Search

Ντέπυ Χατζηκαμπάνη: “Υπήρξα το ξύλινο παλτό που φορούσε η Γώγου”

 

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στο Πανελλήνιο η παρουσίαση του νέου ποιητικού έργου της Ντέπυς Χατζηκαμπάνη με τίτλο “Ποτέ πια”. Η γνωστή στιχουργός που έχει συνεργαστεί και εξακολουθεί να δουλεύει με πληθώρα καλλιτεχνών της ροκ και έντεχνης ελληνικής σκηνής, θέλησε να ευχαριστήσει τους ανθρώπους που στάθηκαν δίπλα της ”Έλαβα αγάπη, από τους συνοδοιπόρους μου από φίλους, από γνωστούς και από πολλούς αγνώστους που ήταν εκεί για να αγκαλιάσουν εμένα και τις λέξεις μου. Γέμισε και το Cabaret Voltaire και το Πανελλήνιο. Δίχως αγάπη, στήριξη και αγκαλιές αυτή η γη θα ήταν ασφυκτικά γκρίζα” λέει η Ντέπυ Χατζηκαμπάνη ενώ σε ανάρτησή της στο facebook κάνει μια συγκινητική “ξήγα” όπως θα έλεγε και η ίδια πάνω στην κουβέντα ξεχωρίζοντας τους ανθρώπους που βρέθηκαν και στην παρουσίασή της στην Αθήνα στο πάντοτε φιλόξενο Cabaret Voltaire:

“Ευχαριστώ όσους ήταν δίπλα μου.
Ευχαριστώ την Ανθή, την Κατερίνα και την Αλεξάνδρα για όσα είπαν για εμένα και για τις καταθέσεις της ψυχής μου, ευχαριστώ τα μικρά κορίτσια Δέσποινα και Ιωάννα για τις απαγγελίες και για το φως που σκόρπισαν στην βραδιά.
Ευχαριστώ Τον Χρήστο για τον μοναδικό τρόπο που μελοποιεί τα ποιήματα μου, για το ότι είναι πάντα “εδώ” αλλά και για όλα τα άλλα, τα πολλά.
Ευχαριστώ την Ναταλία που συντονίζει τα ασυντόνιστα.
Ευχαριστώ τον Γιάννη και την Μαρία που ήταν δίπλα μου με τα τραγούδια τους για άλλη μια φορά.
Ευχαριστώ τους ΚΑΤΙ ΠΑΙΔΙΑ που ήταν μαζί μας και τους εύχομαι ότι καλύτερο στα νέα τους τραγούδια.
Ευχαριστώ την Ανθή για το τραγούδι έκπληξη.
Τον Γρηγόρη που μας ταξίδεψε.
Ευχαριστώ τον Παύλο…
Την Τεσση για όλα.
Την Μάριαν που έκανε για άλλη μια φορά το ποτέ πια να γίνει πάντα κρατώντας στα χεράκια της το τριαντάφυλλο της ζωής.
Ευχαριστώ τον Χάρη και το Πανελλήνιο για την άψογη φιλοξενία..
Τέλος ευχαριστώ όλους εσάς που ήσασταν εκεί.
Που αγκαλιάσατε για άλλη μια φορά εμένα και τις λέξεις μου.
Δίχως φίλους και αγάπη η γη θα ήταν ασφυκτικά γκρίζα.
Επόμενος σταθμός η Κύπρος”.

Η  ίδια γράφει στην εισαγωγή του “Ποτέ πια”

” Ήταν οι τελευταίες μέρες των χρωμάτων, σ΄ένα τρένο, έξω ψιχάλιζε όνειρα κι αναμνήσεις, μέσα γραφόταν στίχοι, στα μάτια ενός ποιητή, ενός ποιητή δίχως δάχτυλα.
Τον κοιτούσα αφηρημένα για δέκα περίπου λεπτά και μετά εξαφανίστηκε.
Όπως μόνο οι ποιητές ξέρουν να κάνουν.
Δε θα τον δω ”ποτέ πια” σκέφτηκα.
Γύρισα το βλέμμα μου προς τα έξω και στο θαμπό τζάμι είδα την αντανάκλαση ενός κορακιού.
Δε ξέρω αν όλα αυτά υπήρξαν ή αν ήταν απλά ένα παιχνίδι του μυαλού μου.
Ένα μαύρο φτερό έπεσε στα πόδια μου όταν βγήκα από το βαγόνι.
Σκέφτηκα τα λόγια της Κατερίνας:
”Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά.’

