Η ίδρυση της πόλης της Μυτιλήνης αποδίδεται στον 11ο αιώνα οπότε η καινούργια πόλη είναι χτισμένη πάνω στη παλιά. Η πόλη αρχικά κτίστηκε στο νησάκι όπου σήμερα βρίσκεται το Κάστρο και στην περιοχή «Κιόσκι» και σιγά – σιγά άρχισε να εξαπλώνεται (Κοντής, Ι., 1973). Η αναμόρφωση της πόλης αρχίζει το 17ο αιώνα με τη σταδιακή ανακατάληψη του χώρου που κατείχε η αρχαία πόλη στα όρια της μεσαιωνικής. Τον 19ο αιώνα αυτή η αναμόρφωση συμπληρώθηκε και καθώς η πόλη επεκτείνεται, οι Τούρκοι κατέλαβαν το βόρειο τμήμα και οι Έλληνες το νότιο τμήμα της (Χατζηαναγνώστου, 2004).
Στην αρχαιότητα, η οδός Ερμού ήταν το κανάλι «Εύριπος», που χώριζε την πόλη από το μικρό νησί, στο οποίο σήμερα βρίσκεται το Κάστρο της Μυτιλήνης. Ο Εύριπος άρχιζε από το βόρειο λιμάνι της Επάνω Σκάλας και έφτανε μέχρι την περιοχή Πηγαδάκι – Κουμιδιά. Η πρόσχωση του Ευρίπου κατά το Μεσαίωνα, που ένωνε τα δύο λιμάνια της πόλης, ήταν ένα έργο που διαμόρφωσε τη σημερινή οδό Ερμού, που ενώνει το βόρειο λιμάνι της Επάνω Σκάλας που ήταν το παλιό και εμπορικό λιμάνι της πόλης με το νότιο, το σημερινό εσωτερικό λιμάνι, που ήταν και το πολεμικό λιμάνι. Πρόσφατες αναφορές υποστηρίζουν πως υπήρχαν γέφυρες, που ένωναν την ξηρά με το νησάκι. Μια από αυτές βρισκόταν περίπου απέναντι από το Γένι Τζαμί, δίπλα στο Τούρκικο Λουτρά (Κολόβη, Τάταρης, Σουλακέλλης , 2018).
Η δομή της αγοράς είναι η ίδια διαχρονικά με αυτή που υπήρχε από τα τέλη του 17ου αιώνα. Στα Οθωμανικά χρόνια συμπληρώθηκε με στοιχεία του Οθωμανικού πολιτισμού όπως τζαμιά, χαμάμ κ.λπ. Το αρχιτεκτονικό στυλ των προσόψεων των καταστημάτων συνδυάζει το αρχαιοελληνικό με το ανατολίτικο και το ευρωπαϊκό στυλ. Ο λόγιος Ε. Δράκος το 1907 ισχυρίζεται ότι η αγορά της Μυτιλήνης ήταν μία από τις μεγαλύτερες και λαμπρότερες της Μικράς Ασίας. Απόδειξη της μαρτυρίας αυτής είναι το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή της Ερμού υπήρχαν 475 μαγαζιά και γραφεία όλων των ειδών (Αναγνώστου, διαδικτυακή αναδημοσίευση από περιοδικό εν Δήμω)[1].
