Από τα στέκια της Μυτιλήνης όπου τα αυθόρμητα τζαμαρίσματα καταλήγουν σε πολύωρα γλέντια, στην “Ουζοθαρα8πεία” του Γιάννη στον Αφάλωνα και τη Σμύρνη της Εύας στα Πάμφιλα, το καφενείο στον Ασώματο και το ουζερί στον Άγιο Δημήτριο, οι ρεμπέτικες κομπανίες της Μυτιλήνης μας ταξιδεύουν με τον ιδιαίτερο ήχο του νησιού να “σκεπάζει” σαν ένα μαγικό πέπλο τις βραδιές μας. Κάτω από αυτό, μεθυσμένοι από τη μουσική και το ούζο, ακούμε τις ιστορίες που αφηγείται το ρεμπέτικο, ιστορίες του τόπου και των ανθρώπων του. Ο αμανές, το σαντούρι, το λαούτο και το βιολί δημιουργούν τον ξεχωριστό ήχο της Λέσβου που μαγεύει όποιον τον ακούσει. Ο Γιάννης, η Μαρία, ο Αντώνης, ο Γιώργος, ο Αλέκος, η Γιάννα, ο Βασίλης κι άλλοι ταλαντούχοι μουσικοί και τραγουδιστές με μεράκι συνθέτουν το ιδιαίτερο αυτό ηχοτοπίο της Λέσβου δίνοντας ξανά ζωή στον παραδοσιακό μικρασιατικό ήχο που χωρίς αυτούς θα υπήρχε μόνο ως μουσειακό είδος.
Γιατί το πιο σημαντικό “δώρο” των μουσικών αυτών είναι πως κάνουν εμάς τους ακροατές μάρτυρες και κοινωνούς μιας εμπειρίας που εξακολουθεί να “σκάβει”μέσα μας και μετά το τέλος της βραδιάς, ενω τα “φαντάσματα’ που κουβαλούν οι ήχοι του φροντίζουν το ίδιο το μέλλον του. Μέσα από κόπους, θυσίες και ατελείωτες πρόβες οι μουσικοί του νησιού κρατούν την παράδοση ζωντανή και την παραδίδουν στην επόμενη γενιά. Μαζί με την εξαιρετική δουλειά του Νίκου Ανδρίκου και του Αναγνωστηρίου, τις χορωδίες της πόλης και του Μουσικού Σχολειού που προετοιμάζει τα καινούργια φυντάνια, είναι φανερό πως θα άξιζε σε αυτά τα παιδιά μεγαλύτερη υποστήριξη από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ο ήχος της Λέσβου είναι μοναδικός και, ας το πούμε πεζά ίσως το μεγαλύτερο τουριστικό προϊόν του νησιού.
Στη σελίδα του εργαστηρίου κοινωνικής και πολιτισμικής επικοινωνίας και τεκμηρίωσης του Παν. Αιγαίου διαβάζουμε επίσης:
Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα το μουσικό σχήμα που κυριάρχησε στη Λέσβο ήταν οι πολυμελείς ορχήστρες που αντλούσαν τα μουσικά τους πρότυπα από την απέναντι Μικρασιατική ακτή, κυρίως δε την περιοχή της Σμύρνης και του Αϊβαλιού. Η βάση της ορχήστρας ήταν το βιολί και το σαντούρι, αλλά συχνά συμπεριελάμβανε και “μπάσο” (μπασαβιόλα ή βιολοντσέλο), νταούλι και κλαρίνο. Μετά τις αρχές του 20ού αιώνα τα πνευστά άρχισαν να παίζουν καθοριστικό ρόλο, ιδιαίτερα στους γάμους, στα γλέντια και στα πανηγύρια, όπου, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν μικροφωνικές εγκαταστάσεις, τα πνευστά με το “χρώμα” και την έντασή τους κατοχύρωναν τη θέση της κομπανίας απέναντι στα ανταγωνιστικά μουσικά συγκροτήματα που έπαιζαν στον ίδιο χώρο. Αυτή την περίοδο τα περισσότερα μουσικά συγκροτήματα μετατρέπονται σε “κομπανίες φυσερών” (πνευστών) και συμπεριλαμβάνουν: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, ευφώνιο, τρόμπα ή κορνέτα και νταούλι.
