Ένα ταξίδι από την Θεσσαλονίκη στην Καππαδοκία κι από εκεί στην Μυτιλήνη και στο Book and Art
Γράφει ο Χρίστος Καλουντζόγλου
Η Μαίρη Κόντζογλου είναι γέννημα – θρέμμα Σαλονικιά κι ο Βαρδάρης την στέλνει στην πόλη μας με αφορμή την ολοκλήρωση της τελευταίας τριλογίας της, υπό τον γενικό τίτλο « Τα παλιά Ασήμια». Πρόκειται για τρία μυθιστορήματα με φόντο την Καππαδοκία, με αφορμή τα οποία συναντά τους αναγνώστες της στο φιλόξενο Book and Art.
Με αφορμή την επίσκεψη της Μαίρης Κόντζογλου στην Μυτιλήνη, της ζητήσαμε να μας ταξιδέψει στους τόπους που η ίδια αγάπησε και να μας γνωρίσει τους ανθρώπους που γνώρισε σ΄ αυτό το ταξίδι.
Έχετε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και αφιερώνετε την τριλογία σας «Τα Παλιά Ασήμια» στην Καππαδοκία και τον Πόντο. Πόσος δρόμος είναι από την πλατεία Αριστοτέλους μέχρι το Γκιόρεμε, την ρωτώ.
«Όσο κρατάει ένα όνειρο. Λίγα δευτερόλεπτα, δηλαδή. Τότε που καταλύεται ο χρόνος, καταλύονται οι αποστάσεις και όλα είναι μαγικά.Ακόμη είμαι εκεί. Τώρα πια μόνο νοερά. Όσο έγραφα την τριλογία, νόμιζα πως ήμουν και σωματικά. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο είχα απορροφηθεί από την Καππαδοκία και ταυτιστεί με το θέμα μου».
Την ρωτώ τι είναι αυτό που την ενέπνευσε για να ασχοληθεί με τον ελληνισμό της Καππαδοκίας.
Μας επισημαίνει ότι για τα μικρασιατικά παράλια και τον Πόντο έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, αλλά ελάχιστα για την Καππαδοκία και προσθέτει: « Η τριλογία «ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΣΗΜΙΑ» διαδραματίζονται στην Καππαδοκία, σχεδόν εξολοκλήρου. Δύο από τους ήρωές μου βρίσκονται για ορισμένο διάστημα στον Πόντο, ενώ τα υπόλοιπα μέρη της Μικράς Ασίας αναφέρονται πάντα σε σχέση με την Καππαδοκία. Ασχολήθηκα με την Καππαδοκία γιατί με μάγεψε ο τόπος και με ενέπνευσε η ιστορία του».
Η ανάπτυξη ενός θέματος στον καμβά μιας τριλογίας δείχνει επιμονή και πάθος με τον συγκεκριμένο χρονοχώρο. Και απ΄ όσο γνωρίζω δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεστε με τριλογία, αφού έχετε δημοσιεύσει και την τριλογία «Οι μεσημβρινοί της ζωής».
Για ποιο λόγο επιλέγετε αυτόν τον τρόπο ανάπτυξης, ρωτώ την Μαίρη Κόντζογλου.
«Έχετε δίκιο. Πρέπει να έχεις μεγάλο πάθος για να ασχοληθείς τόσα χρόνια με το ίδιο θέμα και τους ίδιους ήρωες και να έχεις ένα υλικό που ξεπερνάει τις 3.000 σελίδες. Δεν ξέρω αν επιλέγω εγώ αυτόν τον τρόπο ανάπτυξης ή με επιλέγει αυτός. Θέλω να πω ότι, ειδικά αυτή τη φορά, ξεκινώντας να γράφω «ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΣΗΜΙΑ» ήμουν αποφασισμένη να διηγηθώ μια μικρή ιστορία, ήξερα πόσο εξουθενωτικό πράγμα είναι η συγγραφή μιας τριλογίας, το είχα ζήσει με τους ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΥΣ. Όμως, για να συστήσω στο αναγνωστικό κοινό την Καππαδοκία, τους χριστιανούς κατοίκους της και την ιστορία της/τους, έπρεπε να ξεκινήσω την ιστορία από παλιά. Για να δώσω τα ιστορικά, τα γεωγραφικά, τα εθνολογικά και τα κοινωνιολογικά στοιχεία που απαιτούνται, ειδικά όταν μιλάς για μια άλλη εποχή και έναν τόπο, σχετικά, άγνωστο. Έτσι προκύπτουν οι πολλοί ήρωες και κατά συνέπεια οι πολλές σελίδες».
Με αφορμή την επίσκεψή της στην Μυτιλήνη, όπου το προσφυγικό στοιχείο έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του, την ρωτώ αν υπάρχει «κίνδυνος» να την εμπνεύσει για κάποιο νέο μυθιστόρημα όλη αυτή η φόρτιση που κουβαλάει ο τόπος.
