Ο φωτογραφικός φακός αποκαλύπτει τις υποσυνείδητες οπτικές με τον ίδιο τρόπο που η ψυχανάλυση αποκαλύπτει τις υποσυνείδητες αιτίες», έγραφε ο Βάλτερ Μπέντζαμιν για να συνοψίσει μέσα σ’ αυτή τη μικρή φράση τον τρόπο με τον οποίο ένας φωτογράφος μπορεί να εισχωρεί μέσα στην ποιητική της εικόνας, να απομαγνητίζει την οπτική της θεώρηση και να την καταθέτει σε όλους μας, στοχεύοντας στη συνειδητή αποκάλυψη των αιτιών εκείνων που διαμόρφωσαν το πεπρωμένο και μοιραία την τύχη ενός ολόκληρου τοπίου, έτσι όπως αυτά διαφαίνονται πάνω του.
Ο Δημήτρης Ταλιάνης, για μια ακόμη φορά μέσα στο έργο του, κατορθώνει να αποκαλύψει με τον φωτογραφικό του φακό όλες εκείνες τις χρωματικές εναλλαγές που καθόρισαν το γεωπάρκο και το φυσικό τοπίο της Λέσβου και μάλιστα με τρόπο εμβληματικό. Οι φωτογραφίες του αποτυπώνουν ολόκληρη την Ιστορία της νήσου, έτσι όπως διαμορφώθηκε από τα φυσικά φαινόμενα και τον άνθρωπο στην πάροδο των αιώνων με τη χαρακτηριστική λεπτότητα της φωτογραφικής του μαεστρίας.
Φωτογράφος των οπτικών συναισθημάτων ο Ταλιάνης, φωτογραφίζει τη διαύγεια των χρωμάτων σε όλες τις λεπταίσθητες αποχρώσεις που άφησε ο χρόνος και το φως πάνω τους. Τη σμίλη του ανέμου και των κυμάτων να χαράζει με ορμή το σώμα του νησιού και να μεταμορφώνει την πέτρα σε πίνακες αλλόκοσμης αισθητικής. Τον λιθοξόο χρόνο τη στιγμή που λάξεψε το ερωτικό αντικείμενο της τέχνης του για να δημιουργήσει υπερβατικά σχήματα του πάθους του πάνω στο βράχο της Λέσβου.
Καταγράφει με τη δύναμη της ευαισθησίας του τους αποτυπωμένους ήχους ενός μελαγχολικού πρωινού στο λεσβιακό τοπίο, την ελευθερία των χρωμάτων στην πέτρινη μνήμη του νησιού, τον ανθρώπινο κάματο που μετασχηματίζεται σε ολόχρυσο λάδι ή γαλατερό ούζο, προϊόντα που καθόρισαν τη μοίρα του νησιού. Φωτογραφίζει τις σκιές που πλάγιασαν αρμονικά πάνω στην πέτρα του τοπίου και απροκάλυπτα εισχώρησαν στο εσωτερικό των σπιτιών, αθέατοι μάρτυρες των μυστικών τους, το φως που αχνοροδίζει σε παράκτιες ανατολές, τους ροδαλούς υγροβιότοπους όπου βρίσκει καταφύγιο η σπάνια ζωή, την ευταξία του φθινοπωρινού φωτός και την ανάγκη του ανθρώπου να αγγίξει το χώμα και να πλάσει με τον πηλό την απαρχή της μοίρας του.
Περιδιαβαίνει στους τόπους των ηφαιστειακών πετρωμάτων του νησιού και φωτογραφίζει την αργιλώδη υφή του, τη διάβρωση της πετρωμένης λάβας, τη σχηματική απεικόνιση μιας παλαιάς ηφαιστειακής δραστηριότητας που μοιάζει να πάγωσε στο χρόνο. Από τα αρχαία κατάλοιπα στις Βυζαντινές εκκλησιές και από τη λιτή λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου ως τις αρχοντικές τοιχογραφίες μιας ευαίσθητης αρχιτεκτονικής, που έσβησε με την πάροδο του χρόνου, ο Ταλιάνης φωτογραφίζει κάθε σημαντική ιστορική, αρχιτεκτονική, λαογραφική πληροφορία που καταγράφηκε στη Λέσβο στήνοντας ένα μωσαϊκό της ανθρωπογεωγραφίας του τόπου.
