Η αγγειοπλαστική έχει μακραίωνη παράδοση στη Λέσβο. Τα πήλινα αγγεία καθημερινής χρήσης ήταν απαραίτητα σ’ όλα τα νοικοκυριά μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε άρχισαν να αντικαθίστανται από τα φτηνά βιομηχανοποιημένα γυάλινα και πλαστικά σκέυη.
Στη Λέσβο τα πιο γνωστά κέντρα αγγειοπλαστικής ήταν και παραμένουν μέχρι σήμερα ο Μανταμάδος με την ευρύτερη περιφέρεια του (Ασπροπόταμος, Άγιος Στέφανος, Σκίδια, Καλαφάτης κ. ά.) και η Αγιάσος. Ωστόσο τον 18ο και 19ο αιώνα υπήρχαν και άλλα κέντρα κεραμικής, όπως τα χωριά της Γέρας (Παλαιόκηπος, Πέραμα κ. άλλα), όπου παράγονταν τα περίφημα “Γερα(γ)ώτικα” αγγεία, η Φίλια, αλλά και το Σκαλοχώρι, που τότε ονομαζόταν “Τσουκαλοχώρι” και είχε σημαντικό μουσουλμανικό πληθυσμό και μεγάλη παραγωγή πήλινων αγγείων. Κάθε τόπος εξειδικευόταν ως ένα βαθμό σε κάποια είδη αγγειοπλαστικής, ανάλογα με την τεχνογνωσία, την παράδοση και το είδος του πηλού που επεξεργαζόταν.
Σήμερα υπάρχουν αξιόλογα εργαστήρια αγγειοπλαστικής στον Μανταμάδο, στην Αγιάσο, στη Μυτιλήνη, αλλά και μεμονωμένα σε άλλους οικισμούς του νησιού.
Ο Μανταμάδος ήταν ιδιαίτερα γνωστός για τις πήλινες στάμνες (“Μανταμαδιώτικα κουμάρια”), που χάρη στις ιδιατερότητες του τοπικού αργίλου, διατηρούσαν δροσερό το νερό. Οι στάμνες αυτές έφεραν λιτή διακόσμηση με παραδοσιακά μοτίβα από άσπρο ασβέστη. Τα “κουμάρια” του Μανταμάδου, αλλά και άλλα είδη αγγειοπλαστικής, κυρίως μικρά σκεύη καθημερινής οικιακής και αποθηκευτικής χρήσης, παράγονταν στα παραδοσιακά πετρόχτιστα εργαστήρια (καμίνια) που διασώζονται ακόμα στην περιοχή, κυρίως στον παραθαλάσσιο οικισμό του Αγίου Στεφάνου και στην ευρύτερη περιφέρειά του. Τα προϊόντα της Μανταμαδιώτικης αγγειοπλαστικής και ιδιαίτερα τα φημισμένα “κουμάρια” εξάγονταν μέχρι τη δεκαετία του 1950 σ’ όλη την Ελλάδα, στη Μικρά Ασία, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, ακόμα και στην Αίγυπτο. Σήμερα ο Μανταμάδος συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό κέντρο αγγειοπλαστικής, όπου οι παραδοσιακές τεχνικές συμβαδίζουν και εναλάσσονται με τις νέες τεχνικές του υαλώματος και της διακόσμησης.
Μαρτυρίες των αγγειοπλαστών Δημήτρη και Παναγιώτη Σταμάτη
Δημήτρης Σταμάτης – Αγγειοπλάστης από τον Μανταμάδο
Ο Δημήτρης Σταμάτης γεννήθηκε το 1927 στο Μανταμάδο της Λέσβου. Προέρχεται από οικογένεια αγγειοπλαστών, με μεγάλη παράδοση στην τέχνη αυτή. Ο παππούς του, Σταμάτης είχε εργαστήριο αγγειοπλαστικής (καμίνι) στο Μανταμάδο από το 1900 περίπου, όπως και ο πατέρας του, Στέλιος. Ο Δημήτρης εργάζεται μέχρι σήμερα στο εργαστήριο του στην Νότια είσοδο του Μανταμάδου σε συνεργασία με το γιό του Παναγιώτη.
