Search

Ο Ναμπί θέλει να ζωγραφίσει!

*For English scroll down 

«Στο χωριό μου είχαμε ένα βουνό. Αυτό το βουνό ήταν πάντα μέσα στις ζωγραφιές μου. Όταν μεγάλωσα λίγο, ανέβαινα στην κορυφή του και σχεδίαζα από μακριά το σχολείο μου. Μετά ήρθαν οι Ταλιμπάν στο χωριό μου και έγινε όλο και πιο δύσκολο να ζωγραφίζω. Έπρεπε να δουλεύω. Θυμάμαι τη μάνα μου όταν ζωγράφιζα να  μου χαϊδεύει τα μαλλιά και να μου λέει ότι μια μέρα μπορεί να γίνω διάσημος». Με αυτά τα όνειρα, την ελπίδα και το χάδι της μάνας  για φυλακτό, ξεκίνησε ο Ναμπί Αχμάντι το ταξίδι της προσφυγιάς. Το μόνο που θέλει σήμερα, είναι να ζωγραφίσει: «Θέλω  να πάω κάπου που θα νιώθω ασφάλεια και θα μπορώ να ζωγραφίζω ελεύθερα», λέει ο 18χρονος (όπως είναι καταγεγραμμένος) Αφγανός που έφτασε στη Λέσβο τον περασμένο Δεκέμβρη.  «Έφτασα στις 5 Δεκεμβρίου μετά από αρκετές ώρες στη θάλασσα. Ήμουν βρεγμένος ως πάνω και κρύωνα», εξηγεί ο ο Ναμπί που θυμάται όλες τις τραυματικές λεπτομέρειες του «ταξιδιού προς την Ευρώπη»:

«Όταν έφτασα στην Κωνσταντινούπολη  μίλησα με τον διακινητή που θα μας έφτιαχνε τη διαδρομή. Κάθε ένας μας θα πλήρωνε 700 δολάρια. Μέναμε σε ένα σπίτι περίπου 40 με 45 άτομα. Ήρθε με πούλμαν και μας πήρε. Περάσαμε μέσα από το δάσος. Όταν φτάσαμε μας είπαν πετάξτε ότι έχετε πάνω σας, ούτε σακίδια ούτε τίποτα δεν μπορείτε να πάρετε πάνω στη βάρκα.  Αν κάποιος κρατούσε κάτι τότε τον χτυπούσαν και του το έπαιρναν με το ζόρι. Τέσσερις φορές προσπαθήσαμε να φύγουμε. Τη μία είχε περιπολία η αστυνομία, την άλλη ο καιρός ήταν κακός, την τρίτη γυρίσαμε πίσω γιατί είχε πάλι αστυνομία στη θάλασσα. Την τέταρτη φορά ήρθε πάλι ο διακινητής, μας ζήτησε να κουβαλήσουμε τη βάρκα και να μπούμε μέσα. Είχαν όπλα, ήμασταν πάρα πολλοί γι΄αυτή τη βάρκα και όποιος άλλαζε γνώμη και φοβόταν, τον έβαζαν μέσα με το ζόρι. Διάλεξαν δύο από εμάς για οδηγούς. Όμως δεν ξέρανε τι να κάνουν, έτσι κάναμε γύρους γύρω από τον εαυτό μας. Η βάρκα είχε νερά μέχρι το γόνατο κάναμε τέσσερις ώρες να φτάσουμε και όταν τελικά φτάσαμε στη Λέσβο ήμασταν βρεγμένοι ως πάνω.

Όμως η Οδύσσεια του Ναμπί δεν τελειώνει εδώ αφού πέρασε καιρός ώσπου να ξαναπιάσει τα μολύβια του και να ζωγραφίσει καθώς ανήκει σε αυτή την κατηγορία των προσφύγων που ενώ όταν ήρθε δηλώθηκε ως ανήλικος, πέρασε με συνοπτικές διαδικασίες στην πτέρυγα των ενηλίκων, όπου ζει καθημερινά εδώ και τέσσερις μήνες.

