Search

Ο Θαράπης, ο Τριαντάφυλλος και το Θοδωρέλ΄: «Τύποι» της παλιάς Μυτιλήνης

Του Παναγιώτη Παρασκευαΐδη

 Σήμερα,   οι «αποκλίνουσας» συμπεριφοράς συμπολίτες μας αφήνουν αδιάφορους τους άλλους και συνήθως περνούν απαρατήρητοι  ή προκαλούν το φιλάνθρωπο ενδιαφέρον τους και φροντίζουν για να τους βγει μια σύνταξη, να φιλοξενηθούν στα ευαγή ιδρύματα του νησιού. Κανείς δεν «καλλιεργεί» την ιδιορρυθμία τους και δεν ψυχαγωγείται από λόγους ή πράξεις τους. Αντίθετα, όλοι προσπαθούν να τους βοηθήσουν, ώστε να επανέλθουν σε ομαλή  ζωή. Συνήθως μάταια βέβαια, αλλά τότε τους αφήνουν στο περιθώριο, να κάνουν το δικό τους.

Θα βλέπετε εκείνον τον ξερακιανό αλλοδαπό με την ευγενική φυσιογνωμία, που δεν μιλά, δεν ζητιανεύει, δεν δέχεται καν βοήθημα κανένα. Μόνος του, σιωπηλός και συμπαθέστατος περνά ανάμεσα απ’ τα τραπεζάκια καφενείων και ταβερνών και αυτοφιλεύεται με τα  εγκαταλειμμένα  αποφάγια και ποτά.

 Κανείς δεν τον ενοχλεί και κανείς δεν ασχολείται μαζί του.

 Ο άλλος που έμενε έξω απ’ το Κολυμβητήριο  και ξόδευε σε λίγες μέρες τη σύνταξη του σε μπύρες, χωρίς να ενοχλεί κανέναν, προκάλεσε το ενδιαφέρον της Κοινωνικής Πρόνοιας και πείστηκε να πάει στο «Άσυλο» της Αγιάσου.

 Άλλος πάλι που κοιμόταν χειμώνα- καλοκαίρι σ’ ένα κατασχημένο καΐκι μέσα στο λιμάνι ή σε παγκάκια, πανέξυπνος  και αξιόλογος άνθρωπος, προτίμησε έτσι  να τελειώσει τη ζωή του,  προκαλώντας μόνο το ενδιαφέρον των φίλων του, που δεν απέδωσε.

 

Έτσι γίνεται σήμερα. Στο παρελθόν όμως επειδή η αιολική σπιρτάδα  βαστούσε  γερά, κατά το γνωστό ποίημα  του Αναστασέλλη (έδιου Κατούρσι  η Σαπφώ κι ακόμα βαστά η σπιρτάδα)  κάθε «σαλεμένος», φτωχός συνήθως, άνθρωπος, που κυκλοφορούσε και «δρούσε» στην Αγορά κι από κει στις γειτονιές της μικρής μας πόλης, γινόταν κέντρο ενδιαφέροντος, για να αντληθεί απ’ αυτόν διασκέδαση και γέλιο. Συνάμα και επιβεβαίωση πολλών ότι αυτοί ήταν ανωτέρου επιπέδου και είχαν δικαίωμα να «τσιγκλάνε»  τον «αγαθό» για να κάνει και να λέει τα παλαβάτα του.

Έτσι ο «τύπος» όπως τον διαμόρφωνε ο κοινωνικός του περίγυρος άθελα του συντελούσε στην «υγεία» των άλλων. Αυτοί όμως οι ιδιόρρυθμοι άνθρωποι ξεχώρισαν από το ανώνυμο πλήθος, έγιναν επώνυμοι και «γράψανε ιστορία» που τέρπει ή και διδάσκει και επόμενες γενιές.

Ένας τέτοιος τράβηξε το ενδιαφέρον του Γερμανού Βυζαντινολόγου Κρουμπάχερ, που επισκέφθηκε τη Μυτιλήνη το 1884 κι ήταν παρέα με τον Χυδηριανό  ζωγράφο Ιακωβίδη σε μια ταβέρνα. «Του κάναν καζούρα, όπως συμβαίνει γενικά με τον τρελό στην Ανατολή, όπου οι άνθρωποι λίγη συμπόνια του δείχνουν. Επρόκειτο  για έναν  πρώην δικηγόρο, που με ταραγμένο το νου «φιλοσοφούσε»: «Το σύμπαν ουδέν είναι και το ουδέν είναι εν τω σύμπαντι», τους έλεγε και παίνευε τον Ιακωβίδη. «Όταν σε ατενίζω, αίρομαι  εις ανωτέρας σφαίρας».