Ο Δημήτρης Σταμάτης αναφέρει για την αγγειοπλαστική στο Μανταμάδο:
“Κάναμε στάμνες, “κουτρούμπια”, “τσανάκες”, τα παλιά τα πράγματα. Τα κουτρούμπια ήταν τα κιούπια, για το λάδι. Αλλά αυτά τώρα έχουν τελειώσει πια. Κάτω στη θάλασσα (δηλαδή στον Άγιο Στέφανο και τη γύρω περιοχή) είχε 100 καμίνια, όλα τελειώσαν. Η θάλασσα είχε πολλά καμίνια, φορτώναν τα καΐκια και πηγαίναν σ’όλο τον κόσμο. Όλο τον κόσμο! Πειραιά και κάτω. Σ’ όλο τον κόσμο πηγαίναν οι στάμνες… Ύστερα σπάσαν τούτα πια (δηλαδή μειώθηκε η ζήτηση), ήβγαν τα ψυγεία, ήβγαν τα πλαστικά, τελειώσαν όλα, κλείσαν τα καμίνια. Αναγκάστηκα κι εγώ να πιάσω ν’ αλλάξω. Πιάτα, κούπες, αναγκάστηκα να πιάσω αυτά. Απ’ το 70, με τη βοήθεια του ΕΟΜΜΕΧ. Στείλαν υπάλληλο και λέγει: “θα βάλουμε φούρνο ηλεκτρικό”, γιατί δεν μπορούσαμε να τα ψήσουμε στη φωτιά τούτα (τα καινούργια υαλώματα), δεν μπορούσαμε, καπνιζόταν. Και με κάναν δάνειο και κάναμε ένα καμίνι και πήραμε και τον τροχό αυτό.
Εδώ πέρα από παλιά είχε Τούρκοι, Τσανακαλιώτιδες (από το Τσανάκ-Καλέ της Μικράς Ασίας) και κάναν απ’ όλα τα είδη. Οι Τούρκοι φύγαν το ’22 κι απομείναν οι δουλειές εδώ πέρα και τα λέμε “τα Τσανακαλιώτικα”. Ήταν παραγωγή ο Μανταμάδος, είχε το χώμα το ειδικό. Ο πατέρας μου, ο παππούς μου, εδώ δουλεύαν. Τώρα εμείς το 1938 το κάναμε εδώ, αλλά βέβαια δεν ήταν έτσι.
.Εγώ την τέχνη την έμαθα από τον πατέρα μου. Κι ο πατέρας μου απ’ τον πατέρα του. Εδώ πέρα είχε μικροανθρώποι, δεν είχε δουλειές. Είχε ένα γαϊδούρι, έβαζε απάνω 20-30 κουμάρια και πήγαινε στα άλλα τα χωριά και έβγαζε ένα ψωμί. Δεν είχε δουλειές τότε τίποτα. Γι’ αυτό γίνονταν και κουμαράδες και μάθαινε ο πατέρας τα μωρά του. Οικογενειακές επιχειρήσεις ήταν τα καμίνια. Κι αρχινούσαν από μικροί, μόλις ποδαρώσει το μωρό και πιάσει και γυρίζει τον τροχό το πόδι, αρχίζει, σε τραβάει κι η λάσπη να κάνεις κατιτίς…
Τα καμίνια δουλεύαν το καλοκαίρι, το χειμώνα στις ελιές. Μετά τη Λαμπρή πιάναμε κι άμα έβρεχε πια, το Σεπτέμβριο τελειώναμε. Πηγαίναμε πια στις ελιές. Το χωριό ήταν η ελιά. (Όταν) δεν είχε ελιές, φτώχεια το χωριό. Η ελιά, δούλευε όλος ο κόσμος, μικροί – μεγάλοι. Τα κεραμικά ήταν μια δουλειά για να περνάς. Το χειμώνα να πηγαίνεις στις ελιές και το καλοκαίρι για να μην κάθεσαι, για να βγάζεις το ψωμί σου.
Παλιά βάζαμε κάθε βδομάδα καμίνι, 1.500 κουμάρια έπαιρνε. Είμαστε πολλοί εμείς, 5 είμαστε, χωρίς τις γυναίκες, οι γυναίκες κάναν τη ζωγραφιά. Είμαστε μοιρασμένοι (δηλαδή υπήρχε καταμερισμός εργασίας). Άμα πηγαίναμε για χώμα, ο πατέρας μου ήθελε να πει: “Αει, ν’ αφήσουμε τώρα τους μεγάλους, να πάμε εμείς για χώμα”. Υπήρχε κουμάντο, ο μεγάλος ο γιός έκανε κουμάντο.
