Πώς αποτύπωσαν τη Μεγάλη Εβδομάδα μεγάλοι Έλληνες λογοτέχνες όπως ο Σεφέρης, ο Καζαντζάκης και ο Ελύτης.
Η Μεγάλη Παρασκευή δεν είναι απλώς μια θρησκευτική μέρα πένθους. Είναι μια μέρα συλλογικής ενδοσκόπησης που άγγιξε βαθιά τη ψυχή της ελληνικής λογοτεχνίας. Ποιητές, πεζογράφοι και στοχαστές απέδωσαν τον Επιτάφιο όχι μόνο ως τελετή, αλλά ως εσωτερική πορεία προς τη θλίψη, τη μνήμη και την προσωπική “ανάσταση”. Από τον Γιώργο Σεφέρη έως τον Νίκο Καζαντζάκη, η Μεγάλη Εβδομάδα απέκτησε στις λέξεις τους το βάθος και την πανανθρώπινη ένταση που της αναλογεί.

Ο Σεφέρης και οι Επιτάφιοι της ζωής του
«Χθες, Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον Επιτάφιο. Κάποτε να μου θυμίσεις να σου πω την ιστορία των Επιταφίων μου. Λογάριασαν πολύ στη ζωή μου. Σε κάθε κόχη που έστριβα, έβλεπα χθες, καθώς στεκόμουν επίσημος και τελετουργικός με το κερί στο χέρι, κι έναν Επιτάφιο»
Στο ημερολόγιό του “Μέρες Β'”, ο Γιώργος Σεφέρης περιγράφει με λεπτομέρεια τις αναμνήσεις του από τους Επιταφίους που παρακολούθησε, δίνοντας μια σχεδόν συλλεκτική, υπαρξιακή διάσταση στην εμπειρία. Η Μεγάλη Παρασκευή μετατρέπεται σε ποιητικό σκηνικό, όπου η φράγκικη πολυφωνία συναντά την εγγλέζικη προφορά και ο πόνος ντύνεται με τελετουργική ευγένεια.

Καρούζος: Ο Ιησούς και οι απριλιάτικες βιολέτες
“… Μα ήτανε την μέρα εκείνη Μεγάλη Παρασκευή, τότε ακριβώς που σταματάνε να εργάζονται, φεύγουνε στα χωριά τους ή στα τίμια σπίτια τους, -τότε και το Δεκαπενταύγουστο της Παναγιάς, άλλη μια φορά – κι είναι συγκινητικό-, δείχνει πως νοσταλγούν , θυμούνται πάντως την παρθενικότητα βάζοντας έξω από την πόρτα τους -όπου και το δισύλλαβο απαραιτήτως όνομα- την έτοιμη από καιρό επιγραφή που έγραψε κάποιος πελάτης καλλιγράφος και εγγράμματος: “Μετά το Πάσχα” …
Ο Νίκος Καρούζος συνδέει τον Χριστό με τη φύση, τη σιωπή και την αιώνια αναζήτηση του νοήματος. Γράφει: «Τίποτα δεν αγγίζει τις απριλιάτικες βιολέτες;/ τίποτα-: μονάχα ο ακάνθινος Ιησούς.» Το Πάθος δεν είναι μόνο θρησκευτικό. Είναι υπαρξιακό.

Ο Σουρούνης και η μοναχική Ανάσταση
«… Πάσχα στο χωριό δε σημαίνει αναγκαστικά άσπρες λαμπάδες, κόκκινα αβγά και σουβλιστό αρνί την εποχή που βγαίνουν οι παπαρούνες. Ούτε και σταυρωτά φιλιά. Παπαρούνες μπορούν ν’ ανθίσουν και τον Γενάρη, φτάνει να το θες. Ο καθένας μπορεί ν’ αναστηθεί, όπου θέλει κι όποτε θέλει. Θα το καταλάβει όταν ασπαστεί τον εαυτό του. Κι επειδή μόνοι μας ερχόμαστε στον κόσμο και μόνοι μας φεύγουμε, ε, πρέπει, αν θέλουμε ν’ αναστηθούμε, να είμαστε κι εκεί μόνοι, ολομόναχο»
Στο «Πάσχα στο χωριό», ο Αντώνης Σουρούνης αποδομεί τα στερεότυπα. Για εκείνον, η Ανάσταση δεν είναι μαγειρίτσα και κόκκινα αυγά. Είναι εσωτερικό ταξίδι, αυτογνωσία. Και το σημαντικότερο: συμβαίνει μόνο όταν μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας.

Ο Γιώργος Ιωάννου και ο Επιτάφιος της πόλης
“… Μα ήτανε την μέρα εκείνη Μεγάλη Παρασκευή, τότε ακριβώς που σταματάνε να εργάζονται, φεύγουνε στα χωριά τους ή στα τίμια σπίτια τους, -τότε και το Δεκαπενταύγουστο της Παναγιάς, άλλη μια φορά – κι είναι συγκινητικό-, δείχνει πως νοσταλγούν , θυμούνται πάντως την παρθενικότητα βάζοντας έξω από την τους -όπου και το δισύλλαβο απαραιτήτως όνομα- την έτοιμη από καιρό επιγραφή που έγραψε κάποιος πελάτης καλλιγράφος και εγγράμματος: “Μετά το Πάσχα” ….
Στον “Επιτάφιο Θρήνο”, ο Ιωάννου μάς ταξιδεύει σε μια αστική περιφορά με παιδικές φωνές, χαμηλοτάβανα σπίτια και θρήνο στα σοκάκια. Ένας Επιτάφιος που δεν μένει στην εκκλησία, αλλά χώνεται στις γειτονιές και ξυπνά αναμνήσεις

Καζαντζάκης από Ιερουσαλήμ: Ο Χριστός που διώχνει τους εμπόρους
Σε ευχετήριο γράμμα του το Πάσχα του 1926, ο Νίκος Καζαντζάκης στέλνει κάρτα με τον Χριστό που εκδιώκει τους εμπόρους. Μια πράξη κάθαρσης. Όπως και η Ανάσταση. Σωματική και κοινωνική.
«Ιερουσαλήμ Πάσχα 1926
Από την Αγία Πόλη Σας στέλνω ένα χαιρετισμό γεμάτο σεβασμό και αγάπη.
Ποτέ δε Σας ξεχνώ κι αλησμόνητες μένουν στον νου και στην καρδιά μου οι θαυμάσιες (-αστές;) ώρες που πέρασα στην επισκοπή Σας
Καλή Λαμπρή κι ο Χριστός ανέστη!
Ν. Καζαντζάκης»

Ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος και η Ανάσταση στο νησί του Θεόφιλου
*– Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος. (…)
Την άνοιξη του 1935, ο Οδυσσέας Ελύτης, μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, περνά Πάσχα στη Λέσβο. Με ένα σαφάρι μνήμης και τέχνης, πάνω στα ίχνη του Θεόφιλου. Το νησί, η φύση, η λαϊκή τέχνη, όλα συντονίζονται με το Θείο Πάθος.