γράφει η Μαρία Στρίγκου-συγγραφέας
Την παρατήρησα στο super market.
Μια μακριά γραμμή πελατών, στο ταμείο των δέκα μόνο πραγμάτων. Καλάθια με μπύρες, ψωμί του τοστ, τυρί, ζαμπόν και ξυραφάκια. Άντρας ο πελάτης.
Με cottage cheese, γιαούρτι 2% λιπαρά και καραμέλες για το λαιμό, γυναίκα η πελάτισσα.
Το ταμείο των μοναχικών ή των μόνων. Θα μου πεις, έχει διαφορά; Ειλικρινά, δεν ξέρω.
Κοιτάζω τα άλλα ταμεία. Με τα καρότσια που βουλιάζουν από πράγματα, πάνες για το μωρό, χαρτιά υγείας, γάλατα και δημητριακά. Ψώνια οικογενειακά, που όμως όσο περνάνε τα χρόνια, αραιώνουν και πάνε.
Οι πελάτες των δέκα πραγμάτων κοιτιόμαστε καχύποπτα. Υπάρχει μια αδιόρατη έγνοια, συμπόνια πες καλύτερα αλλά κι ένας θυμός, μέσα στο βλέμμα μας.
“Τι κάναμε λάθος και ξεμείναμε εμείς;” αυτή είναι η φράση που δεν λέγεται.
Μόλις η ματιά επεκταθεί στο χώρο, αλλάζει το κοίταγμα. Φεύγει από τη μέση το “ξεμείναμε “. Υπάρχουν τόσοι μόνοι. Μεγαλύτεροι και μικρότεροι.
Λες κι η μοναξιά έγινε μεταδοτική ασθένεια ή μοδάτο ρούχο.
Όλοι κυκλοφορούμε με μια απόκοσμη λάμψη στο πρόσωπο.
Ένα φως που κάνει τις κόρες των ματιών να διαστέλλονται και τις λέξεις στην άκρη της γλώσσας να συστέλλονται.
Όχι, δεν είναι έρωτας η αιτία. Οθόνη λέγεται και είναι παντού μαζί μας. Συγχαρητήρια!
Βρέθηκε επιτέλους ένα νόμιμο δεκανίκι ή μια πιπίλα, όπως θες πες το, που θα μπορεί να αποκοιμίζει τους φόβους μας στη στιγμή.
Να σου μιλήσω και να μ’ απορρίψεις; Πριτς! Μπαίνω στο κινητό μου και κάνω ο,τι γουστάρω. Κι αν μ’ ενοχλήσεις, σε μπλοκάρω κιόλας.
Να σε φλερτάρω και να μου ρίξεις άκυρο; Πριτς! Κατεβάζω ένα παιχνιδάκι στον υπολογιστή μου κι έχω φτιαχτεί στο τσάκα – τσάκα.
Να διαφωνήσω μαζί σου και να τσακωθούμε; Ευκολάκι. Σε σβήνω στη στιγμή από τις επαφές μου κι ούτε που θα μπω στη διαδικασία να σκεφτώ τη διαφωνία μας.
Έχω δίκιο, εγώ ξέρω, είμαι ωραίος/α, είμαι δυνατός/η, είμαι cool, έχω ακόλουθους, είμαι δημοφιλής, είμαι επιτυχημένος/η.
Τα καταφέρνω ή πείθομαι ότι τα καταφέρνω. Μέχρι…
Μέχρι να νυχτώσει, να αρρωστήσω, να συμβεί κάτι άσχημο, να μείνω λίγο εκτός σύνδεσης. Διακοπή σύνδεσης ο μεγαλύτερος εχθρός.
Η αλήθεια δηλαδή, η αλήθεια είναι ο χειρότερος εχθρός.
Είμαι μόνος/η, φοβάμαι, έχω ανάγκη, μεγαλώνω, λυπάμαι, χρειάζομαι να…
Ωπ, στην κοινωνία μας όποιος χρειάζεται κάτι, εκτός των διαφημιζόμενων υλικών αγαθών, είναι αδύναμος, παλιομοδίτης, ξεπερασμένος, επισύρει τον οίκτο.
Το συναίσθημα είναι αποδεκτό μόνο σαν τραγούδι, ποίημα, απόφθεγμα, δρώμενο, με θεατές πάντα, όχι όμως σαν αυθύπαρκτη πυξίδα που σε οδηγεί όπου χρειάζεται να φτάσεις.
Συναίσθημα χωρίς νευρώνες γίνεται; Όχι βέβαια, τότε μιλάμε για ακρωτηριασμό. Κομψό ίσως αλλά ακρωτηριασμό.
Όσο εξελίσσεται η τεχνολογία, τόσο αυξάνεται η μοναξιά.
Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν, να κοιταχτούν στα μάτια, να αγγιχτούν, να αγκαλιαστούν, να κάνουν έρωτα, να γίνουν φίλοι, να βρεθούν “μαζί” ουσιαστικά.
Όσο μηδενίζονται οι φυσικές αποστάσεις τόσο μεγεθύνονται οι ψυχικές εγγύτητες. Η πολυπλοκότητα νίκησε το απλό, όπως ακριβώς η σοκολάτα Dubai, την απλή σοκολάτα αμυγδάλου που παίρναμε από το περίπτερο. Και δεν είναι η ανάγκη της γευσιγνωσίας που το έκανε αυτό, είναι η εκπαίδευσή μας στο “και κάτι ακόμα” που αλλοίωσε τους γευστικούς μας κάλυκες.
Γίναμε πολέμιοι του απλού, του εύκολου, του συνηθισμένου. Εκπαιδευόμαστε βλέπεις από μικροί, στο δύσκολο, στο πολύπλοκο, στο σύνθετο, στον αγώνα. Στον ανταγωνισμό του ποιος θα επικρατήσει.
Ο καλύτερος, ο εξυπνότερος, ο δυνατότερος, ο πλουσιότερος.
Ο υπερθετικός φίλοι μου, είναι ωραίος μόνο στον έρωτα, στη ζωή γεννά φόβο, άσχημες συμπεριφορές και άπειρες φοβίες.
Αυτό είναι το κλουβί. Η σοκολάτα Dubai είναι το τυράκι. Δελεαστικό ίσως αλλά τυράκι που σε κλείνει για τα καλά στη φυλακή.
Κοιτάξτε γύρω σας, πόσοι ρεμβάζουν ένα ηλιοβασίλεμα, πόσοι χάνονται στο άκουσμα μιας μελωδίας, πόσοι συγκινούνται από ένα αγριολούλουδο; Δύο; Πέντε; Εφτά; Μέσα σε τι πληθυσμό;
Ξε-Χάσαμε την ομορφιά της απλότητας, την ευκολία της κουβέντας, τη ζεστασιά της αγκαλιάς.
Κυνηγάμε την ουρά μας, μέσα σ’ έναν τροχό που δεν σταματάει ποτέ, επιζητώντας ένα απροσδιόριστο έπαθλο που κάποιος άλλος μας όρισε. Έπαθλο για τη δική μου ζωή; Όχι, ευχαριστώ.
Προτιμώ μια απλή σοκολάτα γάλακτος απ’ το περίπτερο.
Πάμε μέχρι εκεί παρέα;
Άσε το κινητό σπίτι, να μιλήσουμε λιγάκι βρε αδερφέ. Είσαι;