Κουμάρια, ένας που ήξερε, έπλαθε 100-150 κουμάρια τη μέρα. Αλλά έπιανες τη νύχτα, πρωί στις 5.00 η ώρα πλάθεις. Μάνι μάνι το κάνεις. Το ζήτημα είναι, που θα τα κάνεις και ύστερα το βράδυ πρέπει να το πιάσεις και να του βάλεις τα χερούλια. Πολλή δουλειά.
Και έτσι που λες τώρα πιάσαμε τούτα. Το ίδιο είναι με τα παλιά, μονάχα τούτα που τα πιάνουμε δυό φορές. Τώρα αυτά που ζωγραφίζουν είναι ψημένα μέσα, θα βουτηχτούν στο γυάλωμα μέσα και θα μπουν στο φούρνο. Δέκα ώρες 1000 βαθμοί φωτιά! Δεν μπορούσαμε να τους πιάσουμε 1000 βαθμούς το πρώτο. Πριν φέρω τούτο το καμίνι, όλη νύχτα έκαιγα, καθόμουν έξω στο καμίνι και δεν ημπόρεσα. Το χώμα όμως είναι το δικό μας, το ίδιο. Αλλά φέρνουμε κι απ’ την Αθήνα, έτοιμος χυλός. Μαζεύουμε και μεις, αλλά είναι τώρα τα εργατικά ακριβά. Κι ακόμα όμως, κείνα τα τσουκάλια που βράζουν τα όσπρια μέσα, είναι ο δικός μας πηλός.
Παλιά δεν υπήρχε έτοιμος (πηλός). Εμένα ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε, παίρναμε τα γαϊδούρια, να βάλουμε δυό κάσες απάνω και “άει να πάμε στο χώμα”. Να πάμε να βγάλουμε αστιβιές (είδος θάμνων κατάλληλο για προσάναμα) να τα ψήσουμε. Έπρεπε να πας να σκάβεις το χώμα, να το φέρεις και μετά να πιάσεις με τον κόπανο να το κοπανίσεις, για να γίνει ψιλό. Θέλει μετά με το κόσκινο να καθίσεις κάτω να το κοσκινίσεις, ύστερα να το φέρεις να το ρίξεις εδώ πέρα στον “σουσμέ” και με τα χέρια σου να το ανακατώνεις… Πολλή δουλειά. Να πας τώρα πάνω στη πλάτη, να βγάλεις τις αστιβιές, τα κλαδιά, να τα κουβανείς με τα ζώα και ν’ ανάψεις φωτιά και να κάθεσαι όλη νύχτα να κοιτάς να ψηθούν, αυτή είναι δουλειά. Ενώ τώρα πατούμε το διακόπτη και το πρωί έτοιμα!”
(Η μαρτυρία του Δημήτρη Σταμάτη βασίστηκε στη συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος “Κιβωτός του Αιγαίου” τον Μάρτιο του 1997 στον Μανταμάδο).
Παναγιώτης Σταμάτης – Αγγειοπλάστης από τον Μανταμάδο
Ο Παναγιώτης Σταμάτης είναι γιός του αγγειοπλάστη Δημήτρη Σταμάτη και συνεχίζει την παραδοσιακή τέχνη της οικογένειας. Για την αγγειοπλαστική παράδοση του Μανταμάδου ο Παναγιώτης Σταμάτης αναφέρει:
“Η τέχνη των αγγειοπλαστείων του Μανταμάδου είναι πολύ παλιά. Κύριο χαρακτηριστικό της αντικείμενο είναι το σταμνί. Μεχρι και την δεκαετία του 1950 κατασκεύαζαν κυρίως αντικείμενα χρήσης και κουζινικά για το κάθε νοικοκυριό. Από την δεκαετία του 1970 ξεκινά η παραγωγή αντικειμένων διακοσμητικών, μέσα στα πλαίσια της επαφής τους με τον τουρισμό. Καλύπτουν πλέον τις τουριστικές ανάγκες της αγοράς. Υπάρχουν τέτοιες μαρτυρίες, που εξαγόταν τα σταμνί του Μανταμάδου, γιατί ήταν το φημισμένο αυτό, επειδή είναι το χώμα τέτοιο, να κάνει κρύο το νερό μέσα του. Οπότε γινόταν μεγάλες εξαγωγές σταμνιών, και στα παράλια απέναντι και στην Αίγυπτο και αλλού. Υπήρχαν και Μανταμαδιώτες με καΐκια που τα εμπορεύονταν, αλλά υπήρχαν και ξένοι. Παίρναν από εδώ τα σταμνιά, τα πηγαίναν απέναντι και από εκεί φέρναν άλλα πράγματα. Εδώ, μέσα στο χωριό αυτοί που έφτιαχναν, ήταν για την περιοχή ολόκληρου του νησιού, όλα τα χωριά τα τροφοδοτούσαν. Δεν υπήρχε συνεταιρισμός, ο καθένας με την δουλειά του. «Συνάφι» όμως υπήρχε παλιά, κι αν δείτε μέσα στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, υπάρχει μια εικόνα παλιά του 1862 που την έχει χαρίσει το συνάφι των αγγειοπλαστών. Μετά ήταν αυτόνομα, ο καθένας δημιουργούσε μόνος του.