Μου επισημαίνει ότι με την Μυτιλήνη έχει ασχοληθεί στην προηγούμενη τριλογία της, «ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ», όπου «υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο –και πολύ σημαντικό μάλιστα– που διαδραματίζεται εκεί. Επίσης, το γεγονός πως έγραψα τρία βιβλία –μια τριλογία δηλαδή– στα οποία έθιξα και περιέγραψα το θέμα της Ανταλλαγής των πληθυσμών και της προσφυγιάς κατά συνέπεια δεν σημαίνει πως θα γράψω ξανά παρόμοιο θέμα. Όμως, καθώς το νησί σας είναι τόσο όμορφο, ευωδιαστό και «κοιτάει» στην Ανατολή που με έλκει, δεν αποκλείεται, σε μελλοντικό μου έργο, να τοποθετήσω κάποια ιστορία μου εκεί».
«Έχετε δηλώσει ότι η συγγραφή της τριλογίας σάς έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσετε απογόνους των προσφύγων από τον Πόντο και την Καππαδοκία. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιες από αυτές τις συναντήσεις που σας συγκίνησαν ιδιαίτερα», την ρωτώ.
«Ναι, γνώρισα πολλούς ανθρώπους, απογόνους προσφύγων από την Καππαδοκία. Οι «Καραμανλήδες μου», όπως τους λέω, είναι άνθρωποι που αγαπούν τη γη των προγόνων τους με πάθος, τηρούν τις παραδόσεις που έφεραν οι παππούδες τους από την πατρίδα και μαθαίνουν στα παιδιά τους να μηλησμονήσουν ποτέ το παρελθόν τους. Με βοήθησαν πάρα πολύ στη συλλογή του υλικού που χρησιμοποίησα, ταξίδεψα μαζί τους δυο φορές στη γη των προγόνων -την τρίτη φορά πήγα μαζί με αναγνώστες σε ταξίδι που διοργάνωσε ο εκδοτικός οίκος ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και το ΔΙΚΤΥΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ-, μου έδειξαν τόπους άγνωστους, με μύησαν στα μυστήρια της Καππαδοκίας, μου έμαθαν τα τραγούδια, τους χορούς και τα φαγητά τους. Περισσότερο από όλα όμως μου χάρισαν την άδολη αγάπη τους μόνο και μόνο γιατί ασχολήθηκα με την Πατρίδα».
Το λογοτεχνικό ταξίδι της Μαίρης Κόντζογλου στην Καππαδοκία άρχισε με «Τα Παλιά Ασήμια», που εκδόθηκε το 2014 και ολοκληρώθηκε με τα άλλα δύο βιβλία που εκδόθηκαν από το Μεταίχμιο το 2015, με τους τίτλους «Μια Προσευχή για τα Παλιά Ασήμια» και «Πέρα από τα Παλιά Ασήμια».
Η Μαίρη Κόντζογλου ανοίγει το τελευταίο αυτό βιβλίο της τριλογίας γράφοντας:
Με το βιβλίο «Πέρα από τα Παλιά Ασήμια» τελειώνει ένα υπέροχο ταξίδι ψυχής που έκανα σε μια άλλη εποχή και σε έναν τόπο που λάτρεψα από την πρώτη στιγμή. «Τα Παλιά Ασήμια» είναι συντροφιά μου από το καλοκαίρι του 2011, όταν μέσα μου σχηματίστηκε η επιθυμία να γράψω «κάτι» για την Καππαδοκία και για την ανταλλαγή των πληθυσμών, θέμα που δεν είναι και τόσο προσφιλές στη λογοτεχνία.
Στη διαδρομή αυτή, που κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ευτύχησα να συναντηθώ με σπουδαίους ανθρώπους, απογόνους προσφύγων κυρίως, που με βοήθησαν στη συλλογή του υλικού, του τεράστιου υλικού που απαιτήθηκε για τη συγγραφή. Επίσης, ευτύχησα να μελετήσω και να σκύψω με ευλάβεια πάνω από τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και την ιστορία της Μικράς Ασίας. Κυρίως όμως ευτύχησα, μαζί με τους ήρωές μου, να ζήσω στιγμές μεγάλου ψυχικού φόρτου, συγκινήσεις και χαρές ανείπωτες καθώς εξιστορούσα τις ζωές τους. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως η τριλογία υπό τον γενικό τίτλο «Τα Παλιά Ασήμια», όταν θα κόντευε να ολοκληρωθεί, θα ήταν πιο επίκαιρη από ποτέ. Το θέμα της προσφυγιάς, τους τελευταίους μήνες ειδικά, απασχολεί τόσο τη χώρα μας όσο και την παγκόσμια κοινότητα. Δεν έχω απάντηση γιατί καταπιάστηκα με αυτό. Ίσως γιατί πιστεύω πως τίποτα δεν τελειώνει, πως τα πάντα συνεχίζονται».