Η αέρινη τραγουδοποιός μιλάει για τον καλοκαιρινό προορισμό της, που δεν είναι άλλος από τη Λέσβο.
Την είχα ακούσει στο Δεύτερο πρόγραμμα, σε ένα από τα πήγαινε – έλα μου, με το αυτοκίνητο, το καταχείμωνο στην Ερεσό. Εκεί που οδήγηση, σκέψεις και μουσική γίνονται ένα συνονθύλευμα κίνησης χωρίς να μπορείς να αντισταθείς σε κανένα απ’ τα τρία γιατί σε νοιάζει πολύ περισσότερο ο προορισμός. Ύστερα την έμαθα καλύτερα μέσα από τις διηγήσεις φίλου μου και θαυμαστή της και εντυπωσιάστηκα για το πρόσωπο πίσω από τις συχνότητες και τις νότες. Τα τραγούδια της μπήκαν μουσική υπόκρουση στα έντονα πρωινά του γραφείου. Η αλήθεια είναι πως υπερκάλυψε τα τηλέφωνα και τις ανούσιες αυγουστιάτικες ειδήσεις. Την γκούγκλαρα. Αέρινη , εντυπωσιακή, παιδί της μουσικής, γρεβενιώτισα (καθόλου τυχαίο ότι με εμπνέουν σχεδόν πάντα οι βορειοελλαδίτες). Έτσι κάπως μπήκε η Μαρία στο γραφείο και δεν έφυγε.
Ζητάω με ευλάβεια τη γνώμη εκείνων που έρχονται στο νησί και φεύγουν. Αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που βλέπουν, το φως, την ενέργεια, τη θάλασσα, μπορούν να μας τα περιγράψουν μοναδικά για να μην χάνουμε κι εμείς οι ντόπιοι την ομορφιά μέσα απ’ τη συνήθεια. Και η Μαρία βρέθηκε στην Ερεσό πριν λίγες μέρες, αφήνοντας κι εκείνη τη σφραγίδα της σε έναν ενεργειακό τόπο όπου, ο Τέρπανδρος, δημιουργός της αιολικής λυρικής ποίησης, ο Αλκαίος, η Σαπφώ και ο Αρίων, κορυφαίοι ποιητές ανέδειξαν με μοναδικό τρόπο τη δύναμη της ποιητικής και μουσικής τέχνης αφηνοντας νότες και στίχους στην αιωνιότητα.
B.Ε.Γ.
«Η τελική βολή ήρθε λίγες ώρες πριν μπω στο πλοίο της επιστροφής. Σίγρι.Με κάλεσε ο Άλμπερ Καμύ , αλλά μήτε ποτέ μου κατάλαβα μέσα στα βιβλία του τι ήθελε ακριβώς να μου πει.»
“Τη Μυτιλήνη την έχω επισκεφτεί δύο φορές στο παρελθόν, σε αυτά τα αστραπιαία ταξίδια των συναυλιών μου , που, μέχρι να νιώσω τη δόνηση του τόπου και να δω όλα όσα μου είπαν οι δικοί μου άνθρωποι πως πρέπει να δω, εγώ έχω ήδη μαζέψει τις κιθάρες μου και περιμένω στο διάδρομο κάποιου αεροδρομίου ή λιμανιού. Το τελευταίο μου μουσικό ταξίδι εκεί , στον υπέροχο χώρο του καφενείου ‘Πανελλήνιον’ , έμελλε να είναι και το τελευταίο μου ταξίδι πριν τον ερχομό της πανδημίας . Έκτοτε ο τόπος με κάλεσε άλλη μια φορά , το περσινό καλοκαίρι , αλλά –κοίτα της ζωής το μυστήριο – ήταν η μόνη καλοκαιρινή μου συναυλία που ακυρώθηκε λόγω αύξησης κρουσμάτων στο νησί.
Τώρα όμως εξηγήθηκαν όλα μέσα μου . Έπρεπε εγώ να καλέσω το νησί και όχι αυτό εμένα. Κοίταξα τον ουρανό σε αυτή τη δύσκολη περίοδο της ζωής μου και ζήτησα επούλωση των πληγών μου. Και ενώ νόμιζα πως βρέθηκα ανήμερα της γιορτής μου να κατοικώ στη Λέσβο , η Λέσβος κατοίκησε μέσα μου.