Κάθε χωριό είχε μία ή περισσότερες κομπανίες και συχνά ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, ενώ επιπλέον, ο περιστασιακός χαρακτήρας της μουσικής εκτέλεσης, υποχρέωνε τους μουσικούς να περιοδεύουν στο νησί με τα πόδια, εφόσον μέχρι τη δεκαετία του 1950 το οδικό δίκτυο της Λέσβου ήταν πολύ περιορισμένο. Πολλοί λέσβιοι μουσικοί μέχρι το 1922 μετανάστευαν εποχιακά ή περιόδευαν στην απέναντι μικρασιατική ακτή, για να διευρύνουν τη μουσική τους εκπαίδευση, για την αγορά οργάνων, ή για να παίξουν στα τοπικά πανηγύρια.
Οι κομπανίες ήταν πολυμελή και πολυδάπανα σχήματα και αποτελούνταν κατά κανόνα από μέλη της ίδια οικογένειας ή συντοπίτες μουσικούς. Ωστόσο η σύνθεση τους δεν ήταν σταθερή. Οι μουσικοί που τις αποτελούσαν, πρακτικοί δεξιοτέχνες του οργάνου τους ή και οργανοπαίχτες με θεωρητικές γνώσεις μουσικής, συχνά δεν μπορούσαν να ζήσουν αποκλειστικά με αυτή την απασχόληση και ασκούσαν παράλληλα και άλλα επαγγέλματα, όπως του αγρότη, του κουρέα, του ράφτη, του τσαγκάρη κ.ο.κ.
Ο τύπος αυτός του μουσικού συγκροτήματος φαίνεται ότι ήταν περισσότερο δημοφιλής στα χωριά και τις κωμοπόλεις της Λέσβου, παρά στην πόλη της Μυτιλήνης, όπου κυριαρχούσαν μικρότερα σχήματα εγχόρδων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ένας γνωστός βιολιστής της Αγιάσου, ο Χαρίλαος Ρόδανος: «Η Μυτιλήνη δεν είχε ορχήστρες μεγάλες, όπως στα χωριά. Στα χωριά έπρεπε να είναι 6 όργανα. Η Μυτιλήνη είχε 2-3, ένα σαντούρι, μια κιθάρα και τραγουδούσαν, ήταν τέτοιου είδους συγκροτήματα, τα οποία ήταν ωραία. Ενώ εμείς είχαμε μια ορχήστρα – μπάντα, μικρή μπάντα, είχαμε πνευστά, η Μυτιλήνη δεν τα πολυήθελε τα πνευστά. Η Μυτιλήνη είχε βιολιά, σαντούρι, λαούτα, ούτι, μικρές ορχήστρες».
Την ίδια περίοδο στη Μυτιλήνη γίνονταν και συναυλίες κλασικής ευρωπαϊκής μουσικής, ενώ σε κάποια κέντρα όπου σύχναζαν τα εύπορα οικονομικά στρώματα, καταξιωμένοι μουσικοί από τη Λέσβο, την υπόλοιπη Ελλάδα, την Κωνσταντινούπολη και τις Μικρασιατικές ακτές, έπαιζαν τα “ευρωπαϊκά”, δηλαδή αποσπάσματα κλασικής μουσικής, όπερας ή οπερέτας, πόλκα, μαζούρκα, βαλς, ταγκό, φοξ κ.τ.λ. Στα περιφερειακά αστικά κέντρα τα “ευρωπαϊκά” συνδέθηκαν κυρίως με τα ανώτερα οικονομικά στρώματα που διασκέδαζαν στις λέσχες διοργανώνοντας χοροεσπερίδες. Στις χοροεσπερίδες αυτές έπαιζαν τα τοπικά μουσικά συγκροτήματα που γνώριζαν το συγκεκριμένο ρεπερτόριο.
Η δεκαετία του 1940 ήταν ιδαίτερα δύσκολη για τους μουσικούς αλλά και τους κατοίκους της Λέσβου γενικότερα. Ο πόλεμος, η Γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος, οι διώξεις, η οικονομική εξαθλίωση και η πείνα υποχρέωσαν τους περισσότερους μουσικούς να εγκαταλείψουν προσωρινά ή οριστικά το επάγγελμα τους.
Από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι το ’70 η μουσική, ο χορός και η διασκέδαση πρωτοστατούν και πάλι στην καθημερινή ζωή. Στο ρεπερτόριο διατηρούνται ως ένα βαθμό οι μικρασιατικές επιδράσεις, οι κυρίαρχοι τοπικοί χοροί είναι πάντα ο καρσιλαμάς, το ζεϊμπέκικο, το συρτό και ο μπάλλος, ωστόσο το νέο πολιτιστικό κέντρο – η Αθήνα – εισβάλλει δυναμικά με τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια.
Γιαννα Μαιστρέλλη βιολί
Μυρσίνη Κουτσκουδή Βουρλή τραγούδι
Βασίλης Κουζινογλου κιθαρα