Search

Κατερίνα Καμάρα.«Απλά, ερωτεύτηκα το Μόλυβο και το σπίτι μου εκεί…»

Ένα πρωινό με τη Γενική Γραμματέα του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και λατρεμένη «φίλη» του Μολύβου, Κατερίνα Καμάρα

της ΒΑΓΓΕΛΙΩΣ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ

Αρχές Ιουλίου, στην περιοχή των Λαδάδικων της Θεσσαλονίκης, που βρίθουν από ζωή. Βρέθηκα μετά από καιρό στο μικρό στενό της οδού Ναυμαχίας Έλλης ψάχνοντας το σπίτι της Κατερίνας Καμάρα, της Γενικής Γραμματέως του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Της Κατερίνας Καμάρα που είναι πολύ γνωστή στη Λέσβο και ειδικά στο Μόλυβο, όπου μένει κάθε χρόνο για μεγάλο διάστημα, έχοντας σημαντική συμβολή στην πολιτιστική ζωή του οικισμού. Σε ένα παλιό βιομηχανικό κτίριο του διατηρητέου αυτού τμήματος της πόλης, σε τρεις ορόφους που αγόρασε το 2001, η ίδια έχει φτιάξει έναν πραγματικό δικό της «παράδεισο», που μοιράζεται κάθε τόσο με γνωστούς και φίλους. Είχα την ευκαιρία να τον δω κι εγώ από μέσα, χάριν του συγκεκριμένου ρεπορτάζ. Το μισό έγινε εκεί, όπου μιλήσαμε για τη σχέση της με τη Λέσβο και το Μόλυβο και την Πινακοθήκη του χωριού, αλλά και για τη ζωή της στη Θεσσαλονίκη, την ιστορική Γκαλερί «ΖΗΤΑ-ΜΙ» της πόλης, συνυπεύθυνη της οποίας ήταν στο παρελθόν, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και τα σπίτια που αναλαμβάνει να επιμεληθεί αρχιτεκτονικά – αυτό είναι και το πάθος της και το «τρίτο της επάγγελμα». Το άλλο μισό έγινε στο ίδιο το Μουσείο, αλλά και τηλεφωνικά, όσο ήδη βρισκόταν στο Μόλυβο για το καλοκαίρι.

Μου την είχαν συστήσει ως την «Κατερίνα του Μολύβου». Ως έναν άνθρωπο που τους ξέρει όλους στο χωριό, αλλά και που τον ξέρουν όλοι, αφού εδώ και πολλά χρόνια, μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Θεσσαλονίκης και Λέσβου.

Συγκεκριμένα, τις «συστάσεις» αυτές μου έκανε η Βαρβάρα Γκιγκιλίνη, όταν μου ζήτησε να πάρω μια συνέντευξη από την Κατερίνα Καμάρα. «Περιδιαβαίνει τα λαβυρινθικά σοκάκια του χωριού με την ευκολία της κεκτημένης ταχύτητας», έγραφε η ίδια σε κείμενό της που μου έστειλε. «Άλλωστε τον Μόλυβο τον αισθάνεται σαν τόπο της. Σε μια ατέρμονη κίνηση που καταλήγει στην ταράτσα του σπιτιού της η οποία, δεδομένου και του βράχου, που «εισβάλλει» κυριολεκτικά μέσα, είναι ίσως από τους πιο ταιριαστούς με το οικιστικό και αρχιτεκτονικό περιβάλλον του χωριού, χώρους. Η Κατερίνα του Μολύβου, είναι παρούσα εκεί, δραστήρια και δημιουργική. Παρέα με τους ανθρώπους του χωριού και με τους φιλοξενούμενούς της, που κάνουν τις διακοπές τους στο νησί…».