“Το φαγητό στη Μόρια είναι χάλια. Δεν έχουμε ζεστό νερό και κάνουμε ντουζ με κρύο κάθε δυο μέρες. Μέσα στο κοντέινερ που είμαι τώρα ήμασταν 28 άτομα, τώρα είμαστε 7. Δεν μπορώ εύκολα να ζωγραφίσω και πάλι, ο χώρος είναι πολύ στενός. Από τη στιγμή που έφυγα από το Αφγανιστάν ώσπου να έρθω εδώ δεν ζωγράφισα καθόλου. Ξεφόρτωνα μήλα και και μάρμαρα και έπαθα τη μέση μου και έπρεπε να πάω στο γιατρό. Μετά όταν έφτασα στη Λέσβο με εξέτασε ένας γιατρός και μου είπαν ότι δεν είμαι 17 κι εγώ δεν έχω χαρτιά για να το αποδείξω, γιατί έπρεπε να τα αφήσω όλα πίσω.  Στην αρχή φοβόμουν με τους μεγάλους. Στην πτέρυγα των ενηλίκων έπιναν, κάπνιζαν, γίνονταν φασαρίες και μαχαιρώματα. Τον πρώτο μήνα δεν έβγαινα καθόλου από τη σκηνή μου”

Αν και με βάση τη νομοθεσία καθιερώνεται τεκµήριο υπέρ του ανηλίκου κάθε φορά που η ηλικία δεν προσδιορίζεται µε ακρίβεια,  στη Μόρια, η διαδικασία εξέτασης ανηλικότητας που “μπάζει” από αρκετές πλευρές όχι μόνο δεν κλίνει υπέρ του ανήλικου αλλά πραγματοποιείται μέσα σε εχθρικό γι αυτούς περιβάλλον. Σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων των προσφύγων και εργαζομένων στο Κέντρο Υποδοχής, η εξέταση περιλαμβάνει μόνο οδοντιατρικό έλεγχο και δεν χρησιμοποιείται ουδεμία άλλη μέθοδος ταυτοποίησης (ακτινογραφία ή ψυχοκοινωνική εξέταση) γιατί μετά και από τόσο καιρό δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υποδομές. Επιπλέον, η νομοθεσία σχετικά με τα αιτούμενα έγγραφα αλλάζει διαρκώς με αποτέλεσμα ακόμη και αν αυτά φτάνουν με καθυστέρηση ταχυδρομικά από τις πατρίδες τους τελικά να μην επαρκούν(χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ανήλικου από το Μπαγκλαντές που του ζητήθηκε δύο φορές το πιστοποιητικό γεννήσεώς του το οποίο και εστάλη σε δύο γλώσσες (αγγλική, βεγγαλική)για να του πουν τελικά ότι δεν δέχονται πιστοποιητικά από τη χώρα του). Στο πρόβλημα προστίθεται η γραφειοκρατία και η έλλειψη ενημέρωσης καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που αρκετοί ανήλικοι, με εμπειρία από φυλακές, δηλώνουν ενήλικοι ώστε να αποφύγουν τον αρχικό αναγκαστικό εγκλεισμό τους μέχρι να μεταφερθούν σε ξενώνες καθώς για τουλάχιστον 20 μέρες δεν μπορούν να βγουν από τη Μόρια. Όταν τα παιδιά αυτά αρχίζουν και καταλαβαίνουν τα δικαιώματά τους και ότι είναι δύσκολο να αποδείξουν την ανηλικότητά τους απελπίζονται. Οι απόπειρες αυτοκτονίας μετά από μια τέτοια παραδοχή είναι αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο.

Σήμερα ωστόσο τα πράγματα είναι καλύτερα για τον Ναμπί ο οποίος παρά τα εμπόδια που του βάζει το ίδιο το σύστημα, έχει πλέον μπει σε μια καθημερινή ρουτίνα μαθημάτων και ασχολιών που τον έχουν κάνει να “ανθίσει”. Καθημερινά παρακολουθεί μαθήματα αγγλικών και κιθάρας στο Mosaik ενώ πριν από έναν μήνα ξεκίνησε να να παρακολουθεί και μαθήματα ζωγραφικής. Το σκίτσο του ωριμάζει μαζί του και γίνεται πιο πολιτικό. Η Γερμανία, ο πόλεμος στην πατρίδα του και το προσφυγικό αναδεικνύονται μέσα από δυνατές ιδέες που θα ζήλευαν σκιτσογράφοι μεγάλων εφημερίδων.

“Ηθελα να δείξω τις συμφωνίες που γίνονται πίσω από την πλάτη μας. Έβαλα δύο φίλους μου στη Μόρια να κρατηθούν έτσι χέρι-χέρι και μετά το ζωγράφισα. Πιο πολύ όμως μου αρέσει να ζωγραφίζω όχι αυτά που βλέπω αλλά αυτά που φαντάζομαι” μου λέει κρατώντας ένα βιβλίο για τον Νταλί που του έδωσε ο δάσκαλος ζωγραφικής του. “Στο Αφγανιστάν δεν είσαι ελεύθερος να ζωγραφίσεις ό,τι θέλεις. Στη Μόρια όταν πια βγήκα από τη σκηνή, ένα παιδί ο Κώστας με βοήθησε να βρω άκρη. Μετά κάναμε κι ένα βίντεο με τις ζωγραφιές μας. Κάθε μέρα που περνάει γίνομαι και καλύτερος. Τώρα παρακολουθώ και μαθήματα με τον Δημήτρη”…

 

 

*Nabi wants to paint!

