Σε αυτά τα πλακόστρωτα της Λέοντος Σοφού, έπαιξα τα πρώτα παιχνίδια μου.
Λάστιχο, μακριά γαϊδούρα, στρατιωτάκια ακούνητα, κυνηγητό. Στη γειτονιά αυτή, έκλεψα κορόμηλα από τα δέντρα της κας Μύρτας, καίσια από της Εύης, τριαντάφυλλα από την κα Βερόνη και μανταρίνια από την θεία Ευστρατία. Μια παιδική μνήμη γεμάτη κίνηση, πρόσωπα, χαρούμενες φωνές, γεύσεις και παιχνίδια.
Η Εύη, η Ζωή, η Λέλα. Η Δέσποινα, η Ελευθερία, η Αγγέλα, η Σούλα και ο Νίκος. Ο Νικόλας, η Μαιρούλα και ο Θάνος, που έφυγαν για την Αμερική. Η Κατερίνα και η Ελένη. Η Μαργαρώ που άνοιγε τον κλήδωνα. Άνθρωποι που ο καθένας τους έπαιξε τον ρόλο του στον μικρόκοσμο μας. Η Κλεοπάτρα και η θεία της. Τα σοκολατάκια που μας έδινε η γιαγιά Ελένη με το φουντούκι στη μέση. Ήχοι, μυρωδιές, γεύσεις. Όλα μπερδεμένα κι όλα τόσο διαφορετικά. Η ζωή μας. Με βήματα. Όπως το κουτσό.
Όπως οι πέτρες στην Λέοντος Σοφού, που γέμισαν καμπύλες από τα χτυπημένα γόνατά μας. Μνήμες από μια αμέριμνη καθημερινότητα, με φέτες ψωμιού αλειμμένα με Βιτάμ και ζάχαρη. Καλοκαίρια πάνω στα δέντρα και χειμώνες δίπλα στις πεζούλες να μυρίζουμε τον καπνό απ’ τις ξυλόσομπες. Χαίρομαι που σώθηκε ένα από τα πιο όμορφα πλακόστρωτα της πόλης. Και θα πρέπει να επιμένουμε να σωθούν και άλλα, για να παραμείνουν οι γειτονιές της πόλης και να μεγαλώσουν τα παιδιά όπως πρέπει.
Για να μετρά ο χρόνος όπως ακριβώς ο ήχος των παπουτσιών μας πάνω στο πλακόστρωτο της Λέοντος Σοφού….