Με αυτές τις πολύ ανθρώπινες «συστάσεις», λοιπόν, αλλά και με όσα γνώριζα για την Κατερίνα Καμάρα, τόσο από παλιότερη συνέντευξη που είχαμε κάνει τηλεφωνικώς, όσο και από τα εγκαίνια της Πινακοθήκης του Μολύβου, μπήκα στο σπίτι της τον περασμένο Ιούλιο. Στο ισόγειο του κτιρίου η ταμπέλα μίας Σχολής Φωτογραφίας, στους υπόλοιπους ορόφους μία – δύο από τις τελευταίες μικρές βιοτεχνίες, που έχουν απομείνει στην περιοχή. Το κτήριο αυτό, παλαιότερα, φιλοξενούσε ολόκληρο βιοτεχνίες κι εργαστήρια παπουτσιών. Τώρα, υπάρχουν τρία καλλιτεχνικά στούντιο.

ΚΑΤΕΤΡΙΝΑ ΚΑΜΑΡΑ ΖΜ (1)

Το «ΖΗΤΑ-ΜΙ», ο Γούτος και ο Μόλυβος

Μετά την πρώτη έκπληξη και «μίνι» περιήγηση στο χώρο, καθίσαμε σε ένα τραπέζι και με θέα στο λιμάνι, αλλά και σε μια πολυκατοικία που ξεκίνησε να χτίζεται κι – ευτυχώς – έμεινε στα σκαριά, η κ. Καμάρα μου αφηγήθηκε αρχικά όλη την ιστορία της που τη «δένει» με το Μόλυβο. Η οποία, ουσιαστικά, ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’70…

«Παντρεύτηκα στη Θεσσαλονίκη στην ηλικία των 20, όσο ήμουν στο Α΄ έτος των σπουδών μου επάνω στις Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες. Έκανα τα παιδιά μου και συνέχισα μεταπτυχιακές και άλλες σπουδές, μετά. Τα έκανα λίγο… ανάποδα», μου είπε. «Ουσιαστικά, τα μεταπτυχιακά μου, έγιναν τα ίδια χρόνια που σπούδαζαν και τα παιδιά μου. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά ήθελα να σπουδάσω ήταν Αρχιτεκτονική, κάτι που επιχείρησα αφού τελείωσα τις πρώτες μου σπουδές, δυστυχώς χωρίς να τα καταφέρω. Παρόλα αυτά, το όνειρο δεν έμεινε τελείως… “μισό” αφού, μέσα στις σπουδές που ακολούθησαν στη Θεσσαλονίκη και στο Παρίσι, ήταν και η Σκηνογραφία».

Το 1968, μπήκε στη ζωή της Κατερίνας Καμάρα ένας χώρος σημαντικός, τόσο για την ίδια, όσο και για την πόλη της Θεσσαλονίκης: το «Ζήτα – Μι», το κατάστημα γραφομηχανών και εισαγόμενων δίσκων κλασικής και τζαζ μουσικής, που είχαν ιδρύσει το 1955 στην οδό Αριστοτέλους 3 ο Παύλος Ζάννας (εγγονός της Πηνελόπης Δέλτα) και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος – εξ’ ου και τα αρχικά του. Ήταν η σύζυγος του Παύλου Ζάννα, Μίνα, που άρχισε τρία χρόνια μετά να συγκεντρώνει στο χώρο του «Ζήτα – Μι» αντικείμενα καλλιτεχνικού χαρακτήρα, με στόχο τη διάδοση της γνήσιας λαϊκής τέχνης και ήδη από τότε, ο χώρος είχε γίνει «στέκι» ανθρώπων του πνεύματος, της τέχνης και του πολιτισμού. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Νίκος – Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Αλέξανδρος Ίσαρης, ο Κάρολος Κουν, ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης, κ.ά. ήταν μερικοί μόνο από τους ανθρώπους που περιστοίχιζαν τον Παύλο και τη Μίνα Ζάννα, συμβάλλοντας συλλογικά στη δημιουργία του πολιτιστικού τοπίου της Θεσσαλονίκης. Ακόμη και σήμερα, εξάλλου, ακόμη για τους νεότερους, ο Παύλος Ζάννας είναι γνωστός ως ο άνθρωπος που, αφού ίδρυσε τη Λέσχη Κινηματογράφου, είχε πρώτος την ιδέα για το ομώνυμο Φεστιβάλ της πόλης, το οποίο έχει καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους και πιο δημοφιλείς πολιτιστικούς θεσμούς της.

Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας και συγκεκριμένα το 1968, ο Παύλος Ζάννας καταδικάστηκε στη γνωστή «δίκη των έξι» σε φυλάκιση 10 ετών, λόγω της αντίστασής του στο καθεστώς και ως πολιτικός κρατούμενος, έχασε την εμπορική του ιδιότητα. Τότε η σύζυγός του δημιούργησε στο «ΖΗΤΑ-ΜΙ» την πρώτη ιδιωτική αίθουσα τέχνης στη Θεσσαλονίκη, με την επωνυμία «ΖΗΤΑ-ΜΙ, Μ. Ζάννα & ΣΙΑ». Όταν η Μίνα Ζάννα μετακόμισε στην Αθήνα, το 1970, τη γκαλερί ανέλαβαν η Κατερίνα Καμάρα και η αδελφή της, Μάρω Λάγια.

Η γκαλερί λειτούργησε υπό τη φροντίδα τους για 40 χρόνια, μέχρι το 2010 οπότε κι έκλεισε οριστικά, έχοντας συμπληρώσει συνολικά 42 χρόνια ζωής. Όλα αυτά τα χρόνια, που ήταν πολύ σημαντικά για την Κατερίνα Καμάρα, η αίθουσα της οδού Αριστοτέλους 3, που το 1993 μεταφέρθηκε στην οδό Προξένου Κορομηλά 1, εξακολούθησε να αποτελεί στέκι εικαστικών, λογοτεχνών και φιλολόγων ενώ, ειδικά μετά τη Δικτατορία οι εκθέσεις πολλαπλασιάστηκαν (φτάνοντας στο σύνολό τους τουλάχιστον τις 320) και οι καλλιτέχνες που εξέθεταν τα έργα τους, ουσιαστικά «συστήνονταν» στο κοινό της Θεσσαλονίκης. Εκτός από χώρος δημιουργικών, πνευματικών, φεμινιστικών κι εν γένει πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων, η αίθουσα της γκαλερί, έγινε σιγά – σιγά, ο χώρος στον οποίο έγινε η σύλληψη της ιδέας, αλλά και η «γέννηση» του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Η Κατερίνα Καμάρα ήταν ένα από τα ιδρυτικά του μέλη, το 1979 (σ.σ. περισσότερα για το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, παρακάτω).

Για την κ. Καμάρα, το «ΖΗΤΑ-ΜΙ» και το ζεύγος Ζάννα, ήταν και η έναρξη της γνωριμίας της με το Μυτιληνιό Μιχαήλ Γούτο, γαμπρό του Παύλου Ζάννα, ο οποίος και ανέλαβε την οικονομική διαχείριση όλων των επιχειρήσεων του τελευταίου, με τη φυλάκισή του. Ο Γούτος ήταν και η αιτία που το ζεύγος Καμάρα βρέθηκε στο Μόλυβο, όπου και η μεταξύ τους σχέση συνεχίστηκε κι «άνθισε» με ποικίλους τρόπους. «Στο Μόλυβο βρεθήκαμε για πρώτη φορά το 1975 για διακοπές, με τον Πέτρο, τον άντρα μου», εξηγεί για την πρώτη της επαφή με τον οικισμό που μελλοντικά έφτασε να αποτελεί το δεύτερό της σπίτι, η Κατερίνα Καμάρα. «Αγοράσαμε αμέσως το σπίτι κι έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με το χωριό. Μπορεί να γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, αλλά η καταγωγή μου είναι από τη Μικρά Ασία, οπότε, όπως όλοι με προσφυγική καταγωγή, χωριό δεν έχω. Και, όπως λέει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, “εμείς που δεν έχουμε χωριά και θέλουμε κάπου να ανήκουμε, πρέπει να αποκτήσουμε χωριά”. Έτσι, βρήκα κι εγώ το Μόλυβο κι ένα συμμαθητή του πατέρα μου, από την Πάνορμο της Μικράς Ασίας..».

Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 ξεκινά η ανάπτυξη του Μολύβου, σύμφωνα με τις αρχές και το όραμα του Λέσβιου Μιχαήλ Γούτου, ο οποίος ενέπνευσε τον τότε δήμαρχο Ανδρέα Κυριακού και την τοπική κοινωνία. Έγιναν ενέργειες κι έτσι ο Μόλυβος κηρύχθηκε, νομοθετικά ως ένας από τους πρώτους διατηρητέους οικισμούς στην Ελλάδα. Με την προτροπή και τη βοήθειά του, κατάφερε να εφαρμοστεί στο Μόλυβο το καινοτόμο για την εποχή πείραμα του «κοινωνικού τουρισμού». Ο σχεδιασμός και η έμπνευσή του, προέβλεπε να αξιοποιηθεί τουριστικά ο τόπος, ενώ ταυτόχρονα πρόβαλλε τον τοπικό πολιτισμό και τις τέχνες. Συνέπεια αυτής της καθολικής προσπάθειας, ήταν να γίνει γνωστός τουριστικός προορισμός ο Μόλυβος και συγχρόνως ένας πόλος έλξης για καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Παράλληλα, επιτυγχάνεται η ίδρυση Παραρτήματος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, με αποτέλεσμα να παραχθούν έργα insitu, από καθηγητές και φοιτητές της παραπάνω Σχολής, τα οποία δωρίζονταν στο φιλόξενο αυτό τόπο. Ο τότε δήμαρχος Κώστας Δούκας, που ενστερνίστηκε επίσης το όραμα του Γούτου, αντιλήφθηκε την ανάγκη δημιουργίας μιας Πινακοθήκης. Με τη βοήθεια του λογοτέχνη Νάσου Θεοφίλου, του ζωγράφου Χρόνη Μπότσογλου και του Α. Γιαγιάννου, κάνει τότε έκκληση για νέες δωρεές έργων από καλλιτέχνες κι έτσι δημιουργήθηκε η αρχική συλλογή αυτής της Πινακοθήκης.

«Ο Γούτος ήταν άνθρωπος πολύ ανοιχτόμυαλος και πίστευε ότι, αυτό που έλειπε από το Μόλυβο δεν ήταν τα χρήματα, αλλά οι άνθρωποι και οι νέες ιδέες», λέει η Κατερίνα Καμάρα, το σπίτι της οποίας στο Μόλυβο, βρίσκεται πίσω από τη Σχολή Καλών Τεχνών. «Το μυαλό του δούλευε συνεχώς δημιουργικά κι έτσι ο Μόλυβος όπως τον γνωρίσαμε, έγινε μια περιοχή που προσέλκυε πολλούς φοιτητές και καλλιτέχνες, ήδη από την εποχή εκείνη Έτσι κι εμάς μας γοήτευσε ο Μιχαήλ Γούτος με τις περιγραφές του για το Μόλυβο κι από τα πρώτα πράγματα που κάναμε ήταν η δημιουργία ενός Πολιτιστικού Συλλόγου εδώ, μέσω του οποίου διοργανώναμε το χειμώνα ομιλίες για τους κατοίκους του χωριού, φέρναμε θεατρικές παραστάσεις, κ.ά. Διατηρούσαμε σχεδόν όλο το χρόνο σχέση με το χωριό, αφού ερχόμασταν και καλοκαίρι και χειμώνα».