“There was a mountain in my village. This mountain was always included in my drawings. When I grew up a bit, I would climb up there and draw my school from afar. Then the Taliban came to my village, and it got harder and harder for me to draw. I had to work. I remember my mother stroking my hair while I drew, and she kept saying that one day I might become a famous painter.” With these dreams and his mother’s caresses and hopes as a talisman, Nabi Ahmadi started out his journey as a refugee. Today he just wants to paint: “I want to go somewhere where I will feel safe and free to paint”, says the 18-year old (as recorded) Afghan youth who arrived in Lesvos last December. “I arrived on 5 December, after having spent several hours at sea. I was soaking wet and freezing”, he explains remembering all the traumatic details of the “journey to Europe”:
“When I reached Istanbul, I spoke to the traffickers who would arrange the trip. Each one of us would pay him 700 dollars. About 40 to 45 of us stayed in a house.

He picked us up with a bus. We drove through the forest. When we arrived they told us to throw away anything we had on us, they said we couldn’t keep anything on the boat. If anyone tried to carry things along, they would hit him hard and take away his possessions. We made four attempts to leave from that point. The first time the police were patrolling, the second time the weather was awful, the third time we went back because there were sea patrols again. The fourth time the trafficker came, asked us to carry the boat and get in. They were all armed, and we were too many for that boat; yet whoever changed his mind and got scared was dragged on the boat by force. They chose two of us to steer the boat. But they didn’t know how, so we kept going in circles. The boat filled with water reaching our knees; it took us four hours to reach Lesvos, and when we arrived we were drenched”.
Yet Nabi’s odyssey did not end here; it’s been a long time for him to get hold of crayons and draw again, since he belongs to that category of refugees who, while classified as under-age, were summarily forwarded to the adults wing, and this is where he has been living for the last four months.
“Food in Moria is awful. There’s no hot water, and we take showers with freezing cold water every two days. Inside the container where I live now there used to be 28 of us, now we are just 7 people. And yet, painting is difficult, there’s no room. Ever since I left Afghanistan, until I came here, I hadn’t painted at all. I worked, loading apples and marble slabs; then my back started to hurt, and I had to see a doctor. When I arrived in Lesvos I visited a doctor, but they said I wasn’t 17 years old, and I had no papers to prove it, because I had to leave everything behind. At first I was scared of the adults here. They all drank and smoked; there were fights with knives. During the first month I stayed inside the tent all the time.”

Despite the fact that the law provides for presumption in favor of a minor every time a minor’s age is not determined accurately, in Moria the screening procedure to determine the age of a minor is already failing in many aspects, and far from favoring minors, it takes place in an environment that is extremely hostile. According to testimonies of refugees and employees at the Reception Center, the examination comprises just a dental check-up, without including any other identification method (x-ray or psychosocial examination), because the necessary infrastructure is still lacking after all this time. In addition, the law regarding the relevant documentation keeps changing constantly, and as a result even the documents posted from the home countries – usually arriving late – are found to be lacking. A typical example is that of a minor from Bangladesh, who was twice asked to produce his birth certificate, which was sent here in two languages (English and Bengali), and was finally told that documents originating from his country are not acceptable. The problem is aggravated by raging bureaucracy and lack of information, as there are cases where several minors who have jail experience declare that they are adults, so as to avoid initial compulsory confinement before being transported to hostels, during which they are unable to leave Moria for about twenty days. When these kids start to understand their rights, they also realize that it is very difficult to prove that they are minors and they despair. Suicide attempts after the fact are quite common.

Yet, today things are looking up for Nabi who, despite the obstacles raised against him by the system itself, is now integrated into a daily routine of lessons and activities where he is practically blooming. He goes to daily English and guitar lessons at the Mosaik Support Center, while a month ago he also started drawing lessons. His sketching style has been maturing, becoming more political. Germany, the war in his home country and the refugees issues are expressed through powerful ideas that would be the envy of sketch artists in large newspapers.
“I wanted to expose the deals that are done on our backs. I asked two of my friends in Moria to hold hands and I painted them. What I like most though is painting what I imagine, not just what I see”, he says, showing me a book on Dali given to him by his teacher. “In Afghanistan you are not free to paint whatever you like. In Moria, when I came out of the tent, a kid named Kostas helped me sort myself out. Then we did a video film about our drawings. I’m getting better at it day by day. Now I’m taking lessons from Dimitris.”