Συνολικά 96 έργα του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ χαρακτηρίζονται ως κινητά μνημεία με απόφαση της υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνας Μενδώνη. Πρόκειται για 86 έργα, που φυλάσσονται στο Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά Λέσβου, ιδιοκτησίας του Δήμου Λέσβου και 10 έργα του από τη συλλογή του Αλέξανδρου και της Δωροθέας Ξύδη, που ανήκουν και φυλάσσονται στο MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Συλλογές Μακεδονικού Μουσείου και Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.
Ο χαρακτηρισμός των έργων αυτών, που συνιστούν ιδιαίτερης σημασίας σύνολα από έργα του ζωγράφου, ως κινητών μνημείων έγινε ύστερα από την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων και τη σχετική εισήγηση της Διεύθυνσης Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η συντριπτική πλειοψηφία των έργων έχουν φιλοτεχνηθεί το χρονικό διάστημα 1926-1933, μία έντονα δημιουργική περίοδο δημιουργώντας περισσότερους από 120 πίνακες, έναν χρόνο πριν το θάνατό του(24 Μαρτίου 1934) στη Λέσβο.
Την χρονιά του 2016 το Κεντρικό Συμβούλιο Νεώτερων Μνημείων είχε χαρακτηρίσει ως μνημεία 37 έργα του ζωγράφου από το Μουσείο-Βιβλιοθήκη Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade. Πρόκειται για έργα που ζωγράφισε ο Θεόφιλος για τον συλλέκτη έργων τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη(Tériade), μετά τη γνωριμία τους στα τέλη της δεκαετίας του 1920 στη Μυτιλήνη.
Τα έργα του Θεόφιλου απεικονίζουν μια ποικιλία ελληνικών θεμάτων που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, αυτά που παρουσιάζουν τη φύση και τον άνθρωπο (προσωπογραφίες, τοπία, εικόνες της καθημερινής ζωής) και εκείνα που περιγράφουν θέματα από την ελληνική μυθολογία, ιστορία και θρησκεία.
Ο πιο γνωστός Ελληνας λαϊκός ζωγράφος, που φορούσε την παραδοσιακή φουστανέλα, γεννήθηκε μεταξύ 1867 και 1870 στη Βαρειά Λέσβου. Τα παιδικά χρόνια για τον ίδιο και τα 7 αδέρφια του ήταν δύσκολα. Ο πατέρας Γαβριήλ ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του Πηνελόπη κόρη αγιογράφου μαθαίνοντας τις βασικές γνώσεις της ζωγραφικής από τον παππού του να.
Στη Σμύρνη, όπου εργάζεται ως θυροφύλακας, θα διαμορφώσει το θεματολόγιο του από τον κόσμο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της νεώτερης Ελλάδας. Στο Βόλο όμως θα ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ζωγραφίζοντας για ελάχιστα χρήματα στους τοίχους μαγαζιών της πόλης και του Πηλίου.
Το 1912 ο πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας Γιάννης Κοντός του αναθέτει την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του ’21, αρχαίους θεούς και τοπία. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα το Μουσείο Θεόφιλου.
Το 1927 επιστρέφει στη γενέτειρά του όπου συνεχίζει να ζωγραφίζει. Δημιουργεί τοιχογραφίες σε χωριά του νησιού και η αμοιβή του είναι ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Εκεί τον συναντά ο καταξιωμένος κριτικός τέχνης και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης(Tériade), ο οποίος διέμενε στο Παρίσι και είναι ο άνθρωπος που θα κάνει γνωστό το έργο του Θεόφιλου. Τελικά, 27 χρόνια μετά το θάνατό του, το καλοκαίρι του 1961, εγκαινιάζεται μεγάλη έκθεση με έργα του Θεόφιλου στο Μουσείο του Λούβρου αποτελώντας ύψιστη αναγνώριση του συνολικού έργου του Ελληνα ζωγράφου με την φουστανέλα.
Το 1976 το υπουργείο Πολιτισμού προχώρησε σε χαρακτηρισμό των έργων «του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ οπουδήποτε και εάν ευρίσκονται χρήζονται ειδικής κρατικής προστασίας»». Την προστασία είχε ζητήσει με έγγραφό του ένα χρόνο πριν ο τότε αναπληρωτής προϊστάμενος της Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Βόλου και μετέπειτα πανεπιστημιακός, Γεώργιος Χουρμουζιάδης.