Από δεξιά προς αριστερά: η κ. Κατερίνα Καμάρα, η κ. Alice Terriade, η κ. Κατερίνα Κοσκινά, Πρόεδρος Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης,φίλη της κ. Terriade στο σπίτι της κ. Καμάρα στο Μόλυβο (2003)
Από δεξιά προς αριστερά: η κ. Κατερίνα Καμάρα, η κ. Alice Terriade, η κ. Κατερίνα Κοσκινά, Πρόεδρος Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης,φίλη της κ. Terriade στο σπίτι της κ. Καμάρα στο Μόλυβο (2003)

Η συμβολή της στην πολιτιστική ζωή του τόπου πήρε ένα ακόμη λιθαράκι από το καλοκαίρι του 2012, οπότε κι άρχισε η εμπλοκή της με τη Δημοτική Πινακοθήκη της Μήθυμνας, η οποία ξανάνοιξε μετά από 10 χρόνια που είχε σταματήσει να λειτουργεί. Τα εγκαίνια που έγιναν το 2012 ήρθαν ως αποτέλεσμα, των συνεχών κι έντονων προσπαθειών και κινητοποιήσεων ομάδας πολιτών του χωριού, καθώς επίσης και της εικαστικού Χριστίνας Σγουρομύτη και του Αντιδημάρχου Πολιτισμού κου Κ.Αστυρακάκη . Η ενασχόληση της Κατερίνας Καμάρα με την Πινακοθήκη συνεχίζεται μέχρι σήμερα, οπότε και η τελευταία, παρά την υπολειτουργία της λόγω έλλειψης προσωπικού, δεν κλείνει.

«Παράλληλα με την παρουσίαση της μόνιμης συλλογής, που σήμερα έχει στην κατοχή της περίπου 210 έργα, τα οποία εκτίθενται εναλλασσόμενα στο χώρο της Πινακοθήκης, οργανώνονται εκθέσεις ομάδων καλλιτεχνών», λέει η κ. Καμάρα. «Αυτό που θέλω να τονίσω, είναι πως ότι γίνεται εκεί γίνεται με τη βοήθεια του Φορέα Τουρισμού του Μολύβου, χαρακτηριστικό παράδειγμα ομάδας πολιτών, που πιστεύουν τόσο πολύ στη δύναμη της συλλογικής δράσης και αγαπούν τόσο πολύ τον τόπο τους ώστε, με τη συμμετοχή τους κάνουν θαύματα».

Το σπίτι της οδού Ναυμαχίας Έλλης και η Θεσσαλονίκη

Στο Μόλυβο, λοιπόν, οι κάτοικοι τη γνωρίζουν εδώ και πολλά χρόνια σαν φιγούρα.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της, η Κατερίνα Καμάρα το περνάει αναγκαστικά στη Θεσσαλονίκη. Πηγαίνοντας, καθημερινά σχεδόν με τα πόδια, στο χώρο όπου εργάζεται εθελοντικά εδώ και πολλά χρόνια, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης κι έχοντας παραιτηθεί εδώ και καιρό από τη θέση του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού του Α.Π.Θ., όπου εργάστηκε για 20 ολόκληρα χρόνια.

Τις συνήθειες του Μολύβου, τις συνεχίζει κι εδώ, στους ορόφους του σπιτιού της. Ουσιαστικά, θα έλεγε κανείς ότι στους χώρους αυτούς «ζωντανεύει» όλο το παρελθόν της, η σχέση της με το «ΖΗΤΑ-ΜΙ», με την Τέχνη, με τη Λέσβο, με την Ελλάδα, με το εξωτερικό. Αλλά και αναδεικνύονται όλες οι πτυχές της δημιουργικότητάς της, αφού στο σύνολό του το σπίτι αρχιτεκτονικά, αλλά και σε ότι έχει να κάνει με διακόσμηση, έχει γίνει από την ίδια. Εξάλλου, αυτό είναι το «ταλέντο» της η μεγαλύτερή της αγάπη κι ένα κομμάτι από την τωρινή επαγγελματική της δραστηριότητα: η δημιουργία χώρων και κτιρίων και η επιμέλειά τους από κάθε άποψη.