Ο Στέφανος Κουβδής πλάθει αγγεία στον τροχό στο «καμίνι» του στον Άγιο Στέφανο το καλοκαίρι του 1991. Φωτογραφία Δ. Καρατζιτζή.
Τώρα στον Άγιο Στέφανο, υπάρχουν ακόμα, 2-3 αγγειοπλαστεία, τα παραδοσιακά. Εκεί πέρα υπάρχουν αγγειοπλαστεία, που λειτουργούν όπως λειτουργούσαν το 1912 ας πούμε, ακριβώς η ίδια διαδικασία ακολουθείται. Με το πόδι τον τροχό, με τον πηλό να τον φτιάχνουν όπως τον έφτιαχναν, είναι καθεαυτού δηλαδή τα παλιά. Και τα κτίσματα ακόμη δεν έχουν αλλαγές, και τα καμίνια τους έξω είναι με φωτιά, και τα Μανταμαδιώτικα “κ(ου)μάρια” στεγνώνουν στον ήλιο στο “καμίνι” του Στέφανου Κουβδή στον Άγιο Στέφανο το καλοκαίρι του 1995. Φωτογραφία Δ. Καρατζιτζή. κτίσματα έχουν μείνει όπως ήταν τα παλιά, τα δώματα, έτσι είναι. Κατά τον Ιούνιο αρχίζουν, όταν ζεστάνουν οι μέρες, δεν μπορούν αλλιώς να δουλέψουν. Ουσιαστικά ο οικισμός του Άγιου Στέφανου ήταν μόνο αγγειοπλαστεία, βέβαια ορισμένα τώρα έχουν αλλάξει τη χρήση τους. Γιατί δεν φτιάχνουν πια, κι αυτοί που τα έχουν κληρονομήσει, τα παιδιά τους, τα έχουν μετατρέψει σε εξοχικά. Όσα όμως κτίσματα ήταν εκεί, ήταν παλιά αγγειοπλαστεία.
Το σταμνί του Μανταμάδου ήταν το πιο γνωστό, αλλά φτιάχναν κι άλλα σχήματα, χρηστικά πάντα, λεκάνες, γιουβέτσια, τσουκάλια, τη γλάστρα για λουλούδια. Αλλά αν δείτε στο γιουβέτσι έχει ειδικευτεί η Σίφνος, οι Σιφνιοί είναι τεχνίτες στο γιουβέτσι. Σε μας ήταν το σταμνί για έναν ιδιαίτερο λόγο, επειδή κρατάει κρύο το νερό, γι’ αυτό η μεγάλη παραγωγή ήταν στο σταμνί.
Η αγγειοπλαστική είναι μια εργασία καθαρά της οικογένειας. Και για το χώμα ακόμα, θα πάει αυτός που φτιάχνει, θα πάει μόνος του ή με τα παιδιά του, θα επιλέξει ποιό χώμα του κάνει, θα το πάρει με τα ζώα τότε, θα το φορτώσει και θα το πάει στο σταμνάδικό του και θα το επεξεργαστεί μόνος του. Εδώ στον κοινοτικό μερά πηγαίναν, υπάρχουν συγκεκριμένα μέρη, νταμάρια τα λέγαν. Μπαίνουν δυό-τρία χώματα για να φτιάξεις τον πηλό, μπαίνει αυτό που λέμε η γλίντζα το μελαγγερό και μπαίνει μετά το άλλο, το κανονικό. Μετά είναι το κοσκίνισμα, για να γίνει σκόνη. Παλιότερα δεν υπήρχαν αυτοκίνητα ή βάζανε γαϊδούρια τα οποία, γύρω-γύρω όπως τα αλώνια και το τρίβανε, ή υπήρχε ένα εργαλείο, ο κόπανος που λέμε, το οποίο το χτυπούσανε και γινόταν σκόνη. Μετέπειτα όταν άρχισαν τα αυτοκίνητα, τα ρίχναν πάνω στο δρόμο και περνούσαν τα αυτοκίνητα και τριβόταν. Μετά την σκόνη, υπάρχουν ειδικές κάτι συσκευές, οι “κοσκινίστρες” που λέμε, όπου κοσκινιζόταν και γίνονταν σκόνη, πολύ ψιλό. Αφού κοσκινιζόταν κουβαλιόταν αυτή η σκόνη στο εργαστήριο, απλωνότανε κάτω και μαζί με άλλη ποσότητα – το λέγαμε “σουσμέ” – άλλη ποιότητα χώματος, το οποίο το ανακάτευες μέσα σε μια στέρνα γινότανε ένας χυλός, κοσκινιζόταν και αυτός ο χυλός, το βρέχαν μετά αυτό, το Οι στέρνες (“σουσμέδες”) όπου εκτίθεται το χώμα για να γίνει πηλός στο “λασπουτζίδικο” ενός παραδοσιακού κεραμεικού εργαστηρίου στον Άγιο Στέφανο. ρίχναν μέσα και ανακατωνόταν και γινόνταν πια ο πηλός. Και από και πέρα έμπαινε πια στην διαδικασία του τροχού.
