Πέθανε σε ηλικία 80 ετών ο σημαντικός θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος Μάριος Ποντίκας. Από τους κορυφαίους του μεταπολιτευτικού «ρεαλιστικού νεοελληνικού θεάτρου», με επιτυχίες που άφησαν εποχή, ο Μάριος Ποντίκας έγραψε διαχρονικά και επίκαιρα κείμενα.
Ο Μάριος Ποντίκας γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, το 1942. Ήταν απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών της Αθήνας. Για μεγάλο χρονικό διάστημα απασχολήθηκε στην διαφήμιση ως κειμενογράφος – δημιουργικός συντελεστής. Είχε διασκευάσει κείμενα της ελληνικής πεζογραφίας για την τηλεόραση (Χαμένη ‘Ανοιξη του Στρ. Τσίρκα, Η αγάπη άργησε μια μέρα της Λ. Ζωγράφου, κ.α).
Τα σημαντικά έργα του
Έργα του έχουν παρουσιαστεί στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (Ο γάμος), στο Εθνικό Θέατρο (Τρομπόνι, Ορθός Λόγος, Θεατές), στο Θέατρο ΣΤΟΑ (Θεατές, Εσωτερικαί Ειδήσεις, Κοίτα τους, Ο λάκκος και η φάβα, Η πανοραμική θέα μιας νυχτερινής εργασίας, Η γυναίκα του Λωτ -έργο που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τη Θεατρική Σκηνή του Α. Αντωνίου με τίτλο ΕΣΤΩ), στο Θεσσαλικό Θέατρο (Η διαθήκη, Εθνική γιορτή), στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Η γυναίκα του Λωτ, Τρομπόνι) και σε άλλες σκηνές, μεταξύ των οποίων πολλές ερασιτεχνικές.
Είχε εκδώσει δύο συλλογές με πεζογραφήματά του (Δραπέτης γηροκομείου, Κλειδαρότρυπα και άλλες ιστορίες) αρκετά από τα οποία έχουν προδημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης το βιβλίο του «Ζήτω», μια ανθολόγηση διηγημάτων από παλαιότερες δημοσιεύσεις τους, και το 2014 το «Κουταμάρες (και μια εξυπνάδα)».
Η τόλμη της πένας του
«Ο Μάριος Ποντίκας, ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς που έβγαλε αυτός ο τόπος, με το υποδόριο χιούμορ του, με την τόλμη της πένας του, με την καρδιά μικρού παιδιού, δεν είναι πια μαζί μας. Λυπάμαι πολύ. Μια Μεγάλη Απώλεια ο θάνατος του Μάριου. Συλλυπητήρια στη Βίκυ, τη σύντροφό του», έγραψε σε ανάρτησή του ο Γιάννης Αναστασάκης.
Ο «Χάρτης» θρηνεί τον αγαπημένο φίλο και μέλος της συντακτικής ομάδας Μάριο Ποντίκα (Μυτιλήνη 1942 – Αθήνα 17.9.22) με
«Σκοτάδι εδώ μέσα που πάρκαρα. Και ο χώρος άηχος.
Μπήκα για να προστατευτώ, αλλά τώρα δεν θυμάμαι τι με απειλούσε και με ανάγκασε να ψάχνω έναν χώρο κρυμμένο απ’ όλους, όπως νόμιζα αφελώς, διότι δεν ήμουν μόνος μου εδώ μέσα απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, μη βλέποντας βεβαίως, ακούγοντας όμως θορύβους διάφορους, διαφορετικούς κάθε φορά, ποτέ όμοιους και πολύ ύπουλους θα μπορούσα να πω, δηλαδή ήχους που έμοιαζαν σαν προειδοποιήσεις απροσδιόριστου επερχόμενου συμβάντος, επικίνδυνου κατά μία πιθανότητα, αλλά δεν είμαι και βέβαιος επ’ αυτού, και λέω πρέπει να βγω από δω μέσα, κάνω λοιπόν ν’ ανάψω πάλι τη μηχανή και μου φωνάζει κάποιος που νόμιζα ότι ήταν ο υπεύθυνος του συνεργείου όπου πήγαινα το αυτοκίνητό μου για σέρβις, έτσι μου φάνηκε, ”μη, θα τιναχτούμε όλοι στον αέρα, μην ανάβεις τη μηχανή!”
Αισθάνθηκα τότε ότι έσπρωχναν το αυτοκίνητό μου προς την έξοδο των ματιών μου, πράγμα που δεν ήθελα, αφού όσα συνέβαιναν έξω ήσαν πράγματι τρομερά και φοβερά, αλλιώς γιατί έψαχνα να βρω ένα μέρος για να προστατευτώ απ’ αυτά. Και πατάω με όλη μου τη δύναμη φρένο.»
Πηγη: το ΒΗΜΑ