Ταυτόχρονα, φωτογραφίζει με ενάργεια τους γεωφυσικούς δρόμους του νησιού, τους ιριδισμούς του φωτός πάνω στα ρήγματα που δημιουργήθηκαν, τα επάλληλα στρώματα των πυροκλαστικών σχηματισμών, απομεινάρια αποτυπωμένα στο βράχο του νησιού που ο φακός αναδεικνύει για να αφηγηθεί τη γεωφυσική ιστορία του γενέθλιου τόπου του φωτογράφου.
Και μετά το Σίγρι με τους γιγαντιαίους απολιθωμένους κορμούς μιας παμπάλαιης Σεκόιας ή μιας βελανιδιάς που επιμένουν να στέκονται επιβλητικά ή να γέρνουν στην αγκαλιά των κυμάτων δηλώνοντας με τον τεράστιο κορμό τους το πείσμα της φύσης να παραμείνει ζωντανή μέσα στους αιώνες για να διατρανώνει την υψηλή κυριαρχία της.
Τα χρώματα ολοζώντανα γυαλίζουν στον ήλιο. Κατακόκκινα και γαιώδη, γαλατερά άσπρα και γκριζοσταχτί απολιθώματα δέντρων, καταπράσινα και λευκά από τους κρίνους της θάλασσας, μαύρα του βράχου και της ηφαιστειακής λάβας, μαβί και γαλάζια ή έντονα κίτρινα από τον οργασμό της πανίδας που ευδοκιμεί στο νησί. Χρώματα ολοζώντανα και αδίστακτα. Ατέλειωτα φλυαρούν μέσα στην παντοδυναμία τους και ο Ταλιάνης φωτογραφίζει τη βουερή τους συνομιλία με το παρελθόν και το διηνεκές της ύπαρξής τους προτού η φωτογραφική του αφηγηματική σταθεί για λίγο στα εκθέματα του Μουσείου και στον περιβάλλοντα χώρο του για να συνδιαλαγεί με το φως και τη θάλασσα.
Και το κάνει με ένα σιωπηλό υπαινιγμό, χωρίς φωτογραφικές κραυγές κατασκευασμένων σε εργαστήρια εικόνων, αλλά με τη λιτότητα της γνωστής φωτογραφικής αισθητικής που διαθέτει, δίνοντας έτσι την εντύπωση στο θεατή του έργου του πως όλα όσα απεικονίζονται στις σελίδες αυτού του λευκώματος είναι ακριβώς ολόιδια με όλα όσα θα μπορούσε να δει ο ίδιος με τα μάτια του αν βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Έτσι το λεύκωμα αυτό γίνεται η αφορμή για ένα ποιητικό ταξίδι σε μια αισθητική διάσταση της οπτικής.
Πέρα όμως από τις εντυπωσιακές φωτογραφίες που αναμφίβολα δυναμώνουν αισθητικά τις σελίδες του το συγκεκριμένο λεύκωμα κοσμείται από τα κείμενα των Νικόλαου Ζούρου, Κωνσταντίνας Μπεντάνα, και Ηλία Βαλιάκου. Εκεί ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει για το γεωφυσικό πάρκο και τη γεωλογία του νησιού, να συλλέξει πληροφορίες για το παρελθόν που το δημιούργησε, έτσι ώστε να αντικρίσει μετά με διαφορετικό μάτι τις φωτογραφίες που ακολουθούν. Παράλληλα ο Πάνος Θεοδωρίδης υπογράφει το εισαγωγικό κείμενο με την ιστορική και οικονομική ανασκόπηση της Λέσβου και την λαογραφική της ταυτότητα δίνοντας την μορφοποιημένη ιδιαιτερότητα του νησιού. Εγγύηση άλλωστε για την ποιότητα της έκδοσης αυτής αποτελεί η επιμέλεια των κειμένων από τον ποιητή Διονύση Καρατζά.
Το φωτογραφικό λεύκωμα Νήσος Λέσβος – Παγκόσμιο Γεωπάρκο UNESCO είναι έκδοση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, με φωτογραφίες του Δημήτρη Ταλιάνη.
Τέσυ Μπάιλα