O Δημήτρης Κουβδής πλάθει στον τροχό ένα μανταμαδιώτικο σταμνί (“κ(ου)μάρι”) στο εργαστήριο (“καμίνι”) του πατέρα του, στον Άγιο Στέφανο περιφέρειας Μανταμάδου, το 1995. Φωτογραφία Δ. Καρατζιτζή.
Το έφτιαχνες στον τροχό, η οποία ισχύει ακόμα αυτή η διαδικασία με το χέρι. Τώρα, μετά έπρεπε να στεγνώσει…
Όλη η διδικασία δηλαδή ήταν: μια μέρα έβγαζες το χώμα, μια άλλη μέρα το έκανες σκόνη, την άλλη μέρα το κοσκίνιζες και την άλλη μέρα το ανακάτευες και έκανες πια τον πηλό. Μετά άρχιζες και έφτιαχνες, έμπαινε πια στο εργαστήριο η δουλειά. Έφτιαχνες τα σταμνιά. Τα παλιά τα καμίνια βάζαν περίπου χίλια σταμνιά μέσα. Έπρεπε να φτιάξει ο αγγειοπλάστης χίλια σταμνιά, να στεγνώσουν, μετά έπρεπε να τα καμινιάσεις, το φούρνισμα. Μια μέρα έπρεπε όλη η οικογένεια να ασχοληθεί με αυτό. Να τα βάλουν μέσα στο καμίνι, ένα-ένα και φυσικά όλη τη νύχτα έπρεπε να το ψήνεις. Μετά τέλειωνε πια η διαδικασία, γινόταν το ξεκαμίνιασμα, και γινόταν αυτό που λέμε το ζωγράφισμα, το στόλισμα, το “πλούμισμα”, έτσι το λέγαμε εμείς. Με ασβέστη γινόταν. Τώρα έχει αλλάξει η διαδικασία, τώρα αυτά είναι διαφορετικά. Αυτά είναι τώρα δυό φορές ψημένα, μια φορά ψήνεται το πήλινο, ζωγραφίζεται και ξαναψήνεται με τα χρώματα, που είναι πυροχρώματα πια.
Το “πλούμισμα” για το σταμνί, είναι αυτή η πινελιά, σχεδόν όλα τα σταμνιά ζωγραφιζόταν μ’ αυτή την πινελιά. Μ’ έναν κύκλο και μια σπείρα. Εξαγόταν το σταμνί χωρίς καμιά ένδειξη του εργαστηρίου. Απλώς ξέραν, ίσως η ένδειξη να ήταν αυτή η ζωγραφιά, που όλα τα σταμνάδικα αυτή την ζωγραφιά είχαν. Δηλαδή, δεν έβαζε ο καθένας πάνω στο σταμνί την δική του τεχνοτροπία, όπως συμβαίνει τώρα με τα δακοσμητικά όπου ο καθένας βάζει την δική του τεχνοτροπία. Το τσουκάλι ζωγραφιζότανε, η γλάστρα δεν ζωγραφιζότανε, το κιουπάκι δεν ζωγραφιζόταν, κυρίως φεύγαν αζωγράφιστα. Το σταμνί και η πιο μεγάλη στάμνα που λέμε το λαγήνι, αυτά όλα ζωγραφιζόταν.
