Ακόμη ένα αφιέρωμα στον Αργύρη μας από το travel.gr
Από τη Νάνσυ Μητροπούλου
Η τέχνη και η καθημερινότητα πλέκονται αριστοτεχνικά στη ζωή του Αργύρη Χατζημαλλή. Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, την άφησε στα 18 του για σπουδές στην Αθήνα και επέστρεψε στον τόπο καταγωγής του για να γράψει, τελικά, από την αρχή την προσωπική του ιστορία. Βασικός πρωταγωνιστής της, πέρα από τον ίδιο, είναι και ο αργαλειός. Ο Αργύρης είναι ο μοναδικός άνδρας που ασχολείται με την τέχνη του στη Λέσβο. Όλα ξεκίνησαν από την «ευφυΐα» που είδε στην δομή, την υφή και τις λεπτομέρειες του παραδοσιακού ενδύματος. Τον γοήτευσαν. Έτσι, ξεκίνησε ένα μακρύ ταξίδι για να μάθει να υφαίνει.
Ο αργαλειός είναι η απάντηση του Αργύρη στο fast fashion, που όπως δηλώνει στο Travel.gr «μας έκανε να χάσουμε ως έναν βαθμό την μοναδικότητά μας γιατί όλοι ντύνονται το ίδιο». Η Αθήνα δεν του έχει λείψει καθόλου. «Το ότι έφυγα οριστικά είναι το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσα να κάνω για τη ζωή μου» τόνισε και μοιράζεται τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Ο Αργύρης Χατζημαλλής ονειρεύεται να χτίσει έναν ολόκληρο κόσμο με τον αργαλειό του. Εδώ και αρκετό καιρό, με ατέλειωτες ώρες εργασίας και μελέτης, ήδη έχει φτάσει σε ένα επίπεδο που τον κάνει να βλέπει μια άλλη «θέα».
Πώς ξεκίνησαν όλα
Είμαι 44 ετών. Γεννήθηκα στη Μυτιλήνη, έμεινα εδώ μέχρι τα 18 μου, μετά έφυγα για σπουδές -Βιβλιοθηκονομία και Συντήρηση Έργων Τέχνης- και εργασία στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια είμαι μόνιμος κάτοικος εδώ. Έμενα στο Μεταξουργείο, μέσα στο τσιμέντο. Ένιωσα ότι η Φύση μου έλειψε και επέστρεψα στον τόπο καταγωγής μου.
Είμαι παραδοσιακός χορευτής. Χορεύω εδώ και 30 χρόνια σε παραδοσιακά συγκροτήματα. Γνώρισα την μαγεία αυθεντικών παραδοσιακών φορεσιών, μέσα από την συμμετοχή μου σε παραστάσεις. Μου αρέσει πολύ η κλωστή και το ρούχο. Γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να τα «αποσυνθέσω» για να δω πώς γίνονται. Στην αρχή, ξεκίνησα να πλέκω με το βελονάκι, μετά έμαθα να κεντάω και να ράβω στη ραπτομηχανή της γιαγιάς μου και άφησα το πιο δύσκολο για το τέλος. Τον αργαλειό. Έκανα έρευνες στη Λέσβο για αυτή την τέχνη, πριν μια δεκαετία περίπου. Η Λέσβος υπήρξε ένα τεράστιο υφαντουργικό κέντρο στα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αιώνα. Ύφαιναν πολύ, ειδικά στα μέρη της Αγιάσου. Απίστευτα καρό, κιλίμια, υφάσματα.
Αποφάσισα να αναζητήσω την τέχνη στα χωριά και μετά λύπης μου διαπίστωσα ότι αυτή η τέχνη είχε πεθάνει. Οι παλιές υφάντρες έφυγαν και η τέχνη δεν συνεχίστηκε από κανέναν. Εδώ και 5 χρόνια, πηγαίνω στην Αθήνα, μια φορά τον μήνα, παρακολουθώντας μαθήματα με μια φοβερή δασκάλα, την Σοφία Τσουρινάκη. Είναι υφάντρα και τεχνολόγος αρχαίου υφάσματος. Προσπαθώ αυτό που μου αρέσει, να το κάνω -προς το παρόν- μια μικρή επιχείρηση και μακάρι στο μέλλον, μια μεγάλη. Η έδρα της είναι στην Μυτιλήνη. Έχω ήδη ένα εργαστήριο με δύο οριζόντιους αργαλειούς και έναν κάθετο για κιλίμια και χαλιά.
«Με κάθε ρούχο, γεννιέται και ένας νέος κόσμος»
Αυτή η τέχνη είναι φοβερή ψυχοθεραπεία. Οι πατήθρες, αυτή η αέναη κίνηση της σαΐτας που πηγαινοέρχεται πάνω στα στημόνια, με χαλαρώνει απίστευτα όσο κουρασμένος κι αν είμαι. Είναι μοναδική η αίσθηση της αυτάρκειας. Στόχος είναι να παράγω το δικό μου ύφασμα. Εγώ, πια, τείνω να μην αγοράζω ρούχα για μένα. Έχω μοδίστρα και μου ράβει τα δικά μου. Με κάθε ρούχο που βλέπεις να φτιάχνεται μπροστά σου, βλέπεις και έναν κόσμο να γεννιέται.
Τα τελευταία χρόνια, βλέπω αρκετές κινήσεις για να αναγεννηθεί αυτή η τέχνη και υπάρχει κοινό που την υποστηρίζει. Πολύς κόσμος πιστεύει ότι είναι απλή. Απαιτούνται πολλές εργατοώρες για να δημιουργηθεί ένα ρούχο. Το κόστος είναι υψηλό. Εδώ και χρόνια, συνηθίσαμε σε μια γρήγορη κατανάλωση ρούχων, με μαζική παραγωγή και χαμηλή ποιότητα. Ντυνόμαστε όλοι το ίδιο και έχει χαθεί η μοναδικότητα. Με εμπνέει η Βαλκανική παράδοση, είτε σε μοτίφ μέσα στα υφαντά, είτε σε πατρόν. Υφαίνω αξεσουάρ, όπως εσάρπες, και πιο χρηστικά αντικείμενα, όπως θήκες για κινητά ή notebook. Οι περισσότεροι φίλοι με υποστηρίζουν.
«Η φασαρία της Αθήνας σε κάνει να χάνει την ουσία»
Είμαι τρισευτυχισμένος στη Μυτιλήνη. Το ότι έφυγα από την Αθήνα είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου, δεν μου λείπει τίποτα. Την άφησα γιατί δεν είχε την ποιότητα ζωής που έψαχνα, δεν υπήρχε επαφή με τη φύση. Το μέγεθός της και η φασαρία της σε μπερδεύει, χάνεις την ουσία της ζωής σου. Όταν μιλάω για τα επαγγελματικά μου όνειρά -επειδή είμαι υπάλληλος στον Δήμο Δυτικής Λέσβου- πολλοί φίλοι μου λένε «Τι πας να κάνεις; Να φύγεις από τη σταθερότητα;». Η ζωή είναι ικρή, πρέπει να κυνηγάμε τα όνειρά μας, θα προσθέσω εγώ.