Πολλοί άλλοι τον διαδέχθηκαν τους μετέπειτα χρόνους και ήκμασαν την εποχή της «Λεσβιακής Άνοιξης»  (1910-1930) δίπλα και παράλληλα με τους κορυφαίους Μυτιληνιούς λογοτέχνες και καλλιτέχνες της περιόδου αυτής.

Ο Λούης, ο Παυλάκης,  ο Δελαπατρίδης, ο Νέης ακόμα, που ανήκουν στους διανοούμενους, φιλοσόφησαν ή λογοτέχνησαν προφορικά και γραπτά  με αρκετή επιτυχία. Σ’ αυτούς πρέπει να κατατάξουμε και τον ιδρυτή του Συλλόγου «Φιλογελώτων»  φαρμακοποιό «Εξοχώτατο» που με την παρέα σε ταβερνείο  στην Επάνω Σκάλα, ενώ αλλού έλεγαν κι έκαναν τα δικά τους οι «Βασιβουζούκοι» του Μυριβήλη.

Τα χρόνια που ακολούθησαν με τον πόλεμο, την Κατοχή, το δεύτερο αντάρτικο και μέχρι τη 10ετία του 1960 χόρτασαν πείνα, ανέχεια  και έλλειψη κάθε φροντίδας και περίθαλψης για τους ταπεινούς αυτούς Μυτιληνιούς με τα κλονισμένα νεύρα και φρένα.

Τα σημερινό  λεγόμενο «όριο φτώχειας» για κείνη την εποχή ήταν όνειρο άπιαστης οικονομικής επάρκειας, γιατί πολλοί άνθρωποι πράγματι λιμοκτονούσαν κι αν μάλιστα ανήκαν στην κατηγορία των προαναφερομένων, άλλη λύση επιβίωσης δεν είχαν  παρά τη ζητιανιά. Λίγο φαί, ένα κομμάτι τυρί, λίγες ελιές, κάστανα ή σύκα και συνήθως μια φέτα ψωμί, ήταν το αποτέλεσμα της αργυρολογίας τους. Λεφτά  σπάνια έβλεπαν στις χούφτες τους, γιατί κι ο πολύς  ο κόσμος  και κοσμάκης δεν τα είχε ούτε για τον εαυτό του επαρκή.

Περίφημος ήταν ο Θαράπης, που χτυπούσε τις πόρτες  και βροντολογούσε το τσίγκινο πιάτο του με το κουτάλι κλαυθμηρίζοντας : «Πιάτο έχω,  κουτάλι έχω, όρεξη έχω. Φαί δεν έχω». Κι επειδή συχνά δεν έβρισκε έβαζε τη μια γροθιά του στο αυτί του, ότι τάχα ήταν τηλέφωνο και τηλεφωνούσε στον ίδιο τον Θεό, λέγοντας τον καημό  του και περιμένοντας  την εξ ύψους βοήθεια. Την  άξιζε ο δυστυχισμένος, γιατί γι’ αυτόν ίσχυε το «πτωχός πτωχόν ελεεί» κι αν μάζευε καμία δεκάρα πήγαινε κάποτε- κάποτε και την έδινε  σε άλλον ζητιάνο, που καθόταν αμίλητος στο στέκι του έξω απ’ την εκκλησία.

Τα πειραχτήρια ξέροντας την παράξενη τιμιότητα του τον κατηγορούσαν ότι έκλεψε ένα ρολόγι από έναν Γερμανό, που μετά την απελευθέρωση  τον Γερμανό έκαναν αντάρτη. Αρκούσε να τον φωνάξουν «Τ’ Γερμανού του ρολόγ’» ή «Τ’ Αντάρτ’ του ρουλόγ’ ρε!»  για να γίνει έξαλλος  από την άδικη αυτή κατηγορία, ο ήρεμος και πράος αυτός άνθρωπος, που κατά το Χριστό πρέπει να κληρονόμησε τη γη. «Μακάριοι οι πραείς», είπε….

 

Άλλης ποιότητας και επιπέδου ήταν ο  Τριαντάφυλλος, ο πλανόδιος  βιολιστής, σαντουρίστας και τραγουδιστής. Αυτού γνωρίζουμε και το επίθετο, Κουγιάνος λεγόταν, ξέρουμε και το πότε πέθανε. Στις 13-3-1986. Γύριζε με το όργανό του στις ταβέρνες και τα πανηγύρια και έπαιζε τη «Ρεζεντά» κι άλλα παλιά τραγούδια από οπερέτες ή και τα «Κύματα του Δούναβη» και κλασικά κομμάτια.  Με φάλτσα και κακοφωνία, αλλά και πολύ μεράκι  και κέφι. «Παίξε μας Τριαντάφυλλε, τις «Καλαμιές»  του λέγω κάποτε. Του Μπάμπα- Ασημάκη  (του Βεϊνόγλου, που δούλευε και στον Δήμο σκουπιδιάρης)  μου λέει κι αρχίζει να τραγουδά και να παίζει το βιολί.