Τώρα, αυτά που λέμε ισχύουν μέχρι το 1950, με την εφεύρεση του πλαστικού, και του ψυγείου, η δεκαετία δηλαδή σταθμός για την αγγειοπλαστική εδώ πέρα, είναι η δεκαετία του 1950. Από εκεί αρχινάει πια και σταματάει. Και βλέπετε μια σειρά από αγγειοπλαστεία, από σταμνάδικα, να εγκαταλείπονται πια, γιατί δεν υπάρχει η ζήτηση. Οι μεγάλες εξαγωγές που γινόταν και όλα αυτά, σταματάνε πια, και στο νησί αρχίζει και περιορίζεται. Οπότε, ξεκινά αυτό που λέμε ο μαρασμός. Μέχρι το 1965-1970 ισχύει ο μαρασμός. Μετά, την δεκαετία εκεί του 1970, αρχινάει – οι ντόπιοι τσουκαλάδες, οι οποίοι έχουν μείνει γύρω στους τρείς – αρχινάει ότι στρεφόμαστε, πέρα από το χρηστικό που το φτιάχναμε μέχρι τώρα, αρχινάει και το διακοσμητικό. Και δυό-τρία άλλα σταμνάδικα που είναι στον Άγιο Στέφανο, οι οποίοι όμως δεν το έχουν αλλάξει, κάνουν προσπάθειες να διατηρηθούν. Έχει τώρα και άλλες οικογένειες, ήρθανε και από Αθήνα και από άλλα μέρη, οι οποίοι δεν ήταν από οικογένειες αγγειοπλαστών, αλλά ασχολήθηκαν τώρα”.
(Η μαρτυρία του Παναγιώτη Σταμάτη βασίστηκε στη συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος “Κιβωτός του Αιγαίου” τον Μάρτιο του 1997 στον Μανταμάδο).
Ο αγγειοπλάστης Αναστάσιος Χατζηγιάννης με την οικογένεια του, στο εργαστήριο τους στην Αγιάσο, στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Αρχείο Γ. Χατζηγιάννη.Στην Αγιάσο η παράδοση αναφέρει ότι η τέχνη της αγγειοπλαστικής ξεκίνησε από τους τεχνίτες που κατασκεύαζαν μικρά πήλινα αγγεία για την μεταφορά του αγιάσματος στο ιερό προσκύνημα της Παναγίας της Αγιάσου. Αγγειοπλαστικά εργαστήρια είχαν από το 19ο αιώνα αρκετές οικογένειες, που σταδιακά αύξησαν την παραγωγή και την ποικιλία των μορφών των αγγείων, αναπτύσσοντας ιδιαίτερα τη διακοσμητική τέχνη. Οι οικογένειες Κουρτζή και Χατζηγιάννη είναι ίσως οι παλαιότερες καισυνεχίζουν μέχρι σήμερα με απαράμιλλη Ο αγγειοπλάστης Γιάννης Χατζηγιάννης διακρίνεται μπροστά, στο εργαστήριο του στην Αγιάσο, τη δεκαετία ’60 ή ’70. Αρχείο Γ. Χατζηγιάννη. τέχνη, προσδίδοντας όλο και περισσότερο σημασία στη διακόσμηση, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1960 που περιορίστηκε σημαντικά ο χρηστικός ρόλος της κεραμικής. Σήμερα στην Αγιάσο υπάρχουν αρκετά αξιόλογα κεραμικά εργαστήρια τόσο από Αγιασώτες, όσο και από αγγειοπλάστες από άλλα μέρη της Ελλάδας που εγκαταστάθηκαν στην ορεινή αυτή κωμόπολη συνεχίζοντας την πλούσια τοπική παράδοση.
Μαρτυρία των αγγειοπλαστών Νίκου και Ελένης Κουρτζή – από την Αγιάσο
Νίκος Κουρτζής (αγγειοπλάστης) και Ελένη Κουρτζή (ζωγράφος) – από την Αγιάσο
Ο Νίκος Κουρτζής γεννήθηκε το 1907 στην Αγιάσο. Από πολύ μικρή ηλικία αφιερώθηκε στην κεραμική τέχνη, συνεχίζοντας την παράδοση του παππού του και του πατέρα του, που είχαν εργαστήριο αγγειοπλαστικής στην Αγιάσο. Το εργαστήριο κεραμικής των Κουρτζήδων ήταν και παραμένει ιδιαίτερα γνωστό στη Λέσβο και στην Ελλάδα γενικότερα, για το συνδυασμό της παραδοσιακής “Τσανακαλιώτικης” τεχνικής (από το Τσανάκ-Καλέ της Μικράς Ασίας) με τις νέες εμπνευσμένες καινοτομίες στη μορφή και το σχήμα των αγγείων, καθώς και για την πλούσια σε χρώματα και θέματα διακόσμηση, που ζωγράφιζε με απαράμιλλη τέχνη η Ελένη Χατζηπαναγιώτου, σύζυγος του Νίκου Κουρτζή.