Το «βιομηχανικού» τύπου διαμέρισμα του έκτου ορόφου στερείται … παντελώς κάθε είδους πόρτας. Εκτός από την κύρια είσοδο σε αυτό, με το που βγαίνει κανείς από το ασανσέρ, όλος ο υπόλοιπος χώρος είναι σχεδόν ενιαίος και διαμορφώνεται σε «δωμάτια» με κουρτίνες και από τις λειτουργικές χρήσεις (σαλόνι, τραπεζαρία, κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, γραφείο και μπάνιο). Παλιά και πιο σύγχρονα έπιπλα, κάποια κατασκευασμένα από την ίδια, μπάνιο μεγάλο, κουζίνα μικρή, τραπεζαρία μακρόστενη, καναπέδες, γραφεία κι ένα συνεχόμενο παραλληλόγραμμο παράθυρο στο βάθος, κοσμούν το εσωτερικό του σπιτιού. Μέσα σε όλα αυτά, έργα καλλιτεχνών, τα πιο πολλά από εκθέσεις που έχουν γίνει στο «ΖΗΤΑ-ΜΙ «Πώς καταφέρνει και συνδυάζει τόσα διαφορετικά στυλ;», ήταν η πρώτη απορία που μου ήρθε στο μυαλό, με το που είδα το σπίτι. Αφίσες της πρώην γκαλερί, γαλλικά πόστερ, κεραμικά της Λέσβου, σουβενίρ από άλλα νησιά, αναγεννησιακό ύφος σε διάφορα σημεία, έπιπλα σιδερένια κι έπιπλα ξύλινα, καθρέφτες, κ.ά. Ένα σπίτι που σε πολλούς θα φαινόταν ίσως «περίεργο» και που εμένα προσωπικά, με έκανε να νιώθω απόλυτα οικεία. Γι’ αυτό και ήθελα να μάθω πολλά γι’ αυτό…

«Το σπίτι αυτό (σ.σ. στην οδό Ναυμαχίας Έλλης), το αγόρασα το 2001. Ήταν μια πολυκατοικία ακατοίκητη, εγκαταλελειμμένη, στην οποία υπήρχαν μόνο εργαστήρια παπουτσιών. Αυτό όμως που με εντυπωσίασε, ήταν η θέα που έχει στη θάλασσα, στο ύψος του λιμανιού, από μπροστά. Toλιμάνι, σε κάνει κι έχεις μία αίσθηση ότι μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις, άσχετα αν τώρα, ως προς τις ακτοπλοϊκές του συνδέσεις ή την εμπορική του χρήση είναι σχεδόν νεκρό. Για χρόνια, πάντως, ερχόταν το πλοίο “Σαπφώ” τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, ήταν μαγικό σχεδόν, “εισέβαλλε” σχεδόν μέσα στο σπίτι και σε πήγαινε κατ’ ευθείαν στο αγαπημένο νησί. Πιστεύω ότι στη Θεσσαλονίκη αξίζει, αν μπορεί κανείς, να έχει κάποια σχέση με τη θάλασσα, έστω και μόνο να νιώθει τον … μπάτη το απόγευμα».

Το σπίτι, σχεδόν συνέχεια, γεμάτο με κόσμο. «Φιλοξενώ πολύ κόσμο, φίλους δικούς μου και των παιδιών μου», λέει. Άρχισα να φαντάζομαι το χώρο γεμάτο κόσμο, φίλους της κ. Καμάρα να τον μοιράζονται για φαγητό, ξεκούραση, πρωινό καφέ και ύπνο, υποστηρίζοντας την κοινοβιακή φιλοσοφία και τον θαύμασα ακόμη περισσότερο. Εξάλλου, αυτή είναι και η κατάσταση που επικρατεί στο Μόλυβο, όταν είναι εκεί.