«Σαν τι να λεν οι Καλαμιές,

Σαν τι να ψιθυρίζουν,

Όταν τρεμολυγίζουν

Μες στον βοριά;»

Έβγαλα και του ‘δωσα ένα τάλιρο.  Τόδε και  μου το απογύρισε. «Όχι  τόσο πολλά, μουρέλι μ’. Ένα δίφραγκο φτάνει» ! Ναι, τέτοιος άνθρωπος ήταν. «Ένα πλέλι είμι. Τ’ Θεού  του μουρό» αυτοαπεκαλείτο, κι έτσι ήταν. Όσον ήταν με το «πατερέλι τ», τον πατέρα του έκαναν μουσικό ντουέτο, γιατί εκείνος έπαιζε ταμπούρλο και συνόδευε το βιολί ή σαντούρι του Τριαντάφυλλου. «Ιιι, του πατερέλι μ’ τι καλό που ήνταν, τι καλό. Τόχασα όμως».  Και θρηνολογούσε τον πεθαμένο από χρόνια πατέρα του.

Σαν πέθανε κι  ο Τριαντάφυλλος  πολλοί τον θυμήθηκαν και έγραψαν  το τι  και πως διηγείται  τη ζωή του και τον χαρακτήρα του.

Η γλυκειά ποιήτρια Μαρία Αγιασώτου  έγραψε ένα ωραιότατο ποίημα γι’ αυτόν:

Νάχαμε του Τριαντάφυλλου την τριανταφυλλιά,

Που μες στο καταχείμωνο μερονυχτίς ανθίζει

Κι αγάπης τριαντάφυλλο η άγια του καρδιά

 Μες στα ολάδεια χέρια μας μ’ απλοχεριά χαρίζει.

 

Στη κηδεία του μόνο ένας τυχαίος επισκέπτης του Νεκροταφείου ήταν. Η ποιήτρια θαρρείς  και είδε την σκηνή και τελειώνει το ποίημά της:

Στο ξόδι του Τριαντάφυλλου κανείς δεν θ’ ακλουθά,

 Μηδέ λουλούδι θα βρεθεί στη φτωχική κηδεία.

Μόνο άγγελοι τ’ ουρανού θα ψάλλουνε γλυκά

Κι οι Άγιοι θ’ ακλουθήσουνε  μ’ όλη  την κουστωδία.

Κι άλλη μια ποιήτρια, η Μαρία Καμινέλλη- Πατσελή έγραψε όμοιο ποίημα δυο- τρεις μέρες μετά το «ταξίδεμα» του, που τελειώνει:

«Έφυγε μόνος κι έρημος, όπως έμενε χρόνια.

Ας ευχηθούμε από καρδιάς, η μνήμη του αιώνια»

Τον πατέρα του θυμόταν και το «Θοδωρέλ’»  που έκανε  θελήματα και τον αχθοφόρο με στέκι το Μπας Φανάρ. Τα λίγα λεπτά που κέρδιζε τα έπινε και γύριζε μεθυσμένος για να εξοργίζεται και να γίνεται επιθετικός, όταν περιπαιχτικά τον φώναζαν: «Τσακ- πατ, Θοδωρέλ’». Καθώς τρίκλιζε  όμως δεν μπορούσε να πιάσει κανέναν και να καταχερίσει.

Χωνόταν μετά σε καμιά σκάλα εισόδου σπιτιού και αποκοιμόταν, αφού διερωτάτο φωναχτά «πούνι η πατέρας ιμ, πούνι η μάνα μ’, πούνι οι καλοί οι αθρώπ’».

Είχαν φύγει Θοδωρέλ’, για πάντα και μη τους αναζητείς, όπως το ‘πε ποιητικά κι ο Βαγγέλης Χατζημανώλης.

Απόκανε πλια να τραγδεί

Πα’ σε μια σκάλα πλάγιασε

Τώρα στ’ όνειρά τ’’ θα δει

Όσοιν’ αγάπσε δηλαδή.

Που στο ρακί τ’σ νοστάλγησε.

 Κανένας σας  μη το  ξυπνής

Το Θοδωρέλ’  τ’ απείραχτο

Αφήστε το να ξεμεθύσ’

 Κι μες στον ύπνο τ’ να γλεντήσ’

Τον πόθο τον αστήριχτο.

Κι ενώ όλοι αυτοί οι φουκαράδες ήταν απεριποίητοι και άπλυτοι, υπήρχαν κι άλλοι που ήταν καθαροί και ευπρεπώς ντυμένοι.

Το «Νικολέλ’»  που απλώς  ήταν «οκνός»  και ζούσε απ’ τη μάνα του. Απείραχτος, αμίλητος, βολικός, δεν απαντούσε στα πειράγματα.