(Στην παρουσίαση που ακολουθεί τα αρχικά Ν.Κ. εισάγουν τον λόγο του Νίκου Κουρτζή και τα αρχικά Ε.Κ. της Ελένης Κουρτζή)
Ν. Κ.: “Μόλις τέλειωνα το σχολείο ο νους μου ήταν να πάω εκεί. Τέλειωσα το γυμνάσιο και δούλεψα μαζί με τον πατέρα μου. Το μαγαζί το είχαμε από τον παππού μου. Εργαζόμασταν και πεινούσαμε. Δεν είχε αποδώσεις η δουλειά. Αλλά δε φτιάχναμε και τόσα πολλά πράγματα, ύστερα εξελίχθηκε. Ο πατέρας μου προωθούσε τη δουλειά. Όλοι οι Κουρτζήδες ήταν κεραμίστες, ο παππούς, ο πατέρας μου, τα αδέλφια του. Ο πατέρας μου ήταν αγράμματος και πρώτος στην τέχνη της κεραμικής στον τόπο του με ζωγραφική. Δε δουλεύαμε ποτέ μόνοι, είχαμε πάντα και υπαλλήλους. Φορτώναμε ένα φορτηγό και πηγαίναμε σε όλη την Ελλάδα. Ύστερα κατακτήσαμε την Ευρώπη, την Αμερική, μέχρι Κίνα και Ιαπωνία. Στέλναμε εμπόρευμα στην Αθήνα κι από εκεί πήγαιναν.
Πήγα και στο Πολυτεχνείο το 1923 στο τμήμα ζωγραφικής. Για ένα χρόνο έκατσα, πήρα τις βάσεις και γύρισα στη Μυτιλήνη. Για 80 χρόνια έκανα την τέχνη. Είχα ανοίξει ένα εργοστάσιο στο Μαρούσι. Μετέτρεπε τον πηλό σε μαύρο από κόκκινο, έχω και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Είχα προσωπικό 25-30 άτομα. Όλοι όσοι ξέραν από εμάς έμαθαν. Έχω ένα μαθητή, τον Ακαμάτη, που έχει δικό του μαγαζί. Αυτός ανακατευόταν σε όλα και έμαθε καλά τη δουλειά. Είναι διάδοχός μου.
Μόνοι μας φτιάχναμε τις πρώτες ύλες, χώματα, λάσπες, χρώματα. Ο πατέρας μου γυρνούσε όλο το νησί και την Ανατολή για να βρει το κατάλληλο χώμα. Είχαμε δικά μας ζώα και το κουβαλούσαμε, και κάναμε λάσπες με τα πόδια. Είχαμε χαβούζες που ρίχναμε το χώμα και νερό και μπαίναν με τα πόδια. Το Δεκαπενταύγουστο κάναμε τσουκαλάκια και φεύγαν όλα, κάναμε και κανατάκια πανηγυριώτικα και φεύγαν όλα. Το ’57 φόρτωνα αυτοκίνητο με κεραμικά και τα έστελνα σε όλη την Ελλάδα, κάθε εβδομάδα. Έστελνα και απευθείας σε πελάτες. Πηγαίναμε 3-4 φορές το χρόνο και βλέπαμε προσωπικώς τους πελάτες. Δουλεύαμε χειμώνα, καλοκαίρι
Αγάπησα πολύ την τέχνη μου. Ερχόνταν σπουδαστές από ξένα πανεπιστήμια για να σπουδάσουν την Αιγαιοπελαγίτικη αγγειοπλαστική. Τώρα όλα αυτά μου φαίνονται σαν όνειρο. Έχω όρεξη αλλά δεν έχω πια δυνάμεις. Ερχόταν και την έδειχνα τη τέχνη, μου άρεσε να τη δείχνω. Αλλά όποιος είχε κουράγιο και αγάπη τη μάθαινε τη τέχνη.
