Η μεταφυσική της αλήθειας και οι “αμήχανες” ή απελευθερωτικές προεκτάσεις της στην ζωή και την Τέχνη αποτυπώνονται στη νέα σειρά εικαστικών έργων “[ohne] Titel — εικονικές αυτοβιογραφίες” του Μιχάλη Σιφναίου που εγκαινιάζεται στις 12 Αυγούστου στη Δημοτική Πινακοθήκη Μήθυμνας, ενώ μέρος του παρουσιάζεται απόψε στον Θαυμαστό καινούργιο Κόσμο” της K–Gold Temporary Gallery στην Αγία Παρασκευή.
Με τρόπο συνειδητά προσωρινό και δίχως συμπεράσματα το [ohne], ένα πρότζεκτ σύγχρονης εικαστικής τέχνης εξετάζει την προσπάθεια να λέμε την αλήθεια, το να είναι κανείς ειλικρινής.
Είναι η έσχατη δυσχέρεια της προσπάθειας αυτής.
Ανιχνεύει την υποψία ότι η Αλήθεια, με κεφαλαίο, πιθανόν να μην υπάρχει καθόλου, να είναι εντελώς ανύπαρκτη. Ότι η επιδίωξή της είναι μια χίμαιρα, μια αυτοκαταστροφική προσήλωση που έχει περισσότερο να κάνει με το φόβο και το θάνατο, μια φυγή από την πραγματικότητα, παρά με την επιβεβαίωση της ηθικής, της αισθητικής, της αγάπης και του έρωτα, και, τελικά, της ίδιας της ζωής.
«Δίχως το φόβο του θανάτου θα υπήρχε ο φόβος;», αναρωτιέται ο εικαστικός παραθέτοντας την ιστορία της γάτας του Γκοτζίρα.
“Η Γκοντζίρα κυνηγάει τα τζιτζίκια που κάνουν τη ρυθμική τους φασαρία στον κήπο αυτή την εποχή.
Ο Σιφναίος κάπου διάβασε ότι τα τζιτζίκια ζουν χρόνια κάτω από τη γη (εφτά; δεκαεφτά;) πριν προβάλλουν με σκοπό να κάνουν την φασαρία τους, να κάνουν σεξ και να πεθάνουν.
Όλα σε μια μέρα.
Ή τρεις.
Όταν καταλήγουν στα σαγόνια της Γκοντζίρα, η φασαρία αυξάνεται και ο ρυθμός επιταχύνεται έντονα.
Αλλόφρονα.
Δίχως το φόβο του θανάτου θα υπήρχε ο φόβος;
Δίχως το φόβο θα λέγαμε ψέματα;
Μια ζωή δίχως μεταφυσική.
Ζωή δίχως.
Μια παρατήρηση που μεταμορφώνεται σε εικαστικό πρότζεκτ.
Όχι.
Ψέματα.
Μια παρατήρηση που περιγράφει την πιθανή πρόθεση ενός εικαστικού πρότζεκτ το οποίο πλησιάζει την ολοκλήρωσή του”
Το [ohne] συμπεριλαμβάνει έργα από την προηγούμενη έκθεση του Μιχάλη Σιφναίου, “[Gone] / the architecture of absence“, που παρουσιάστηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, τα οποία, ως δημιουργήματα μιας τρέχουσας αυτοβιογραφικής ενασχόλησης, έχουν διαμορφωθεί, αναθεωρηθεί, και προσαρμοστεί για το χώρο της πινακοθήκης και το θέμα της παρούσας έκθεσης.
Μαζί με καινούρια έργα συνιστούν την περαιτέρω ανάπτυξη των θεμάτων που απασχολούν τον Μιχάλη Σιφναίο και οπτικοποιούν την προσωπική εικαστική του γλώσσα η οποία γίνεται πλέον οικεία για αυτούς που παρακολουθούν την δουλειά του: αφηρημένες κατασκευές από ατσάλι, γυαλί, ξύλο, υφαντά σε αντιπαράθεση με ευρεθέντα αντικείμενα και έντυπα (κείμενα, φωτογραφίες, χάρτες, επιγραφές), αναφορές σε κλασσικούς και συγχρόνους καλλιτέχνες και συγγραφείς, που δημιουργούν αφηγηματικά έργα τα οποία συνολικά αποδίδουν ένα είδος εσωτερικής διακόσμησης του χώρου.
Παρόλο που η έκθεση είναι περιγραφική και όχι επικριτική, αισθητική και όχι ρητορική, έχει ως κύριο σκοπό να προκαλέσει διάλογο και εξερεύνηση. Όπως κάθε αφήγηση, είναι τόσο έντιμη όσο η εμπιστοσύνη που της δείχνει ο δέκτης της. Ο Μιχάλης Σιφναίος επιμένει ότι, όπως και όλα τα έργα του, το πρότζεκτ αυτό είναι ειλικρινές στο βαθμό που του το επιτρέπουν η ανάγκη για και η δυσφορία προς τη δημόσια αυτοαποκάλυψή.
Παραδέχεται ότι υπάρχει τουλάχιστον μια συνειδητά κεκτημένη αφηγηματική διάταξη και υποψιάζεται ο ίδιος την ύπαρξη άλλων ασυνειδήτων σκοπών. Αυτό που αποκαλύπτεται και αυτό που παραμένει κρυμμένο, στον καλλιτέχνη όπως και στο θεατή, είναι σε μεγάλο βαθμό καθορισμένο από την μεταξύ τους αλληλοεπίδραση, καθώς και από την επικοινωνία με τα έργα και τον ίδιο το χώρο.