστες, που επιβαρύνουν με άγχος τους μαθητές μας, με γνώμονα μια ατέλειωτη κι άκαρπη περιπέτεια, που οδηγεί σ’ ένα πτυχίο, που κι αυτό από μόνο του οδηγεί στην ανεργία.
Κάποτε ο πολύς Κορνήλιος Καστοριάδης είχε πει ότι όλα στην ελληνική εκπαίδευση αποπροσωποποιούνται και ισοπεδώνονται, στο όνομα μιας αμφίβολης ισότητας ευκαιριών, ενός αυτοκαθορισμού, που μετατρέπει τους μαθητές σε παραγωγικές μονάδες, στο όνομα της ευρέσεως εργασίας στην οικονομία της αγοράς. Σοφός, πράγματι λόγος, με μαθητές πιόνια τους συστήματος, με σχολεία που ενδιαφέρονται αποκλειστικά για την αφηρημένη γνώση, την οποία οι ίδιοι ξανά μαθητές οφείλουν να αφομοιώνουν αμέσως και να την επιδεικνύουν όποτε τους τη ζητούν.
Μήπως τελικά ζούμε στη λήθη της δικής μας, ελλαδικής εδώ και διακόσια χρόνια – από τότε δηλαδή (1833) που υπάρχει νεοελληνικό κρατίδιο – εκπαιδευτικής ιστορίας, κι άρα βιώνουμε την απροσωπία του συστήματος, που ταυτόχρονα σημαίνει ότι ολοένα βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο προς τα κάτω, κι ας νομίζουμε ότι έχουμε κάνει πολλά στην εκπαίδευσή μας; Είναι ένα ερώτημα κι αυτό.