Περιποιημένος, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της άφιξής του στη Μυτιλήνη, ήταν ο «Ζαν», που δεν ξέρω πως ήρθε απ’ τη Γαλλία και μιλούσε βέβαια γαλλικά. Τον επιτρόπευε ο δικηγόρος κ. Εμ. Κάβουρας. Ασκούσε το επάγγελμα του λούστρου και καλούσε τους πελάτες του στα γαλλικά. «Approche, messieurs, approche» και χτυπούσε τις βούρτσες του στο κασελάκι.

Λούστρος ήταν κι ο Ερμόλαος (όχι ο εικονιζόμενος, που απλώς ήταν ένας οκνός κι αυτός της Αγοράς) με  καταγωγή τον Πλακάδο. Γύριζε με το κασελάκι του μάλλον βολτάροντας, παρά εργαζόμενος. Έκανε πως διαλαλεί το επάγγελμά του κι έβαζε  στο στόμα του ηχείο την παλάμη του και  κάνοντας πως φωνάζει απλώς ψιθύριζε «Λούουστρουους»!

Καλός επαγγελματίας όμως και ολοκάθαρος ήταν ο «Αντώνης» που επονομαζόταν «Κοκοράκι», γιατί εμιμείτο το λάλημα του κόκορα  και όχι μόνο. Έκανε θαυμάσια  και το γκάρισμα του γαϊδάρου  και τις φωνές άλλων ζώων. Ήταν το κάλεσμα των πελατών του αυτό. Πουλούσε σαλέπι σε απαστράπτοντα σύνεργα. Έπλενε καλά – καλά τα ποτήρια σερβιρίσματος, έβαζε και κανέλα και πρόσφερε ένα θερμό και γευστικό ρόφημα.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε για τον «Αρχηγό» τον Γιάννη Μιχαηλίδη, ιδρυτή του κόμματος «Χριστιανο-σοσιαλιστικόν»  και εκδότη της εφημερίδας «Αστήρ» που επωλείτο, όπως έγραφε,  «μια δραχμήν, το μέγιστον δεκτόν». Στο επάγγελμα ήταν τσαγκάρης, αλλά η ….πολιτική τον απασχολούσε περισσότερο.  Το «σάλεμα» του ξεκίνησε απ’ την  κατοχή, που αυτόκλητος πήγε στην Κουμαντατούρ μ’ ένα πάκο χαρτιά κι άρχισε εκεί να αναπτύσσει  το πολεμικό σχέδιο με το οποίο θα μπορούσε ο Χίτλερ να νικήσει τους Ρώσους, που τον είχαν φέρει στα στενά στο Στάλινγκραντ. «Αλλιώς, ο πόλεμος χάνεται» αποφάνθηκε κι ο  Γερμανός Αξιωματικός, που δεν κατάλαβε με ποιόν μιλούσε, διέταξε να τον μαντρώσουν στο Διδασκαλείο. Τρόμαξαν οι δικοί  του  να τον  ελευθερώσουν, εξηγώντας περί τίνος επρόκειτο.

Οι «οπαδοί» του τον προμήθευσαν τη στολή, με την οποία τον φωτογράφησε ο Στέλιος Συνόδης. Το ύφος του είναι πράγματι αρχηγικό, αφού σε κάποιες δημοτικές εκλογές  υποψήφιος δήμαρχος  πήρε αρκετές ψήφους, χωρίς βέβαια να εκλεγεί. Η «Τσιτσιολίνα» στην Ιταλία εξελέγη βουλευτής…

Απ’ την πινακοθήκη μας αυτή λείπει το «Μπαχάρ» ή «Πουπουλιάς», πούκανε  «χουσμέτια» μες στην Αγορά κι έπαιζε στα δάχτυλα τη θεωρία της πολιτικής («να κατιβούν οι «Κόκκιν’», να τα κάνιν ούλα τούτα κουλχόζ’»  έλεγε).  Λείπει κι ο αυθεντικός «Ίχ μαμάμ’»  που αγανακτούσε γιατί τον τάιζαν φασόλια και σαν τα έβλεπε για πολλοστή φορά στο τενεκούδι του (ζητιάνος ήταν ) έλεγε «Ίχ μαμάμ’  πάλι φασούλις;»

Κι άλλοι όμως «τύποι» πέρασαν και διασκέδασαν τους Μυτιληνιούς, όταν δεν υπήρχε τηλεόραση και «παράθυρα» συζήτησης, παράλληλοι ή μάλλον ταυτόχρονοι μονόλογοι, που ο καθένας ακούει τον εαυτό του.

Τους ιδιόρρυθμους Μυτιληνιούς τους άκουγαν με προσοχή όλοι, γι’ αυτό και τους θυμούνται.

 

Παναγιώτης Παρασκευαϊδης