Ομολογώ ότι είμαι ανίκανη να στεριώσω σε έναν τόπο πάνω από πέντε μέρες –όλο κάπου έχω να επιστρέψω , κάτι να κάνω , κάτι τάχα εκκρεμεί – , είμαι ωστόσο πολύ ανοιχτή στην ενέργεια του και στους ανθρώπους του , στο χώμα και τον ουρανό του . Τη Μυτιλήνη την προσπέρασα βιαστικά αφήνοντας τον ανατέλλοντα ήλιο πίσω να την ξυπνάει , καθώς ο προορισμός μου ήταν η Ερεσός , που κάθε Σεπτέμβρη πάντα κάποιος θα με μάλωνε που δεν πήγα μαζί του εκεί , αφού για όλους είναι ο προορισμός της ψυχικής τους ίασης.
-Θα γυρίσουμε μαζί το Σάββατο, μου είπε.
-Λογικά θα αντέξω μέχρι την Πέμπτη, της αποκρίθηκα.
– Φοράς μαγιό ;
-Όχι , γιατί ;
– Γιατί δεν χρειάζεται . Πρώτα όμως θα πάμε βόλτα με το αυτοκίνητο της Μαρίας.
Η Μαρία με το καλύτερο φαλαφελάδικο της Ερεσού είχε ρεπό και μου έκανε το πιο σπουδαίο δώρο με το που πάτησα το πόδι μου στην Ερεσό . Με πήγε στο μοναστήρι του Υψηλού . Εκεί μιλώντας κάπου αναμεσα στα πουλιά , τα σύννεφα , τους αιθέρες και τους Θεούς, ζήτησα δύο πράγματα . Και το θαύμα μόλις είχε ξεκινήσει! Στο γυρισμό είχα ένα σημαντικό τηλεφώνημα . Το άλλο που ζήτησα θα έπαιρνε χρόνο. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα.
Το σπίτι μας , το σπίτι που μας παραχώρησε η Σαπφώ , ήταν δυο βήματα από τη θάλασσα και από τα μαγαζιά. Όπου και να έπινα τον καφέ , όπου και να έτρωγα ήταν ωραία: τα πρωινά στο ‘Μαργαριτάρι’ , τα μοχίτο στο Para sol , τα ψάρια στον Καραβόγιαννο και τον Σαρδέλα , οι χαμογελαστές σερβιτόρες στη ‘Μαρμίτα’ και οι μουσικάρες της Ειρήνης στο ‘L’ etoile’ . ; Όλα εναρμονισμένα με τον τόπο , όπως και τα γυμνά μας σώματα στην παραλία. Αρμονία και αποδοχή.
Την απόλυτη απλότητα της ζωής μου την πρόσφερε ένας φίλος που με πήγε στον Χρούσο. Φοβάμαι να ξεστομίσω την ομορφιά του τόπου . Φοβάμαι να θυμηθώ πώς έπεφτε ο ήλιος , πώς απλωνόταν η ησυχία , πώς έρεε η αλκοόλη στο αίμα μας , πώς τα παιδιά χαιρόταν την θάλασσα και η θάλασσα το φως της Σελήνης που την έλουζε.
Η τελική βολή ήρθε λίγες ώρες πριν μπω στο πλοίο της επιστροφής. Σίγρι.
Με κάλεσε ο Άλμπερ Καμύ , αλλά μήτε ποτέ μου κατάλαβα μέσα στα βιβλία του τι ήθελε ακριβώς να μου πει. Μήπως να πάω να ζήσω και να εργαστώ στο γραφικό εκείνο ψαροχώρι πλάι στο απολιθωμένο δάσος , εκεί που τα βράχια στέκουν γυμνά , κομμένα λες με μαχαίρι , αφού εκείνος δεν πρόλαβε , αναρωτιόμουν μπαίνοντας στο πλοίο .
Σου υποσχέθηκα ότι θα ξανάρθω.
Και ήταν Σάββατο.
(Φωτογραφία εξωφύλλου Σίγρι: Βίκτωρ Σκάτσικας)