 

 

Ρίχνει ανάποδα τα ζάρια ο Θεός και ευνοεί τη νύχτα ν’ ανθίσει… Ο μανιασμένος άνεμος χτυπά το παραθύρι και το ράμφος απ’ το κοράκι του Πόε γράφει στις μεταλλικές πόρτες το Ποτέ πια… Η Ντέπη χαϊδεύει με νοσταλγία το κατάμαυρο χρώμα του και το καλεί να έρθει προς τα μέσα για να το κεράσει ένα βερμούτ. Το κοράκι του Πόε δεν επισκέπτεται κανέναν τυχαία.

 

Ψάχνει τις ραγισμένες καρδίες που πενθούν. Ψάχνει τους ποιητές που έχασαν τα δάκτυλα τους στο δρόμο της αλήθειας. Ψάχνει να παλέψει με τα σκοτάδια και επιστρέφει λαβωμένος θριαμβευτής απ’ την ύλη του φωτός. Ακούει σαν ψυχοναύτης την ιστορία των κόσμων και μεταφέρει μηνύματα απ’ τη φωτιά στις πυρκαγιές. Παλεύει με τ’ αναπάντητα ερωτήματα και σαν χρονοναύτης απαγγέλει αυτούσια τα όνειρα σε μια παλάμη ντυμένη με τα νύχια της νύχτας.

Αγκαλιάζει με πάθος την μνήμη και επουλώνει το πένθος κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι καθώς οι βροχές σκάνε στα ξεχασμένα κουτιά του έρωτά μας… Το κοράκι του Πόε δεν γνώρισε τη Ντέπη ποτέ. Όπως κανείς μας δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον εσώτατο εαυτό του. Κι ας έκρουσε την θύρα… Κι ας μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο… Κι ας έχασε στα σημεία… Κι ας έγινε αστερόσκονη ξανά… Οι άνθρωποι περπατάμε μπροστά μα οι ψυχές μας βαδίζουν ανάποδα. Κάποιες φορές ξημερώνει μέσα στη νύχτα και ρίχνει ξανά τα ζάρια ο Θεός…

(Ιάσωνας Σταυράκης. από τον Πρόλογο)

 

Η Ντέπυ Χατζηκαμπάνη μας χαρίζει σήμερα μια “λάθρα” ανάγνωση από το “Ποτέ πια” δίνοντας μας την άδεια να δημοσιεύσουμε ένα ποίημα:

“Yπήρξα το ξύλινο παλτό που φορούσε η Γώγου
Υπήρξα το ατέρμονο το σχήμα του λόγου
Υπήρξα στις σκέψεις σου μια πύρινη γλώσσα
του έρωτα υπήρξα τα ατσάλινα τόξα.
Υπήρξα όλα αυτά που μας κρύβει η ιστορία
και πόρνη φτηνή στην αρχαία Πομπηία
Υπήρξα ενός κρίνου η σκληρή αυτοκτονία
και άλογο ελεύθερο με δίχως ηνία.
Υπήρξα στου Πόε το ποτήρι το αψέντι
κι ένας δούλος που ποτέ του δεν είχε αφέντη.
Υπήρξα πολλά, ποτέ, ποτέ πια.
Υπήρξα εκείνος που κάνει στο νερό πάντα τρύπες
Υπήρξα τα λόγια που ποτέ δεν μου είπες
Του Nick Cave υπήρξα μια τεράστια απορία
Υπήρξα η τροφή για άγρια θηρία.
Σ΄ένα μπλουζ ιερό μια ξέμπαρκη νότα
κι όλα αυτά τα στερνά που ήταν κάποτε πρώτα.
Υπήρξα κοράλλι κρυμμένο καλά σ΄ένα μύδι
στου Μπωντλαίρ τον αντίχειρα χρυσό δαχτυλίδι.
Φαντασίωση υπήρξα για θλιμμένα κορίτσια,
για όμορφα αγόρια και για bi με βίτσια.
Υπήρξα πολλά. ποτέ, ποτέ πια.
Στο Cabaret Voltaire υπήρξα η μαύρη κουρτίνα
και στο Άμστερνταμ τζάμι σε σπασμένη βιτρίνα,
Υπήρξα εκείνη που θα αγαπάς για όσο ζεις
Υπήρξα εκείνη που συνάμα μισείς.
Των Magic de spell εγώ υπήρξα ο Γιάννης
Κι όλα εκείνα που τρέχεις μα ποτέ δεν τα φτάνεις
Σ΄ενός χρήστη τις φλέβες η επικίνδυνη ουσία
υπήρξα πολλά, τώρα βάλτε απουσία.
Πλέον θα υπάρχω μονάχα για εμένα,
ποτέ πια δε θα υπάρξω για άλλον κανένα.
Υπήρξα πολλά, ποτέ, ποτέ πια”.