Γράφει ο Αβραάμ E. Ιντζεβίδης
Αεικίνητα παιδιά, τρέχουν, γελούν, χοροπηδούν, σκαρφαλώνουν στα παιχνίδια, παίζουν με τις κούνιες. Οι γονείς, απολαμβάνουν τον ήλιο, τον καφέ και το τσιγάρο τους, καθισμένοι στα παγκάκια, τηρώντας αποστάσεις. Όσοι είχαν παιδάκια μικρότερης ηλικίας τα κυνηγούν από πίσω, άλλοι τρέχουν με τα αντισηπτικά να απολυμάνουν νευρωτικά τα χεράκια των παιδιών τους όταν λερώνονται. Μάταιος κόπος.
Το πάρκο παραμένει κλειστό πρωινές ώρες, τις καθημερινές. Ένας υπάλληλος του δήμου, συμβασιούχος, κλειδώνει τις εισόδους και γυρνάει σαν την άδικη κατάρα μέσα στο άδειο πάρκο. Στη λήξη του ωραρίου του, παίρνει μαζί του τις κλειδαριές και το πάρκο μένει ανοιχτό τις υπόλοιπες ώρες, αλλά και τα σαββατοκύριακα και τις αργίες.
Από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου εξηγούν στους πολίτες που διαμαρτύρονται ότι το πάρκο δεν έχει πάρει την απαιτούμενη άδεια από την Αθήνα, συστήνοντας μάλιστα, κατά παράβαση των αυστηρών καθηκόντων τους, -αλλά πάνω από όλα είμαστε άνθρωποι βρε αδερφέ, μην μένουμε στο τυπικό- εναλλακτικές προτάσεις στους γονείς ώστε να ξαμολήσουν τα φυντάνια τους. Τι να πρωτοκάνει και αυτός ο έρμος ο Δήμος Μυτιλήνης; Να φυλάει τα πάρκα; Να τρέχει να κλείσει τον μικρό Καρά Τεπέ; Να τρέχει να κλείσει το ΠΙΚΠΑ, όσες δομές τέλος πάντων κατάφερναν να εξασφαλίσουν στοιχειωδώς αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης σε συνανθρώπους μας; Πάντως στα κλεισίματα διαπρέπει αυτή η δημοτική αρχή. Σάμπως να το γυρίζανε στο Κουμ Καν ή στον Θανάση εκεί στο Δήμο;
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος την παράνοια της ελληνικής διοίκησης και ας επιστρέψουμε στην πραγματική ζωή.
Σε ένα από τα παγκάκια δυο μαμάδες από το Αφγανιστάν, με 6-7 παιδάκια που τριγυρνούσαν ανάμεσα στα άλλα. Γελούσαν, έτρεχαν, έπαιζαν, λιγάκι πιο επιθετικά, λογικό αν λάβει κανείς υπόψη τις δυσκολίες που έχουν βιώσει σε αυτή την τρυφερή ηλικία.
Έβγαλα το μπουκαλάκι με τις φούσκες!
Μαζεύτηκαν τα παιδάκια, «τα δικά μας». Έτρεχαν να σκάσουν τις φούσκες ή παρακολουθούσαν το ταξίδι τους προς τον ουρανό, τους ιριδισμούς τους, μέχρι να συναντήσουν το σύντομο πεπρωμένο τους και να διαλυθούν σε σταγόνες. Σκουντούσαν το ένα το άλλο, σπρώχνονταν, έπεφταν κάτω, για να προλάβουν να σκάσουν τις μεγαλύτερες φούσκες. Γρήγορα, άρχισαν οι γκρίνιες. Έβαλα κανόνες, «πίσω από τη γραμμή όλοι» και καλούσα τα παιδιά να τρέξουν με βάση το χρώμα των παπουτσιών τους.
Άρχισαν να μαζεύονται και τα Αφγανάκια. Παρατηρούσαν τις φούσκες. Γελούσαν. Αλλά δεν συμμετείχαν. Έβλεπα πόσο καταπιέζονταν για να μην τρέξουν και αυτά. Να πώς εσωτερικεύεται η διάκριση.
Με νοήματα τα προσκάλεσα να συμμετέχουν στο παιχνίδι. Λίγο οι κοινές λέξεις των τούρκικων με τις αφγανικές διαλέκτους, λίγο τα δάνεια της ελληνικής από τους γείτονες (δεν είναι πολλές, καμιά 5.000 κοινές λέξεις έχουμε), λίγο η βοήθεια της δεκάχρονης Φατμά που μιλούσε αγγλικά και έκανε τη διερμηνέα, βρήκαμε μια άκρη. Στάθηκαν στη γραμμή, έτρεχαν και αυτά, όλα μαζί στην αρχή, αρχίσαν πάλι τα κλάματα και οι γκρίνιες. Ξαναβάλαμε κανόνες. Μας πλησίασαν και οι μαμάδες, καταλάβαιναν τα απλά ελληνικά μου, εξηγούσαν στα Νταρί τους κανόνες. Και τα παιδιά τούς σέβονταν μέχρι κεραίας. Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία τα παιδιά δέχονται τους κανόνες και οι ενήλικοι, ειδικά όσοι έχουν εξουσία, τους καταπατούν.
Πολύ γρήγορα τα «δικά μας» εγκατέλειψαν το παιχνίδι. Κάθονταν παραδίπλα και παρακολουθούσαν. Ανησυχητικό, σκέφτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα. Ίσως ένα καλό μάθημα είναι απλά να παρατηρούν κάποιον «δικό τους» να παίζει με αυτά τα «διαφορετικά» παιδιά.
Το πολύ ανησυχητικό βέβαια, είναι πως η συγκαιρινή πολιτική για τη συμπερίληψη αυτών των ανθρώπων στην κοινωνία, μια χρονοβόρα και ιδιαίτερα ευαίσθητη διαδικασία η οποία, μεταξύ πολλών άλλων, προϋποθέτει πόρους και επιστημονική γνώση, μοιράζεται ένα κοινό χαρακτηριστικό με τις φούσκες. Το περιεχόμενό της είναι σκέτος αέρας. Τα αποτελέσματά της; Να γίνει ο βίος, ήδη ταλαιπωρημένων ανθρώπων, αβίωτος.
Οι δικές μου φούσκες πάντως σκοπό είχαν την διασκέδαση και απευθύνονταν αποκλειστικά σε παιδιά, δηλαδή στη ζωή!
Συνεχίσαμε για ώρα το παιχνίδι …