Η αύξηση του πληθυσμού και η οικονομική ανάπτυξη της Μυτιλήνης στη διάρκεια του 20ου αιώνα, οδήγησε στην επέκταση του οικιστικού χώρου, καθώς και στη διαμόρφωση βιομηχανικών ζωνών δίπλα στα δύο λιμάνια. Η οικιστική επέκταση εστιάστηκε κατά μήκος της ακτής και των δύο λιμανιών στον άξονα βορρά – νότου, αλλά συμπεριέλαβε και τους λόφους προς τα δυτικά. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο πληθυσμός της πόλης ήταν εικοσιπέντε με τριάντα χιλιάδες κάτοικοι, εκ των οποίων το 85% ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, το 12% μουσουλμάνοι, ενώ ένα 3% περίπου καθολικοί, εβραίοι και χριστιανοί Αρμένιοι. (Μυτιλήνη, Ε.Π.Κ.Τ).[2] Η οδός Ερμού αποτελούσε πάντα το εμπορικό, κοινωνικό, βιοτεχνικό και συμβολικό κέντρο της πόλης και εκτείνεται από βορρά προς νότο, συνδέοντας το βόρειο με το νότιο λιμάνι. Γύρω από το Κάστρο συσπειρώθηκε στο σύνολο του ο μουσουλμανικός πληθυσμός, ενώ στο νότιο κομμάτι της πόλης το ελληνικό στοιχείο. Το νότιο λιμάνι αναπτύχθηκε παράλληλα κατά την περίοδο ευημερίας του χριστιανικού πληθυσμού, ενώ το βόρειο που χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα, παράκμασε μετά τον 18ο αιώνα, εξαιτίας των προσχώσεων κι έτσι δεν ήταν δυνατός πλέον ο ελλιμενισμός πλοίων σ’ αυτό. Σταδιακά εκφυλίστηκε, ώσπου κατάντησε απλός όρμος για τα καΐκια και τις βάρκες. Οι Χριστιανοί ήταν το πιο ζωντανό και ανεπτυγμένο στοιχείο, οικονομικά και πολιτιστικά. Αυτός ο κοινωνικός διαχωρισμός είχε και οικονομικό αντίκτυπο. Έτσι, το νότιο μικρό λιμάνι έγινε το κύριο λιμάνι. Το ιστορικό κέντρο της πόλης συγκροτήθηκε γύρω από την οδό Ερμού. Ένα παράδειγμα ισορροπίας των δύο διαφορετικών πληθυσμών, είναι το γεγονός ότι στην περιοχή αυτή είχαμε δέκα χριστιανικούς ναούς και δέκα τζαμιά, καθώς και ιστορικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (Μυτιλήνη, Ε.Π.Κ.Τ). Η δόμηση της αγοράς και της προκυμαίας στο νότιο λιμάνι είναι ενδεικτικά της αστικοποίησης της πόλης από το 1880 ως το 1912. Η αρχιτεκτονική των καταστημάτων, των γραφείων, των ναών και των ξενοδοχείων δίνουν στην πόλη μια ευρωπαϊκή όψη, μέσα στην οποία η αστική τάξη προσπαθεί να επιβεβαιώσει το ρόλο της ως πρωταγωνιστή στα κοινωνικά δρώμενα, επιχειρώντας αρχιτεκτονικές αναβαθμίσεις ακόμη και σε εκπαιδευτικά κτίρια (Χατζηλίας, 2009).
Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους όσοι γλίτωσαν από τη σφαγή και τη μετοίκηση βολεύτηκαν έξω από το Κάστρο στην πλαγιά της νοτιοδυτικής οχύρωσης, τη σημερινή Κουλμπάρα. Έτσι, βαθμιαία η επέκταση της πόλης ξεκίνησε και από τις δυο πλευρές. Οι Τούρκοι απλώθηκαν σιγά – σιγά στο βόρειο μέρος της αρχαίας πόλης, δηλαδή στην Επάνω Σκάλα κοντά στο μεγάλο λιμάνι. Οι Έλληνες κατέβηκαν την πλαγιά και εγκαταστάθηκαν στο νότιο μέρος της πόλης με κέντρο το μικρό λιμάνι. Η γραμμή της επαφής των δυο αγορών ήταν η Μητρόπολη και οι γύρω παλιές εκκλησίες. Η Ερμού από το Κεντρικό Γυμνάσιο μέχρι τη Μητρόπολη στέγαζε τη Ρωμεϊκή Αγορά (Κάτου Ταρσί). Μια αγορά γεμάτη με ωραία μαγαζιά, εργαστήρια, αποθήκες που κρατούσε την οικονομική ζωή της πόλης και μετέφερε το κέντρο της γύρω από το νότιο λιμάνι, το κύριο εμπορικό λιμάνι της πόλης. Από τη Μητρόπολη ως την Επάνω Σκάλα η Ερμού στέγαζε την Τουρκική Αγορά (Πάνου Ταρσί). Η αρχιτεκτονική πολλών κτισμάτων του κομματιού αυτού με τα χαρακτηριστικά μικρομάγαζα, όπως τα παλαιοπωλεία, τα μαχαιράδικα, τα μικρά καφενεδάκια με τσίγκινες στέγες, είναι ενδεικτική του κόσμου που κινούνταν γύρω από αυτή (Αξιώτης, 1992).
*Η διπλωματική εργασία της Δήμητρας Εμμανουήλ, διερευνά με ποιο τρόπο η κεντρική αγορά της Μυτιλήνης αποτυπώνεται ως χώρος συλλογικής μνήμης, μέσω της προφορικής και της γραπτής ιστορίας από τη δεκαετία του 1960 ως τη δεκαετία του 1980.
Εικόνα : Χάρτης της Μυτιλήνης του 19ου αιώνα ,αρχείο Ε.Αλατζά
[1] http://www1.aegean.gr/gympeir/ANAGN1.htm
[2] http://www1.aegean.gr/culturelab/Mytilene_gr.htm4