Peter Brook Κατερίνα Καμάρα στο Μόλυβο (1991).
Peter Brook Κατερίνα Καμάρα στο Μόλυβο (1991).

Όσο για τη ζωή στη Θεσσαλονίκη: «Δε βγαίνουμε πολύ έξω το βράδυ για φαγητό, αφού το τελευταίο μου γεύμα είναι νωρίς το απόγευμα. Πηγαίνουμε όμως πολύ στα μπαρ, τα σινεμά και στο θέατρο. Βλέπω τις αλλαγές που γίνονται στην πόλη, για άλλες όπως η Νέα Παραλία καμαρώνω, για άλλες όχι, ειδικά όταν αυτές απειλούν τον ιστορικό χαρακτήρα ορισμένων σημείων της, όπως το κομμάτι το βιοτεχνικό κι εμπορικό, που είναι κι αυτό που σώθηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Το ίδιο – την ανάγκη διατήρηση του ιστορικού χαρακτήρα – σκέφτομαι και για τη Μυτιλήνη. Θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, τόσο στη Θεσσαλονίκη, όσο και στη Μυτιλήνη, να γίνουν περιορισμοί στην αναλογία των χρήσεων (εμπορικών, χώρων διασκέδασης, χώρων που μένουν ως έχουν). Έτσι ώστε, να μην αλλοιώνεται η αρχιτεκτονική στον κυρίως ιστορικό ιστό, είτε ο τελευταίος έχει να κάνει με την κατεξοχήν ιστορία του τόπου, είτε με τις διάφορες μορφές χρήσεις του».

 

Κι όμως, κάτι αλλάζει για την Κατερίνα Καμάρα όσο περνούν τα χρόνια κι αυτό, είναι η «ματιά» με την οποία βλέπει πλέον τη Λέσβο:

«Όσο μεγαλώνω, τη θεωρώ μια εξαιρετική χώρα, σαν ένα ξεχωριστό κράτος, μια μικρογραφία του τελευταίου, με την πρωτεύουσα, τα χωριά, τις κωμοπόλεις της», λέει. «Στην οικονομία της Λέσβου υπάρχει μια σχετική αναλογία στην πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή παραγωγή, στις πηγές εισοδήματος από τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τον τουρισμό, κάτι που σπάνια συναντά κανείς σε νησί. Κι αυτό, είναι που την κάνει μοναδική».

«Όταν πρωτοήρθα στο Μόλυβο ερωτεύτηκα το σπίτι και τον οικισμό, αλλά η ψυχή μου εξακολουθούσε να είναι δοσμένη στις Κυκλάδες – φως, αέρα, χρώμα, κτίρια. Γνωρίζοντας σιγά – σιγά τη Λέσβο, την αγάπησα βαθιά. Είναι για εμένα ένα νησί που ποτέ δε βαριέσαι και παρόλο που ακόμη δεν την έχω εξερευνήσει όλη, την έχω μέσα στην καρδιά μου. Είναι ατέλειωτη. Δεν έρχομαι εδώ μόνο για διακοπές ή ψάχνοντας έναν τρόπο φυγής από την καθημερινότητά μου, μία φυγή από τον εαυτό μου, αλλά έρχομαι εδώ για να βρω τον εαυτό μου. Είναι για ‘μένα ένας τόπος, όπου κάνω μια εσωτερική, υπαρξιακή διαδρομή. Μέσα σε αυτήν την ατέλειωτη κι ανεξερεύνητη Λέσβο – την ανεξερεύνητη ζωή, τελικά…».

 

MAKEDONIKO (1)

Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

 

Το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αποτελεί ένα ειδικό δείγμα πρωτοβουλίας πολιτών, μοναδικό στην ιστορία του ελληνικού εικαστικού χώρου.

Όπως αναφέρει και το κυρίως σώμα του σημερινού ρεπορτάζ για την Κατερίνα Καμάρα, η ιδέα γι’ αυτό «γεννήθηκε» το 1978, όταν η Μάρω Λάγια έκανε μια πρόταση στον κοσμοπολίτη γκαλερίστα και συλλέκτη έργων τέχνης Αλέξανδρο Ιόλα, στο πλαίσιο συζήτησης που είχαν και όταν ο δεύτερος ενδιαφέρθηκε να μάθει το μέγεθος της καταστροφής των πολιτιστικών δομών της Θεσσαλονίκης. Η ανταπόκρισή του ήταν θετική κι έτσι προέκυψε η βάση για τη δημιουργία ενός κέντρου σύγχρονης τέχνης στην πόλη.

Με τη δική του δωρεά και την υποστήριξη, από την αρχή, για τη δημιουργία και του σχετικού σωματείου, από το γνωστό καπνέμπορο της Θεσσαλονίκης και δρ. Οικονομικών Επιστημών, Πέτρο Καμάρα – σύζυγο της Κατερίνας Καμάρα, στις αρχές του 1979 υπογράφηκε το πρώτο καταστατικό, για το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης. Ιδρυτικά μέλη του επώνυμοι πολίτες της Θεσσαλονίκης, όπως ο Μανόλης Ανδρόνικος, Αντώνης Ανεζίνης, Νίκος Βασιλακάκης, Πέτρος Δημητρακόπουλος, Παύλος Ζάννας, Σοφία Καζάζη, Κατερίνα Καμάρα, Βασίλης Λαδένης, Δημήτρης Φατούρος, Ελένη Λαζαρίδου, Ιωάννα Μανωλεδάκη, Αλεξάνδρα Μπουτάρη, Ρούλα Πατεράκη, κ.ά.

Εκθέσεις ήδη άρχισαν να διοργανώνονται, ωστόσο ο χώρος για τη στέγαση του Μουσείου βρέθηκε μόλις το 1982, ενώ ο πρώτος κύκλος ζωής του ξεκίνησε επίσημα το 1984. Αποκλειστικός χορηγός για τα πρώτα 15 χρόνια λειτουργίας του, αλλά και Ταμίας, ο σημερινός δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης.

Ο χώρος όπου στεγάζεται μέχρι και σήμερα το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, εντός του οικοπέδου της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, εγκαινιάστηκε το 1992 από την υπουργό Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, ενώ την ίδια χρονιά ζητείται από το διοικητικό συμβούλιο του Μουσείου και η οικονομική στήριξη του υπουργείου.

Μέσα στη δεκαετία του ’90 η Κατερίνα Καμάρα, ως μέλος του Δ.Σ., καταφέρνει να φέρει εις πέρας την καταστατική υποχρέωση για τη νομοθετική διαδικασία της ίδρυσης του Μουσείου ως Ίδρυμα, διαδικασία που ολοκληρώνεται το 1994. Ήταν ωστόσο το 2002 που, με τις υπεράνθρωπες προσπάθειες της Ξανθίππης Χόιπελ, προέδρου του διοικητικού συμβουλίου επί 26 χρόνια, που το Μουσείο έφτασε στην τελική του μορφή, αποτελώντας πλέον το πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα: με την περάτωση και του κτιρίου του, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, εντός της ΔΕΘ. Τα εγκαίνιά του έγιναν από τον τότε υπουργό Πολιτισμού, Ευάγγελο Βενιζέλο και πλέον περιλαμβάνει νέους εκθεσιακούς χώρους, βιβλιοθήκη, αμφιθέατρο πολλαπλών χρήσεων, νέα εργαστήρια, κ.ά. Η Κατερίνα Καμάρα είναι από τότε η Γενική Γραμματέας του Μουσείου, ενώ το τελευταίο έχει, από το 2006 έχει και τη στήριξη Καλλιτεχνικού Διευθυντή, του ιστορικού τέχνης Ντένη Ζαχαρόπουλου.