Έχω κάνει εκθέσεις πολλές. Το ’25 έκανα μια έκθεση στην Αθήνα, ήταν αρχαϊκά, αντιγραφές. Μόλις άρχιζαν αυτά και γίνοταν γνωστά στον κόσμο άλλαζα τεχνοτροπία. Μέχρι το ’25 σχεδόν κυκλοφορούσαμε αυτά τα αρχαϊκά. Μετά που πήγα στην Αθήνα και γνώρισα τη (λαογράφο) Χατζημιχάλη και μιλήσαμε για λαϊκή τέχνη άλλαξα. Το ’28-’29 άρχισα τα μαύρα, το ’30 πήρα το δίπλωμα (ευρεσιτεχνίας). Μέχρι το ’38 κυκλοφορούσαν τα μαύρα τα σκαλιστά. Μετά άρχισα κι έκανα παραστάσεις, ντόπιες παραστάσεις, μέχρι το ’55 περίπου. Κι αρχίσαμε μετά τα λαϊκά αλλά κάθε τόσο βγάζαμε καινούρια. Χιλιάδες σχέδια. Κάθε τόσο γεννούσε το μυαλό μας καινούρια, γιατί κουραζόταν ο κόσμος, κι εγώ δεν ήθελα να τα βλέπω. Και στη γιορτή του κρασιού στο Δαφνί φτιάχναμε εμείς τα κανάτια για πολλά χρόνια. Εμείς τα είχαμε κάνει και την πρώτη φορά που έγινε, 10.000 κομμάτια είχα κάνει.
Η γυναίκα μου ήταν λαϊκή ζωγράφος, έχει χαρακτηριστεί “θηλυκός Θεόφιλος”. Η γυναίκα μου, οι αδελφές μου, οι γαμπροί μου, όλοι ήταν στη δουλειά. Η μητέρα μου ζωγράφιζε κι αυτή. 300 χρόνια είναι η κεραμική μας, τα 150 χρόνια είναι με ντοκουμέντα. Ο πατέρας μου ήταν αγράμματος αλλά έμαθε ζωγραφική, ήταν ο καλύτερος κεραμίστας. Τη δουλειά την είχα αναλάβει από μικρός αλλά είχα και τον πατέρα μου. Το 1954 πέθανε ο πατέρας μου”.
Ε. Κ.: “Εγώ μπήκα στο μαγαζί άμα παντρευτήκαμε, το ’41. Δούλευα στα κεραμικά αλλά τα βαριόμουνα. Ήθελα κάτι να το τελειώνω και να αρχίζω άλλο. Δε μπορούσα να κάνω το ίδιο πράγμα. Είχα τη δική μου ζωγραφική. Είχαμε ζωγραφική Ελένης Κουρτζή και Νίκου Κουρτζή. Είχαμε μύλο και φούρνο και αλέθαμε τα χρώματα. Η ζωή μας ήταν μια οδύσσεια. Έπρεπε να είχαμε το μαγαζί τώρα…
Ανέβαινε ο Θεόφιλος στο χωριό από την “πατωμένη” η οποία περνάει από το μαγαζί μας, έβρισκε το μαγαζί εκεί, καθόταν να ξεκουραστεί, ζωγράφιζε, του δίναν φαγητό. Εγώ από μικρή ζωγράφιζα και θυμάμαι που μου έλεγε η μάνα μου: “θα σε παντρέψω με τον παλαβοτσολιά”. Παλαβοτσολιά τον λέγαν τον Θεόφιλο. Κανείς δεν ήξερε τί ζωγράφιζα, εγώ τα είχα για δικά μου πράγματα. Και μια μέρα βλέπω το Νέστορα το Μάτσα εδώ που έκανε ένα ντοκιμαντέρ για το Θεόφιλο. Εγώ πήγα εκεί κοντά κι έβλεπα κι ύστερα ήρθα εδώ στο σπίτι. Του λέω “σαν αυτά που κάνετε εκεί στον τοίχο κι εγώ κάνω”, δεν τα θεωρούσα σπουδαία πράγματα. Μου λέει ”να ‘ρθουμε να δούμε;”, λέω ”ελάτε”. Και με βγάλαν στην τηλεόραση κι από τότε άρχισα να δείχνω τα έργα μου…”
(Η μαρτυρία του Νίκου και της Ελένης Κουρτζή, βασίστηκε στη συνέντευξη του ερευνητικού προγράμματος “Κιβωτός του Αιγαίου” τον Μάιο του 1996 στην Αγιάσο). (φωτ.D.Fotiou)
πηγή: Κιβωτός του Αιγαίου , και Η Λέσβος μας (πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου)